Μετάβαση στο περιεχόμενο

ΣτΕ 3178/2009 [Ανακατασκευή κατεδαφισθέντος κτιρίου εντός παραδοσιακού οικισμού


Faethon11

Recommended Posts

Μια ενδιαφέρουσα ιστορία ελληνικής τρέλας!!!

 

 

 

ΣτΕ  3178/2009

[Ανακατασκευή κατεδαφισθέντος κτιρίου εντός παραδοσιακού οικισμού]

 

Πρόεδρος:    Κ. Μενουδάκος

Εισηγητής:    Αικ. Σακελλαροπούλου

Δικηγόροι:     Χρ. Φώτου

 

Η Διοίκηση μπορεί να επιβάλλει στον ιδιοκτήτη κτιρίου που έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο ή βρίσκεται εντός παραδοσιακού οικισμού την υποχρέωση αποκατάστασης στοιχείου του ή και ολικής ανακατασκευής του, με δική του καταρχήν, δαπάνη, ανεξαρτήτως της αιτίας, στην οποία οφείλεται η αλλοίωση ή η κατάρρευση ή η κατεδάφισή του.

Στην περίπτωση κτιρίου που κατεδαφίσθηκε βάσει σχετικής άδειας, η δαπάνη ανακατασκευής βαρύνει τη Διοίκηση, αδιαφόρως αν η άδεια αυτή ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση μετά την εκτέλεσή της. Στην περίπτωση αυτή, η κατεδάφιση δεν οφείλεται σε αυθαίρετη ενέργεια ούτε σε παραβίαση των υποχρεώσεων του ιδιοκτήτη.

 

          Βασικές σκέψεις

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 843734, 1944026/2007).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 4907/23.5.2007 αποφάσεως της Διευθύντριας Χωροταξίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Μαγνησίας, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της αιτούσης για τη χορήγηση άδειας κατεδάφισης και ανέγερσης νέας οικοδομικής στον παραδοσιακό οικισμό της Αφήσσου Μαγνησίας. Ζητείται επίσης, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η ακύρωση της 5899/13.6.2007 αποφάσεως της ως άνω Διεύθυνσης, με την οποία απορρίφθηκε, αίτημα της αιτούσης για την ανακατασκευή της ως άνω οικίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του π. δ/τος της 14/28.4.1988.

3. Επειδή, και οι δύο προσβαλλόμενες πράξεις, με τις οποίες απορρίφθηκε ρητώς, αντιστοίχως, αφενός το αίτημα επαναχορήγησης αδείας κατεδάφισης και άδειας ανέγερσης νέας οικοδομής μετά από ακύρωση, με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, προηγούμενης άδειας κατεδάφισης ως αναιτιολόγητης, καθώς και προηγούμενης οικοδομικής αδείας συνεπεία της ακύρωσης της άδειας κατεδάφισης, και αφετέρου αίτημα ανακατασκευής κατά τις ως άνω διατάξεις της οικίας που είχε κατεδαφισθεί με βάση την ακυρωθείσα άδεια, είναι εκτελεστές. Εξάλλου, οι πράξεις αυτές, αν και εκδόθηκαν επί διαφορετικών αιτημάτων της αιτούσης, είναι συναφείς, εφόσον αφορούν το ίδιο ακίνητο, στηρίζονται δε αμφότερες σε επίκληση της ίδιας ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου.

