Μετάβαση στο περιεχόμενο

Απορρίφθηκε πρωτόδικα η πρώτη αγωγή για την επιστροφή των εισφορών της Ειδικής Προσαύξησης


Engineer

Recommended Posts

Αναρτούμε το κείμενο της απόφασης 15117 / 2019 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία απορρίπτεται "ως αβάσιμη" η αγωγή 50 συναδέλφων που διεκδικούσαν την επιστροφή των εισφορών που είχαν καταβάλλει στον κλάδο της Ειδικής Προσαύξησης για τα έτη 2007 - 2015 όπου και καταργήθηκε λόγω του Ν.4387/16. Η υπόθεση  είναι με  αριθμό  εισαγωγής  ΑΓ8885/2017 και την βρίσκει κανείς από το http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/dprotodikeioath/Home?_adf.ctrl-state=v1w5jyb8t_27&_afrLoop=30058407232075273# 

Τα ονόματα έχουν αφαιρεθεί για ευνόητους λόγους. Δεκάδες αντίστοιχες αγωγές δεν έχουν εκδικαστεί ακόμα.


Κείμενο απόφασης
Αριθμός Απόφασης 15117 / 2019

ΑΚΔ ΑΓ8885/2017

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 2ο Μονομελές

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Οκτωβρίου 2018, με δικαστή τη Βαρβάρα Γεωργίου, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα τον Ιορδάνη Ιορδάνογλου, δικαστικό υπάλληλο,

γ ι α να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 6.9.2017, 

τ ω ν: 1) ........), οι οποίοι παραστάθηκαν δια του δικηγόρου Σαράντου Θεοδωρόπουλου,

κ α τ ά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.), το οποίο εκπροσωπείται από το Διοικητή του και δεν παραστάθηκε. 

Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι που παραστάθηκαν στο ακροατήριο ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Η κρίση του είναι η εξής:

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για τη συζήτηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, μετά τη νομότυπη τροπή, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόντων στο ακροατήριο (βλ. οικεία πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου) και με το από 19.10.2018 υπόμνημα των τελευταίων, του αιτήματός τους από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρο 75 παρ. 3 και 274 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. Α' 97), ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Φορέα να καταβάλει σε κάθενα από τους ενάγοντες τα ειδικότερα αναφερόμενα στο κρινόμενο δικόγραφο ποσά (κυμαινόμενα, συνολικά, από 813,03 έως 7.774,77 ευρώ), ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 - 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. Α.Κ.), για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που, όπως αυτοί ισχυρίζονται, υπέστησαν από τη φερόμενη ως παράνομη άρνηση του εναγομένου να επιστρέψει σε έκαστο εξ αυτών τις ασφαλιστικές εισφορές που αυτός κατέβαλε στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., μετέπειτα Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα επιμέρους χρονικά διαστήματα, για το σχηματισμό της Ειδικής Προσαύξησης του άρθρου 2 του ν. 3518/2006 (Φ.Ε.Κ. Α' 272), μετά την κατάργησή της, από 1.1.2016, με το άρθρο 94 του ν. 4387/2016 (Φ.Ε.Κ. Α' 85). Οι ενάγοντες αιτούνται τα ποσά αυτά να τους καταβληθούν νομιμοτόκως, από την 1η Δεκεμβρίου ενός έκαστου έτους, οπότε, όπως υποστηρίζουν, κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής.

2. Επειδή, κατά την πρώτη συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης, στην παρούσα δικάσιμο, η 48η εκ των εναγόντων (....) δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, προκειμένου, με προφορική δήλωσή της, να νομιμοποιήσει τον υπογράφοντα το δικόγραφο της αγωγής δικηγόρο Σαράντο Θεοδωρόπουλο, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο για τους λοιπούς ενάγοντες. Εξάλλου, το από 27.4.2017 ιδιωτικό έγγραφο με το οποίο η ως άνω εξουσιοδότησε τον προαναφερόμενο δικηγόρο και το Γεώργιο Θεοδωρόπουλο να παραστεί και να την εκπροσωπήσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση της επίδικης υπόθεσης φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής της από τον τελευταίο αυτό δικηγόρο (βλ. σχετικό έγγραφο). Πλην όμως, η προαναφερόμενη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής της 48ης ενάγουσας μόνο από δικηγόρο δεν αρκεί, καθότι στα καθήκοντα του τελευταίου δεν περιλαμβάνεται, σύμφωνα με άρθρο 36 παρ. 2 εδαφ. δ΄ του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Φ.Ε.Κ. Α΄ 208), η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής διαδίκου για τη χορήγηση δικαστικής πληρεξουσιότητας σε δικηγόρο ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου (πρβλ. Α.Π. 1176/2013, βλ. Τρ.Διοικ.Εφ.Κομοτηνής 156/2017, σκ. 5). Περαιτέρω, η 10ήμερη προθεσμία που χορηγήθηκε από το Δικαστήριο στον παραστάντα δικηγόρο προκειμένου να προσκομισθούν νομιμοποιητικά έγγραφα (βλ. οικεία πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου) παρήλθε άπρακτη ως προς την ως άνω ενάγουσα. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 27 παρ. 1, 28, 30 και 35 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. 97 Α΄), η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που ασκείται από την 48η ενάγουσα ως απαράδεκτη. Κατά τα λοιπά, έχουσα ασκηθεί εν γένει παραδεκτώς, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω, στην ουσία.

3. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 2 παρ. 1, ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», στο άρθρο 4, ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι: «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5), στο άρθρο 22 παρ. 5, ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει», στο δε άρθρο 25, ότι: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. (…) Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει (…) να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας (…)» (παρ. 1) και ότι: «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος: «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφάλισης αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρατος, ασθένειας, αναπηρίας, κ.λπ.), οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβίωσής του. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, εκδηλώνεται - όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας - η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (Σ.τ.Ε. 2287, 2288/2015 Ολομ., 3487/2008 Ολομ., 1219/2010 κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή σύνταξης επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση σύνταξης, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελίωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος. Και ναι μεν η χορηγούμενη από τον ασφαλιστικό φορέα παροχή δεν απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ασφαλισμένου ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, δεν πρέπει, όμως, ο υπολογισμός της παροχής να οδηγεί σε ανατροπή των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, να απολήγει δηλαδή σε χορήγηση ασφαλιστικής παροχής, το ύψος της οποίας, ενόψει των καταβληθεισών από τον ασφαλισμένο εισφορών και του συνολικού χρόνου ασφάλισής του, υπολείπεται του ανεκτού κατά το Σύνταγμα κατωτάτου ορίου πέραν του οποίου συντρέχει προφανής παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών αρχών και της αρχής της ανταποδοτικότητας. Εξάλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου των ασφαλιστικών φορέων, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών. Σε περιπτώσεις δε εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, όταν προκύπτει δικαιολογημένως ότι το Κράτος δεν μπορεί να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των λειτουργούντων ασφαλιστικών φορέων με άλλα μέσα, επιβάλλεται συνταγματικώς, στο πλαίσιο της κατοχυρωμένης από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, η επέμβαση του νομοθέτη προκειμένου να εξακολουθήσει να λειτουργεί το ασφαλιστικό σύστημα χάριν τόσο των ήδη συνταξιούχων όσο και των ασφαλισμένων και μελλοντικών συνταξιούχων. Και στις εξαιρετικές, όμως, αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές είτε ευθέως είτε με τη θέσπιση νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, η εφαρμογή του οποίου να οδηγεί στην απονομή μικρότερων συνταξιοδοτικών παροχών σε σχέση με το προϊσχύον σύστημα, δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρ. 25 παρ. 4 Σ.) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρ. 4 παρ. 5 Σ.), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρ. 25 παρ. 1 Σ.), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2192-2196/2014 Ολομ.), ο δε νομοθέτης οφείλει να σέβεται το συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος (βλ. Ολ. Σ.τ.Ε. 1889, 1890, 1891/2019).

4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 1 του από 20.3.1952 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στην από 4.11.1950 Σύμβαση της Ρώμης «Διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», τα οποία – Πρωτόκολλο και Σύμβαση – κυρώθηκαν με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 256) και έχουν υπέρτερη των κοινών νόμων ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ει μή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμιση της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με την προαναφερόμενη διάταξη θεσπίζεται γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Στην προστασία αυτή εντάσσεται, κατ’ αρχήν, και το δικαίωμα παντός ενδιαφερομένου προς λήψη ασφαλιστικών παροχών, εφόσον όμως συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που τάσσονται εκάστοτε από το εσωτερικό δίκαιο κάθε συμβαλλόμενου κράτους. Εκ τούτου έπεται ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα εμπίπτει μεν στην έννοια του περιουσιακού δικαιώματος, δεν προστατεύεται όμως ως δικαίωμα σε σύνταξη ή άλλη συνταξιοδοτική παροχή ορισμένου ποσού, δεδομένης της αναδιανεμητικής φυσιογνωμίας του συστήματος και της συνδρομής λόγων δημοσίου συμφέροντος (Ολ. Σ.τ.Ε. 3487/2008, 3267/2002 κ.ά).

5. Επειδή, άλλωστε, κατά γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, οι εισφορές των ασφαλισμένων, οι οποίες καλύπτουν νομίμως χρόνο υποχρεωτικής ασφάλισης και περιλαμβάνονται μεταξύ των πόρων των ασφαλιστικών οργανισμών, με τους οποίους σχηματίζεται το ασφαλιστικό κεφάλαιο, δεν επιστρέφονται σε αυτούς που τις κατέβαλαν, και όταν ακόμη καθίσταται βέβαιο εκ των πραγμάτων ότι δεν είναι εφικτή η χορήγηση ασφαλιστικών παροχών, η αρχή δε αυτή κάμπτεται μόνο όταν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη για επιστροφή των εισφορών, οπότε το επιστρεφόμενο ποσό θεωρείται και αυτό ασφαλιστική παροχή (πρβλ. Σ.τ.Ε. 701/1984, 479/1987, 3251/1996, 2825/2005, 3003/2005 7μ., 746/2011 κ.ά.). Εξάλλου, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται, εκτός εάν υπάρχει αντίθετη διάταξη νόμου, με βάση το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του ενδιαφερόμενου για συνταξιοδότηση (βλ. Σ.τ.Ε. 58, 3107/1999, 1297/2004 7μ., 718/2006 7μ., 2025/2009).