4. Επειδή, στο άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «1.                    Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του στο το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας αυτού … 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπον και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών». Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος καθιερώνεται αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία της κληρονομιάς αυτής που συνίσταται στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων τόσο των παραπάνω μνημείων όσο και του χώρου που τα περιβάλλει, προϋποθέτει τη δυνατότητα να επιβάλλονται τόσο τα αναγκαία μέτρα και περιορισμοί της ιδιοκτησίας, όσο και η υποχρέωση των ιδιοκτητών και νομέων των μνημείων και λοιπών στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς,  να προβαίνουν στις αναγκαίες ενέργειες ώστε να διατηρούντα τα στοιχεία αυτά αναλλοίωτα, αλλά και να τα αποκαθιστούν στην αρχική τους μορφή, σε περίπτωση φθοράς τους από το χρόνο, ή από ανθρώπινες επεμβάσεις ή από οποιαδήποτε άλλα περιστατικά. Χωρίς τη δυνατότητα αυτή η κρατική προστασία των στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς, δεν θα ήταν πλήρης και αποτελεσματική, αφού η ενδεχομένη αδράνεια ή η αμέλεια του ιδιοκτήτη θα είχε σαν αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίζεται έγκαιρα η φθορά των χαρακτηριστικών τους στοιχείων με συνέπεια την καταστροφή τους (βλ. ΣτΕ 1413/2003 και ΣτΕ 1097 και 1099/1987 Ολ.). Εξάλλου με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 32 του Ν. 1337/1983 για την «επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη κ.λπ.» (Α΄33), οι οποίες αποδίδονται με το άρθρο 269 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν.) που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του από 14/27.7.1999 π. δ/τος (Δ΄580),  ορίζεται ότι οι ιδιοκτήτες ή νομείς των κτιρίων που έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα «οφείλουν να διατηρούν τα αρχιτεκτονικά, καλλιτεχνικά και στατικά στοιχεία αυτών και σε οποιαδήποτε περίπτωση καταστροφής τους να τα ανακατασκευάζουν σύμφωνα με τις υποδείξεις της αρμόδιας Επιτροπής Ενάσκησης Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, έστω και αν η καταστροφή οφείλεται σε ανώτερη βία. Αν οι ιδιοκτήτες ή νομείς παραλείπουν την υποχρέωσή τους αυτή μπορεί να επεμβαίνει το δημόσιο ή ο οικείος Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης και να εκτελεί τις εργασίες καταλογίζοντας τη σχετική δαπάνη σε βάρος των υπόχρεων. Αυτοί που με όποιο τρόπο κατέχουν τα ακίνητα έχουν την υποχρέωση να δέχονται τις πιό πάνω παρεμβάσεις. Μπορεί το σύνολο ή μέρος της δαπάνης επισκευών ή ανακατασκευών να αναληφθεί από το Δημόσιο ή τον οικείο Ο.Τ.Α., αν οι υπόχρεοι βρίσκονται σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν τις δαπάνες αυτές σε σχέση με την απόδοση από την εκμετάλλευση του κτιρίου και αν ταυτόχρονα, η βλάβη δεν έγινε από σκόπιμη ενέργειά τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται με Π. Δ/γμα   που    εκδίδεται   με   πρόταση    του    Υπουργού   Χωροταξίας,    Οικισμού   και Περιβάλλοντος. Με όμοια Π. Διατάγματα μπορεί να ρυθμιστούν οι διαδικασίες για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, τα αρμόδια για κάθε περίπτωση όργανα, οι διοικητικές κυρώσεις για πράξεις ή παραλείψεις που αντιβαίνουν στις πιο πάνω διατάξεις και κάθε σχετική ή συμπληρωματική λεπτομέρεια».

5. Επειδή, σε εκτέλεση των ως άνω διατάξεων του Συντάγματος και του ν. 1337/1983 εκδόθηκε το από 15/28.4.1988 Π. Δ/γμα για την «διατήρηση, επισκευή ή ανακατασκευή αρχιτεκτονικών, καλλιτεχνικών και  στατικών στοιχείων διατηρητέων  κτιρίων» (ΦΕΚ Δ’ 317), του οποίου οι διατάξεις αποδίδονται στο άρθρο 270 του ΚΒΠΝ. Στο ως άνω άρθρο προβλέπονται τα εξής: «1. Σε περίπτωση καταστροφής ή αλλοίωσης των αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών στοιχείων διατηρητέων κτιρίων της παραγρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 1577/1985 καθώς και των κτιρίων που βρίσκονται σε παραδοσιακούς οικισμούς κατά την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, η αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία ή ο δήμος ή η κοινότητα, εφόσον τα παραπάνω κτίρια δεν ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα στο δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, τάσσει εύλογη προθεσμία στον υπόχρεο για την έναρξη και λήξη των εργασιών για την ανακατασκευή τους. Σε περίπτωση καταστροφής των στατικών στοιχείων των παραπάνω κτιρίων, τα αρμόδια, σύμφωνα με τις διατάξεις περί επικινδύνων οικοδομών, όργανα τάσσουν εύλογη επίσης προθεσμία για την έναρξη και λήξη εργασιών υποστήλωσης και αντιστήριξης των κτιρίων ώστε να αρθεί ο κίνδυνος. 2. Κάθε εργασία για την ανακατασκευή των στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου, γίνεται σύμφωνα με τις υποδείξεις της Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (Ε.Π.Α.Ε.), η οποία σε περίπτωση επικινδύνων οικοδομών αποφαίνεται μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες. 3… 4 … 10. Οι κύριοι, νομείς ή επικαρπωτές των κτιρίων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου επωμίζονται τις δα­πάνες για την επισκευή ή ανακατασκευή των στατικών, αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών στοιχείων τους και οφείλουν με ίδια μέσα, ύστερα από έγκριση της αρμόδιας αρχής μετά από γνώμη της ΕΠΑΕ εκδιδόμενης κατά τη νόμιμη διαδικασία, να προβαίνουν στις αναγκαίες επισκευές. 11. Αν οι πιο πάνω υπόχρεοι αδρανούν, κωλυσιεργούν, καθυστερούν ή αδυνατούν να προβούν στις σχετικές εργασίες, τις εργασίες αυτές μπορεί να τις εκτελέσει το Δη­μόσιο ή ο οικείος ΟΤΑ υπό τις προϋποθέσεις των παρα­γράφων 1 έως και 4 του παρόντος άρθρου, καταλογίζο­ντας κατ’ αρχήν τις σχετικές δαπάνες σε βάρος των υπόχρεων. 12….. 19. Σε περίπτωση που κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου κατεδαφίζεται κτίριο από τα αναφερόμενα στην παρ. 1, επιβάλλονται στους υπόχρεους ε­κτός των κυρώσεων της προηγουμένης παρ. 18 και η ολική ανακατασκευή του κτιρίου σύμφωνα με τις υποδείξεις της αρμόδιας ΕΠΑΕ και μετά από άδεια της οικείας πολεοδομικής υπηρεσίας. 20. Σε  περίπτωση που χαρακτηρίζεται κτίριο ως διατηρητέο στο οποίο έχει γίνει επέμβαση (κατεδάφιση αλλοίωση κ.λπ.) σύμφωνα με νόμιμη άδεια η αποκατάστασή του γίνεται με δαπάνη του Δημοσίου, δήμου ή κοινότητας χωρίς να επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό κυρώσεις στους υπόχρεους. 21. Τα πρόστιμα του παρόντος άρθρου βεβαιώνονται στο Δημόσιο Ταμείο, εισπράττονται ως δημόσιο έσοδο και αποδίδονται ολόκληρα στο ΕΤΕΡΠΣ…».

6. Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η Διοίκηση δύναται να επιβάλει στον ιδιοκτήτη κτιρίου, που έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο ή ευρίσκεται εντός παραδοσιακού οικισμού, την υποχρέωση αποκαταστάσεως στοιχείου του ή και ολικής ανακατασκευής του, με δική του καταρχήν, δαπάνη, ανεξαρτήτως της αιτίας, στην οποία οφείλεται η αλλοίωση ή η κατάρρευση ή κατεδάφιση του κτιρίου. Στην περίπτωση, όμως, κτιρίου που κατεδαφίσθηκε βάσει σχετικής αδείας, η δαπάνη ανακατασκευής του βαρύνει τη Διοίκηση, αδιαφόρως αν η άδεια αυτή ακυρώθηκε μεταγενεστέρως, δηλαδή μετά την εκτέλεσή της, με δικαστική απόφαση, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή η κατεδάφιση δεν οφείλεται σε αυθαίρετη ενέργεια, ούτε σε παραβίαση των υποχρεώσεων του ιδιοκτήτη, το γεγονός δε ότι εκ των υστέρων η σχετική άδεια κατεδαφίσεως ακυρώθηκε από διοικητικό δικαστήριο δεν συνεπάγεται, για την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, ερνημευόμενων ενόψει της αρχής της εμπιστοσύνης, υποχρέωση να καταβάλει τη δαπάνη ανακατασκευής.

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου, με την από 4-6-1999 αίτησή της προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας της ΝΑ Μαγνησίας, η  ήδη αιτούσα ζήτησε τη χορήγηση άδειας κατεδαφίσεως παλαιάς διώροφης οικίας στην Άφησσο Πηλίου, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του από 11.6/1.7.1980 π. δ/τος (Δ΄ 374) που αφορά το χαρακτηρισμό οικισμών του Πηλίου ως παραδοσιακών, η οποία περιλαμβάνεται στην ομάδα ΙΙ, ανήκει δηλαδή στους οικισμούς, που  διατηρούν τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα με μικρές μόνο αλλοιώσεις, κατά τους ορισμούς του π. δ/τος. Με το 37/13-7-1999 πρακτικό της η ΕΠΑΕ απέρριψε την αίτηση με το αιτιολογικό ότι «το κτίσμα παρουσιάζει έντονα αρχιτεκτονικά στοιχεία της περιοχής που πρέπει να διατηρηθούν». Στη συνέχεια, όμως, με το 19/3-8-1999 πρακτικό της η ΕΠΑΕ ενέκρινε την κατεδάφιση και ακολούθως εκδόθηκαν η 566/1993 άδεια κατεδαφίσεως και η 227/2000 άδεια οικοδομής. Με την απόφαση 842/2002 του Συμβουλίου Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση, ακυρώθηκε η προαναφερόμενη 566/16-11-1999 άδεια κατεδαφίσεως, για το λόγο ότι η σχετική πράξη της ΕΠΑΕ δεν αναφέρεται στα κατά νόμο κριτήρια αφού δεν περιέχει κρίση για το ζήτημα αν η παλαιά οικία, που στο μεταξύ είχε κατεδαφιστεί, αποτελούσε αξιόλογο ή χαρακτηριστικό πρότυπο δείγμα της περιοχής και αν η αφαίρεσή της  θα  αλλοίωνε  την  αισθητική   ενότητα της  περιοχής,  ήταν δε  σε  αντίθετη προς προηγούμενη πράξη της ίδιας επιτροπής που είχε κρίνει ότι το κτίριο είχε έντονα παραδοσιακά στοιχεία. Ενόψει δε της ακυρώσεως της αδείας κατεδαφίσεως, ακυρώθηκε στη συνέχεια με την απόφαση 843/2002 του Δικαστηρίου η 227/2000 άδεια ανέγερσης νέας οικοδομής. Μετά τις ως άνω ακυρωτικές αποφάσεις, η Διοίκηση εξέδωσε την 222/2002 άδεια κατεδάφισης κατόπιν του νεότερου 22/2002 πρακτικού της ΕΠΑΕ που έκρινε ότι το κτίριο της αιτούσας δεν είχε παραδοσιακά στοιχεία καθώς και την 563/2002 οικοδομική άδεια για την ανέγερση νέας οικοδομής στο ίδιο ακίνητο. Οι πράξεις αυτές ακυρώθηκαν ως πλημμελώς αιτιολογημένες με την απόφαση 977/2005 του Δικαστηρίου για το λόγο ότι η ΕΠΑΕ έλαβε υπόψη την κατάσταση του κτιρίου κατά το χρόνο της κατεδάφισης λόγω της φθοράς, την οποία είχε υποστεί, χωρίς να εξετασθεί αν ή το κρίτιο αποτελούσε χαρακτηριστικό δείγμα της περιοχής και αν η αφαίρεσή του αλλοιώνει την αισθητική ενότητα του οικισμού. Η αιτούσα, με σειρά αιτήσεών της προς τη Διοίκηση, ζήτησε τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς την τελευταία αυτή απόφαση.  Αρχικώς, με την από 20-5-2005 αίτηση ζήτησε να συνέλθει η ΕΠΑΕ ώστε να κρίνει αιτιολογημένα αν το κτίριο της ήταν παραδοσιακό ή όχι και εφόσον αποφανθεί ότι το κτίριο ήταν παραδοσιακό, να διαταχθεί η αποκατάσταση των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος, δηλαδή, να διαταχθεί η ανακατασκευή της οικίας κατά τις διατάξεις του π. δ/τος της 15/28-4-1988, ήδη άρθρου 270 του ΚΒΠΝ. Με την 34/26-7-2005 απόφασή της, η ΕΠΑΕ απέρριψε το αίτημα χωρίς να εξετάσει την υπόθεση κατ΄ουσίαν με τη σκέψη ότι «κακώς επανέρχεται στην επιτροπή το θέμα, μετά από την απόφαση 977/2005 του ΣτΕ που με επιμέλεια και πλήρη αξιολόγηση έχει εκδώσει. Επιπλέον δεν φαίνεται να προσκομίστηκαν νεώτερα στοιχεία πέραν αυτού που έλαβε υπόψη του το ΣτΕ», η Δευτεροβάθμια δε ΕΠΑΕ επίσης δεν επελήφθη του ζητήματος με την αιτιολογία ότι το κτίριο είχε ήδη κατεδαφιστεί.