6. Επειδή, με τον Α.Ν. 2326/1940 (Φ.Ε.Κ. Α' 145) ιδρύθηκε το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Ταμείον Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων" (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.), με σκοπό την “(...) παροχή συντάξεως η εφ`άπαξ βοηθήματος εις τους μετόχους, οι οποίοι παύουσι να εξασκώσι το επάγγελμα, ως και τάς οικογενείας αυτών.(...) (άρθρο 2)”. Άλλωστε, με το άρθρο 33 του ν. 915/1979 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων νομοθεσίας» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 103) ορίστηκε ότι: «1. Συνιστάται παρά τω Ταμείω Ειδικός Λογαριασμός Προσθέτων Παροχών, έχων ιδίαν οικονομικήν και λογιστικήν αυτοτέλειαν. 2. Σκοπός του ως άνω συνιστωμένου Ειδικού Λογαριασμού είναι η παροχή: α) Προσθέτου συντάξεως εις τους λόγω γήρατος ή αναπηρίας συνταξιοδοτουμένους ή εν περιπτώσει θανάτου εν ενεργεία ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, εις τα μέλη της οικογενείας αυτού, κατά τα ορισθησόμενα υπό της κατά την παράγραφον 3 του άρθρου 34 του παρόντος προβλεπομένης Υπουργικής Αποφάσεως. β) Εφ’ άπαξ βοηθήματος (…) 3. α) (όπως η περ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1211/1981- Φ.Ε.Κ. Α΄ 278) Εις τον κατά το παρόν άρθρον Ειδικόν Λογαριασμόν υπάγονται υποχρεωτικώς πάντες οι ησφαλισμένοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. οι μη υπαγόμενοι εις έτερον φορέα κυρίας ασφαλίσεως δια συνταξιοδότησιν, ή μη δικαιούμενοι συντάξεως εκ του Δημοσίου. (…) β. (...) γ. Εις περίπτωσιν μεταγενεστέρας υπαγωγής των μετόχων εις την ασφάλισιν ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου, οι κατά την παρούσαν παράγραφον υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν του Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών, εξαιρούνται της παρ` αυτώ ασφαλίσεως. Οι εξ` αυτών έχοντες υπερδεκαετή συμμετοχήν εις τον Ειδικόν Λογαριασμόν Προσθέτων Παροχών, λαμβάνουν το αναλογούν μέρος του μηνιαίου βοηθήματος, άμα τη συνταξιοδοτήσει των εκ του Ταμείου. (...)». Εξάλλου, στο άρθρο 34 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι: «1. Πόροι του κατά το προηγούμενον άρθρον συνιστωμένου Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών, είναι: α. Μηνιαία εισφορά των υπαγομένων εις την ασφάλισιν αυτού (...) β. Ποσοστόν πεντήκοντα επί τοις εκατο (50%) των κατα τα εδάφια ε, ιγ καί ιη της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Α.Ν. 2326/1940 εσόδων του Ταμείου. γ. Εργοδοτική εισφορά (...) 3. Δι’ αποφάσεων του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εκδιδομένων μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου, θέλουν ορισθή τα της κατανομής των εσόδων μεταξύ των επί μέρους λογαριασμών δια πρόσθετον μηνιαίον βοήθημα, εφ άπαξ παροχήν, έξοδα διοικήσεως και ασφαλιστικόν αποθεματικόν κεφάλαιον εκ ποσοστον 10% τουλάχιστον των ετησίων εσόδων του Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών, τα του χρόνου ενάρξεως χορηγήσεως εκάστης των κατά το προηγούμενον άρθρον παροχών, αι προϋποθέσεις τας οποίας δέον να πληρούν τα ασφαλιζόμενα εις τον Ειδικόν Λογαριασμόν Προσθέτων Παροχών, πρόσωπα, και αι τοιαύται της απονομής παροχών, ο κύκλος των προστατευομένων προσώπων υπό των εν ενεργεία ή συντάξει ησφαλισμένων και το δικαιούμενον υπ' αυτών ποσοστόν των παροχών, το ύψος των προβλεπομένων εισφορών και παροχών, ο τρόπος αναγνωρίσεως και εξαγοράς προϋπηρεσίας υπό ησφαλισμένων και της καταβολής των εκ της αιτίας ταύτης οφειλών και προσθέτων επιβαρύνσεων, οι λόγοι αναστολής, διακοπής ή απωλείας των παροχών, ως και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια δια την εκπλήρωσιν των σκοπών του Ειδικού Λογαριασμού. (…)». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διάταξης εκδόθηκε η 43/3/715/8.4.1981 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών «Περί εγκρίσεως του Κανονισμού Παροχών του συσταθέντος στο Ταμείο Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών» (Φ.Ε.Κ. Β΄ 223), στο άρθρο 2 της οποίας προβλέπεται ότι: «Για τη χορήγηση προσθέτων παροχών από τον Ε.Λ.Π.Π. απαιτείται: 1. Προσθέτου συντάξεως: α) Η χορήγηση συντάξεως γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου από τον Κλάδο Συντάξεων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. β) Η μη συνταξιοδότηση από άλλον ασφαλιστικό φορέα κυρίας ασφαλίσεως ή από το Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 3 εδ. α΄ του ν. 915/79, εκτός εάν η υπαγωγή στην ασφάλιση άλλου φορέα κυρίας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου έγινε μετά την συμπλήρωση δέκα ετών ασφαλίσεως στον ΕΛΠΠ σύμφωνα με το εδ. γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 33 του ν. 915/1979. 2. (…) 3. Στους υπαγομένους στην ασφάλιση του Ε.Λ.Π.Π. και στους δικαιούχους παροχών έχουν ανάλογη εφαρμογή: α) (…) γ) Οι διατάξεις τον Κλάδου Συντάξεων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. οι σχετικές με τις προϋποθέσεις απονομής, αναστολής και διακοπής ή απώλειας του συνταξιοδοτικού δικαιώματος πλην αν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα απόφαση».

7. Επειδή, ακολούθως, ο ν. 3518/2006 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 272/21-12-2006 και Φ.Ε.Κ. Α΄ 2/02-01-2007 για διόρθωση σφαλμάτων) με τίτλο «Αναδιάρθρωση των κλάδων του Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.) και ρύθμιση άλλων θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας» προέβλεψε, στο άρθρο 2, ότι: “Κατάργηση του Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών - Ειδική Προσαύξηση. Ο Ειδικός Λογαριασμός Προσθέτων Παροχών (Ε.Λ.Π.Π.) που συστήθηκε με το άρθρο 33 του ν. 915/1979 καταργείται από την πρώτη του επόμενου της δημοσίευσης του παρόντος μήνα. Η πρόσθετη σύνταξη του Λογαριασμού αντικαθίσταται από την Ειδική Προσαύξηση, βαρύνει τον κλάδο κύριας σύνταξης Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και καταβάλλεται από αυτόν, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα επόμενα άρθρα. Η καταβολή των παροχών εφάπαξ του καταργούμενου κλάδου βαρύνει το συνιστώμενο Κλάδο Εφάπαξ Παροχών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα επόμενα άρθρα. Το αποθεματικό του Ε.Λ.Π.Π. μεταφέρεται και επιμερίζεται στον ισχύοντα κλάδο κύριας σύνταξης Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και στους Κλάδους Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών, που συνιστώνται με το νόμο αυτόν. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και αναλογιστική μελέτη, καθορίζεται το ποσοστό επιμερισμού του μεταφερόμενου αποθεματικού του προηγούμενου εδαφίου. Με την ίδια διαδικασία επιμερίζονται οι οφειλόμενες εισφορές προς τον Ε.Λ.Π.Π. και εισπράττονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του Ταμείου.”, στο άρθρο 3, ότι: “Πρόσωπα που υπάγονται στην Ειδική Προσαύξηση. Στην Ειδική Προσαύξηση υπάγονται: 1. Υποχρεωτικά τα κάτωθι πρόσωπα: α) Οι μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.. β) Οι από 1.1.1993 και εφεξής ασφαλισμένοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., εφόσον έχουν συμπληρώσει δεκαετή ασφάλιση στον κλάδο κύριας σύνταξης και το 35ο έτος της ηλικίας τους. γ) Οι τακτικοί υπάλληλοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., καθώς και οι υπάλληλοι του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.). 2. Προαιρετικά ύστερα από αίτησή τους: α) Οι μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., που κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ασφαλίζονται ή θα ασφαλισθούν μεταγενέστερα σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης της ημεδαπής ή της αλλοδαπής ή στο Δημόσιο. β) Οι από 1.1.1993 και εφεξής ασφαλισμένοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει δεκαετή ασφάλιση στον Κλάδο Κύριας Σύνταξης ή το 35ο έτος της ηλικίας τους.”, στο άρθρο 4, ότι: “Πόροι του Κλάδου κύριας σύνταξης είναι: 1. Οι εισφορές του κλάδου κύριας σύνταξης, οι οποίες ορίζονται ως εξής: (...) 2. Οι εισφορές της Ειδικής Προσαύξησης, οι οποίες ορίζονται ως εξής: Για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 και από 1.1.1993 και εφεξής το ποσοστό εισφοράς των ελευθέρων επαγγελματιών και των μισθωτών καθορίζεται για μία πενταετία, από την πρώτη του επόμενου της δημοσίευσης του παρόντος μήνα στο 12% του ποσού της πρώτης ασφαλιστικής κατηγορίας του ν. 2084/1992 και του π.δ. 124/1993, όπως κάθε φορά διαμορφώνεται. Μετά τη λήξη της πενταετίας, με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά από αναλογιστική μελέτη αναπροσαρμόζεται το πιο πάνω ποσοστό σταδιακά έως 20%. Για τους από 1.1.1993 ασφαλισμένους, υπαγόμενους για πρώτη φορά στην ασφάλιση, οι καταβαλλόμενες εισφορές στην Ειδική Προσαύξηση για την πρώτη πενταετία ορίζονται στο 70% των πιο πάνω αναφερομένων. 3. Το μεταφερόμενο αποθεματικό του Ε.Λ.Π.Π. κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος. 4. Το σύνολο των μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος λοιπών προβλεπόμενων πόρων του κλάδου κύριας σύνταξης Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και του Ειδικού Λογαριασμού Πρόσθετων Παροχών (Ε.Λ.Π.Π.), εκτός του εδαφίου γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του ν. 915/1979.”, στο άρθρο 5 ότι: “Προϋποθέσεις χορήγησης της Ειδικής Προσαύξησης. Το δικαίωμα για χορήγηση της Ειδικής Προσαύξησης ασκείται εφόσον ο δικαιούχος: α) Έχει καταστεί συνταξιούχος του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου. β) Έχει καταβάλει την εισφορά που προβλέπεται στο άρθρο 4 του παρόντος νόμου για το χρόνο ασφάλισης στην Ειδική Προσαύξηση.”, στο άρθρο 6, ότι: “Χρόνος ασφάλισης για την Ειδική Προσαύξηση. Ως Χρόνος ασφάλισης στην Ειδική Προσαύξηση λογίζεται: α) Ο χρόνος ασφάλισης από την πρώτη του επόμενου της δημοσίευσης του παρόντος μήνα και εφεξής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. β) Ο χρόνος που έχει διανυθεί στην ασφάλιση του Ε.Λ.Π.Π. Ο χρόνος αυτός μπορεί, ύστερα από αίτηση του ασφαλισμένου, να θεωρηθεί ως χρόνος ασφάλισης στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α. και στην περίπτωση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη για την Ειδική Προσαύξηση (μετά την αντικατάσταση της περ. β΄ του άρθρου 6 με την παρ. 3 του άρθρου 59 του ν. 3996/2011, Φ.Ε.Κ. Α΄ 170).”, στο άρθρο 8, ότι: “1. (…) 2.α) Το ποσό της ειδικής προσαύξησης προσδιορίζεται από τη σχέση: Σ = 1,33 Χ Β Χ 40-Δ/40 όπου Σ είναι το ύψος της ειδικής προσαύξησης, Β το ύψος του ποσού της κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μέχρι 31.12.1992 (παλαιού ασφαλισμένου) για ίσο χρόνο ασφάλισης με το διανυθέντα στην ειδική προσαύξηση και Δ ο διανυθείς χρόνος ασφάλισης σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, μετά την υπαγωγή στην κύρια ασφάλιση του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. Χρόνος απονομής της ειδικής προσαύξησης είναι ο χρόνος απονομής της κύριας σύνταξης. Ασφαλισμένοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. που μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος και πριν την έναρξη της ασφάλισης τους σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο έχουν διανύσει υπερδεκαετή χρόνο ασφάλισης στον καταργούμενο Ε.Λ.Π.Π., για το χρόνο αυτόν και μόνον, αποκτούν δικαίωμα αυτοτελούς υπολογισμού του τμήματος αυτού στην Ειδική Προσαύξηση χωρίς τον υπολογισμό του μετέπειτα διανυθέντος χρόνου ασφάλισης σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο. Ασφαλισμένοι του καταργηθέντος Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών (Ε.Λ.Π.Π.), οι οποίοι δεν λαμβάνουν παροχή από το Λογαριασμό αυτόν, λόγω συνταξιοδότησης τους και από άλλο φορέα κύριας ασφάλισης της ημεδαπής ή το Δημόσιο, πλην Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. (σήμερα Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων), οι οποίοι έχουν ήδη καταβάλει εισφορές στον καταργηθέντα Ε.Λ.Π.Π. και δεν έχουν μεταφέρει το χρόνο αυτό σε άλλον ασφαλιστικό φορέα, αποκτούν δικαίωμα λήψης παροχών από τον καταργηθέντα Ε.Λ.Π.Π. (σήμερα Ειδική Προσαύξηση), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο με το συνυπολογισμό μόνο του χρόνου παράλληλης ασφάλισης στον καταργηθέντα Ε.Λ.Π.Π. και σε άλλον φορέα κύριας ασφάλισης της ημεδαπής ή το Δημόσιο που έχει αναγνωριστεί στον πρώην Ε.Λ.Π.Π. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και για όσους έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί από τον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων. Η καταβολή στα ανωτέρω πρόσωπα της Ειδικής Προσαύξησης αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μετά την υποβολή αίτησης μήνα για αιτήσεις που υποβάλλονται από τη δημοσίευση του παρόντος. (όπως το εδάφιο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 62 παρ. 1 του ν. 3996/2011, Φ.Ε.Κ. Α' 170). β) Από την 1.1.2006 οι καταβαλλόμενες από τον Ε.Λ.Π.Π. παροχές επανυπολογίζονται σύμφωνα με τον τρόπο υπολογισμού της Ειδικής Προσαύξησης. Εφόσον τα ήδη χορηγούμενα ποσά είναι μεγαλύτερα, αυτά εξακολουθούν να καταβάλλονται. Οι διατάξεις περί κατωτάτων ορίων της κύριας σύνταξης δεν εφαρμόζονται επί της Ειδικής Προσαύξησης.”, στο άρθρο 9, ότι: “Οικονομική επιβάρυνση. 1. Από την πρώτη του επόμενου της δημοσίευσης του παρόντος μήνα, τα ποσά των συντάξεων του Ε.Λ.Π.Π., που ήδη καταβάλλονται, βαρύνουν τον κλάδο κύριας σύνταξης Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. 2. Κάθε δαπάνη, που προκύπτει από μεταφορά στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του χρόνου, που έχει διανυθεί στην ασφάλιση του Ε.Λ.Π.Π. μέχρι την πρώτη του επόμενου της δημοσίευσης του παρόντος μήνα, βαρύνει τον κλάδο κύριας σύνταξης Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.”. Περαιτέρω, με Κεφάλαιο Β΄ του ανωτέρω νόμου συνεστήθη Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης (άρθρα 11 έως 17). 

8. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι δια του άρθρου 33 του ν. 915/1979 συστάθηκε Ειδικός Λογαριασμός Πρόσθετων Παροχών (Ε.Λ.Π.Π.) με σκοπό τη συμπλήρωση της μοναδικής ασφάλισης που απολάμβαναν οι μέτοχοι του - τότε – Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. (βλ. Σ.τ.Ε. 4888/1988 7μ.). Ακολούθως, από την έναρξη ισχύος του ν. 3518/2006 (1.1.2007), συστάθηκε η Ειδική Προσαύξηση και καταργήθηκε ο Ειδικός Λογαριασμός Προσθέτων Παροχών (Ε.Λ.Π.Π.) του ν. 915/1979 και, επιπροσθέτως, συστάθηκε αυτοτελής Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης για τους ασφαλισμένους στο πρώην Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. Η Ειδική Προσαύξηση απετέλεσε μία ιδιαίτερη επιπλέον συνταξιοδοτική παροχή, στην οποία υπάγονταν υποχρεωτικά όσοι είχαν ασφαλισθεί μέχρι 31.12.1992 στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., καθώς και οι από 1.1.1993 και εφεξής ασφαλισμένοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., εφόσον έχουν συμπληρώσει δεκαετή ασφάλιση στον κλάδο κύριας σύνταξης και το 35ο έτος της ηλικίας τους. Περαιτέρω, από τη συστηματική ερμηνεία του ν. 3518/2006, συνάγεται ότι η Ειδική Προσαύξηση δεν αποτελούσε φορέα επικουρικής ασφάλισης, όπως ο καταργηθείς Ειδικός Λογαριασμός, αλλά, ουσιαστικά, μία ειδική πρόσθετη συνταξιοδοτική παροχή, καταβαλλόμενη από τον Κλάδο κύριας σύνταξης του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. (βλ. σχ. Σ.τ.Ε. 2696/2009, 218/2007, 1855/1994), του οποίου (κλάδου) οι πόροι, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3518/2006, προέρχονται, πέραν από τις εισφορές του κλάδου κύριας σύνταξης και της ειδικής προσαύξησης, από μέρος του μεταφερόμενου αποθεματικού του Ε.Λ.Π.Π., καθώς και από τον κοινωνικό πόρο του άρθρου 34 παρ. 1 περ. β' του ν. 915/1979 (άρθρο 7 παρ. 1 περ.ιγ' του Α.Ν. 2326/1940) (βλ. Σ.Τ.Ε. 452/2002).