Στη συνέχεια, στις 3-10-2005 η αιτούσα υπέβαλε νέα αίτηση προς την Πολεοδομία Μαγνησίας ζητώντας και πάλι να προβεί η Υπηρεσία αυτή  στις  νόμιμες ενέργειες ώστε  να ανακατασκευαστεί η οικοδομή της σύμφωνα με τις διατάξεις του π. δ/τος της 15/28-4-1988, αναλαμβάνοντας και το σχετικό κόστος, το οποίο βάρυνε την Υπηρεσία ως υπαίτιο της κατεδάφισης. Η Πολεοδομία Μαγνησίας δεν απάντησε στη δεύτερη αυτή αίτηση της Γ.-Σ. επικαλούμενη την άσκηση αγωγής αποζημίωσης από την ίδια και το σύζυγό της Ν. Σ. ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου.  Επί της αγωγής αποζημιώσεως εκδόθηκε η 161/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία επιδικάσθηκε στην αιτούσα αποζημίωση. Η ήδη αιτούσα ζήτησε και από την Επιτροπή Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας να διαπιστώσει ότι η Διοίκηση δεν συμμορφώθηκε πλήρως προς τη ΣτΕ 977/2005, να επιβάλει στη Ν.Α. Μαγνησίας την ανακατασκευή της οικοδομής με έξοδα της Ν.Α. Μαγνησίας και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης να επιβάλει εύλογο πρόστιμο σε βάρος της Διοίκησης. Η Επιτροπή Συμμόρφωσης απέρριψε την εν λόγω αίτηση με την απόφαση 7/2007, δεχόμενη ότι η ΣτΕ 977/2005 ακυρωτική απόφαση δεν έκρινε περί της υποχρεώσεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης να διατάξει την ανακατασκευή της παλαιάς οικίας διότι η δίκη είχε άλλο αντικείμενο. Με την από 14-5-2007 αίτηση της η Γεωργία Δημητρακοπούλου ζήτησε από το Τμήμα Πολεοδομίας να επανεκδώσει τις άδειες κατεδαφίσεως και ανέγερσης νέας οικοδομής για το λόγο ότι οι προηγούμενες άδειες είχαν ακυρωθεί.  Η αίτηση αυτή ρητώς απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη 4907/23.5.2007 πράξη της Διεύθυνσης Χωροταξίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Ν.Α. Μαγνησίας, με την αιτιολογία ότι οι επίμαχες οικοδομικές άδειες είχαν ακυρωθεί με την απόφαση 977/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στη συνέχεια η αιτούσα υπέβαλε την από 8.6.2007 αίτηση στην ίδια υπηρεσία και ζήτησε την ανακατασκευή της οικίας της, σύμφωνα με τις διατάξεις του π. δ/τος της 15/28.4.1988, και η τελευταία αυτή αίτηση απορρίφθηκε όμως με την συμπροσβαλλόμενη 5899/3.6.2007 πράξη της ως άνω Διεύθυνσης με την αιτιολογία ότι το αίτημα δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί, κατ’ επίκληση της ανωτέρω 977/2005 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.

8. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη με την οποία απορρίπτεται το αίτημα της αιτούσης για την εκ νέου έκδοση των αδειών κατεδαφίσεως και ανεγέρσεως νέας οικοδομής στη θέση του επίδικου κατεδαφισθέντος κτιρίου κατ΄ επίκληση της αποφάσεως 977/2005 του Συμβουλίου Επικρατείας δεν είναι νόμιμη, διότι η ακύρωση από το Δικαστήριο των προγενεστέρων αποφάσεων για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω δεν εμπόδιζε την επάνοδο της Διοικήσεως και συγκεκριμένα, την επανεξέταση του θέματος από την ΕΠΑΕ προκειμένου να αποφανθεί για το αξιόλογο ή μη του κατεδαφισθέντος κτιρίου ενόψει των κρίσεων της ως άνω αποφάσεως του Δικαστηρίου. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην σκέψη 6, μη νομίμως απέρριψε η Διοίκηση και το αίτημα ανακατασκευής, του ως άνω κτιρίου, το οποίο κατεδαφίσθηκε βάσει αδείας ισχυούσης, κατά το χρόνο κατεδαφίσεως, που ακυρώθηκε στη συνέχεια με δικαστική απόφαση, το αίτημα αυτό βάσει των διατάξεων της προαναφερόμενη παραγράφου 20 του άρθρου 270 του Κ.Β.Π.Ν.

9. Επειδή, κατόπιν τούτου, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να εξετάσει τα επίμαχα αιτήματα της και ήδη αιτούσης σύμφωνα με τα ανωτέρω κριθέντα.

 

Link to comment
Share on other sites

Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε προκειμένου να αφήσετε κάποιο σχόλιο

Πρέπει να είστε μέλος για να μπορέσετε να αφήσετε κάποιο σχόλιο

Δημιουργία λογαριασμού

Κάντε μια δωρεάν εγγραφή στην κοινότητά μας. Είναι εύκολο!

Εγγραφή νέου λογαριασμού

Σύνδεση

Εάν έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Συνδεθείτε τώρα
×
×
  • Create New...

Σημαντικό

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώνουμε το περιεχόμενο του website μας. Μπορείτε να τροποποιήσετε τις ρυθμίσεις των cookie, ή να δώσετε τη συγκατάθεσή σας για την χρήση τους.