9. Επειδή, όπως, επιπλέον, προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η υπαγωγή των ασφαλισμένων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. στο καθεστώς της Ειδικής Προσαύξησης του ν. 3518/2006, αποτελούσε επέκταση της ήδη υφιστάμενης υποχρεωτικής ασφαλιστικής τους σχέσης. Και ενώ ο νομοθέτης προνόησε ρητά για τις προϋποθέσεις της, κατόπιν αιτήσεώς τους, προαιρετικής υπαγωγής στο καθεστώς αυτό των ασφαλισμένων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. που δεν συμπλήρωναν τις προβλεπόμενες από το νόμο χρονικές προϋποθέσεις, εντούτοις δεν περιέλαβε και ρητή πρόβλεψη περί δυνατότητας αποχώρησης από το συγκεκριμένο ασφαλιστικό καθεστώς όσων ασφαλισμένων είχαν ενταχθεί προαιρετικώς σε αυτό, ούτε, αντιστοίχως, περί υποχρέωσης του Ταμείου προς απόδοση στους αποχωρούντες των, εκ μέρους αυτών, καταβληθεισών επιπλέον εισφορών. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή κανόνων δημόσιας τάξης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι και στο χώρο του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, πλην αντίθετης νομοθετικής πρόβλεψης, η ιδιωτική βούληση δεν δύναται να καταργήσει ή να ρυθμίσει διαφορετικά την - έστω και προαιρετικά - καθιδρυθείσα ασφαλιστική έννομη σχέση, η οποία, κατά τη λειτουργία και την εξέλιξή της, διέπεται, κατά τα γνωστά, αποκλειστικά από διατάξεις δημόσιας τάξης, όπως είναι οι κανόνες περί κοινωνικής ασφάλισης. Επομένως, το αίτημα του ασφαλισμένου για, μη ρητώς προβλεπόμενη από το νόμο, κατάργηση, διακοπή ή μεταβολή της ασφαλιστικής του σχέσης, έστω και προαιρετικώς καθιδρυθείσης, όπως και η τυχόν παραίτησή του από την αξίωση περί απονομής ασφαλιστικών παροχών, στερούνται ισχύος και, ως εκ τούτου, δεν υποχρεώνουν τον ασφαλιστικό του φορέα, αλλά ούτε του παρέχουν την ευχέρεια προς αποδοχή αυτών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4760/2012 σκ. 4, Γνωμ. Ν.Σ.Κ. 198/2017). Η ως άνω ερμηνευτική θέση ενισχύεται και από την ανάγκη σταθερότητας της ασφαλιστικής σχέσης, που αποτελεί αξίωση της έννομης τάξης (πρβλ Σ.τ.Ε. 2696/2009 σκ. 6, 218/2007 σκ. 4, 1059/1995 σκ. 3), καθώς και από την πάγια νομολογιακή παραδοχή ότι, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση (όπως εν προκειμένω, για την οικειοθελή αποχώρηση των προαιρετικά υπαχθέντων στην Ειδική Προσαύξηση ασφαλισμένων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και την επιστροφή των ήδη καταβληθεισών προσαυξημένων ασφαλιστικών εισφορών), οι κανόνες που διέπουν την υποχρεωτική ασφάλιση έχουν εφαρμογή και στους προαιρετικά ασφαλισμένους (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2646/2014 σκ. 9, 3382/2003 σκ. 4, 2184/2002, 1703/1988, κ.ά., βλ. και άρθρο 2 παρ. 3γ' του Κανονισμού Παροχών Ε.Λ.Π.Π. του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.). Περαιτέρω, η εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών υποχρεώσεων εκ μέρους των κατά νόμον υποχρέων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την ύπαρξη λειτουργικού ασφαλιστικού συστήματος, η οποία αποτελεί βασική επιδίωξη της έννομης τάξης (όπως αυτή απορρέει από το άρθρ. 22 παρ. 5 Συντάγματος) (βλ. Σ.τ.Ε. 1483/2016 σκ. 8), με απώτερο σκοπό την υπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, ενώ η είσπραξη των σχετικών οφειλών των ασφαλισμένων από τα ασφαλιστικά Ταμεία διενεργείται στο πλαίσιο δέσμιας και όχι διακριτικής ευχερείας των αρμοδίων προς τούτο διοικητικών οργάνων (πρβλ. Δ.Εφ.Αθ. 2699/2013 κ.ά.). Κατά συνέπεια, η ένταξη των ασφαλισμένων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. στο καθεστώς της Ειδικής Προσαύξησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 2 β' του ν. ν. 3518/2006, παρά τον προαιρετικό της χαρακτήρα, κατέστησε υποχρεωτική τόσο την καταβολή των προσαυξημένων εισφορών από τους υπόχρεους, όσο και την είσπραξη αυτών από τον οικείο Ασφαλιστικό Οργανισμό. Επομένως, για την ταυτότητα των αναφερθέντων νομικών λόγων, δύναται να τύχει εφαρμογής και επί προαιρετικής ασφάλισης η γενική αρχή που κρατεί επί υποχρεωτικής ασφάλισης, σύμφωνα με την οποία οι εισφορές των ασφαλισμένων που καλύπτουν, νόμιμα, χρόνο ασφάλισης δεν επιστρέφονται σε αυτούς, αφού αποτελούν πόρους των ασφαλιστικών οργανισμών με τους οποίους σχηματίζεται το ασφαλιστικό κεφάλαιο, κατά τα ήδη εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη της παρούσας. 

10. Επειδή, στη συνέχεια, δυνάμει του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 3655/2008 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 58), ο κλάδος κύριας σύνταξης του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε εντάχθηκε ως Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων στον κλάδο κύριας ασφάλισης του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.)”. Ακολούθως, με το άρθρο 51 του ν. 4387/2016 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 85/12.5.2016), με τίτλο “Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας - Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού συστήματος - Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις”, με τον οποίο επιδιώχθηκε, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική αιτιολογική έκθεση, «η πλήρης αναµόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, στο πλαίσιο ενός ενιαίου συστήματος κοινωνικής ασφάλειας», συστάθηκε το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)», σύμφωνα δε με το άρθρο 53 του ίδιου νόμου: «Ο Ε.Φ.Κ.Α. αποτελείται από ένα (1) κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών, στον οποίο εντάσσονται, σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα στο άρθρο 51 του παρόντος, οι παρακάτω φορείς, με τους κλάδους, τομείς και λογαριασμούς τους, πλην των αναφερόμενων στο Κεφάλαιο Στ΄, ως εξής: Α. (…) Γ. Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.). α. Κλάδος Κύριας Ασφάλισης. αα. Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ), και η Ειδική Προσαύξηση. ββ. (…)», ενώ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70 του ως άνω νόμου «1. Το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού που προέρχεται από τους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, οι πόροι που προβλέπονται υπέρ αυτών από τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και η κινητή και ακίνητη περιουσία τους, περιέρχονται αυτοδίκαια στον Ε.Φ.Κ.Α. ως καθολικό διάδοχό τους. Ο Ε.Φ.Κ.Α. υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών. (…)». Περαιτέρω, με το άρθρο 94 του ίδιου νόμου, ορίστηκαν τα ακόλουθα: “1. (....) 4. Η Ειδική Προσαύξηση του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ) που προβλέφθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3518/2006, καταργείται από 1.1.2016. Ο χρόνος ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί στον καταργηθέντα Ειδικό Λογαριασμό Προσθέτων Παροχών (ΕΛΠΠ) θεωρείται ως προς τις έννομες συνέπειες ως χρόνος που έχει διανυθεί στην ασφάλιση της Ειδικής Προσαύξησης. Οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπάγονταν στην ασφάλιση του ΤΣΜΕΔΕ και κατέβαλλαν εισφορές υπέρ της Ειδικής Προσαύξησης, αποκτούν δικαίωμα προσαύξησης της σύνταξής τους, το ύψος της οποίας θα προσδιοριστεί με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ύστερα από εισήγηση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, βάσει σχετικής οικονομικής αναλογιστικής μελέτης, για τα έτη ασφάλισης που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ειδική Προσαύξηση από 1.1.2007 και μετά ή για χρόνο ασφάλισης που έχει μεταφερθεί σε αυτήν από τον καταργηθέντα Ειδικό Λογαριασμό Προσθέτων Παροχών (ΕΛΠΠ). Στη μελέτη για τον προσδιορισμό του ποσοστού προσαύξησης λαμβάνονται υπόψη το ύψος των εισφορών υπέρ της Ειδικής Προσαύξησης, ο αντίστοιχος χρόνος καταβολής τους, καθώς και τα έτη καταβολής της παροχής λόγω Ειδικής Προσαύξησης. 5. (...) 6. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα του άρθρου αυτού καταργείται”. Ακολούθως, τα εδάφια 3 και 4 της παραγράφου 4 του ως άνω νόμου αντικαταστάθηκαν, με την παράγραφο 10 του άρθρου 234 του ν. 4389/2016 (Φ.Ε.Κ. Α' 94, έναρξη ισχύος 27.5.2016), με τίτλο “Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις”, ως εξής: «Για τους ασφαλισμένους, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπάγονταν στην ασφάλιση του ΤΣΜΕΔΕ και κατέβαλλαν εισφορές υπέρ της Ειδικής Προσαύξησης, η επιπλέον παροχή θα υπολογίζεται, για κάθε έτος καταβολής επιπλέον εισφοράς, με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για κάθε ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτήν την περίπτωση θα προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. Οι διατάξεις των άρθρων 8,14, 28 και 33 εφαρμόζονται αναλόγως.»

11. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. (π.δ. 456/1984, Φ.Ε.Κ. Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος.» και στο άρθρο 106 αυτού ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγουμένων άρθρων 104 και 105 εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων  ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων τους, κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται μεταξύ άλλων η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης, είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., από την εκ μέρους της Πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα, ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (πρβλ. Σ.τ.Ε. 898/2014, 3901/2013, 2544, 730/2010). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος γεννάται μόνο αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη, πριν και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εφαρμογή της με πράξη της Διοίκησης. Στις λοιπές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται από την εφαρμογή του ως πάνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου αλλά από την τελευταία αυτή πράξη (πρβλ. Σ.τ.Ε. 734/2016, Ολ. Σ.τ.Ε. 4741/2014, Σ.τ.Ε. 3901, 450/2013 7μ., 2773/2010 7μ., 1038/2006 7μ. κ.ά.), με συνέπεια τη δημιουργία αποζημιωτικής ευθύνης σε βάρος του ν.π.δ.δ., όργανο του οποίου εξέδωσε την πράξη αυτή (βλ. Ολ. Σ.τ.Ε. 479 – 481/2018, 4741/2014). Εξάλλου, η μη ρύθμιση συγκεκριμένου ζητήματος με την έκδοση κανονιστικής πράξης στοιχειοθετεί παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας μόνο, κατ' εξαίρεση, όταν η δοθείσα νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση για την έκδοση κανονιστικής πράξης, εφόσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις ή εντός ορισμένης προθεσμίας, ή όταν η υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως εκ του Συντάγματος. Συνεπώς, μόνο στις περιπτώσεις αυτές η άσκηση της αρμοδιότητας προς κανονιστική ρύθμιση καθίσταται δεσμία και η παράλειψη της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική αυτή αρμοδιότητα είναι αντίθετη προς τον νόμο (βλ. Ολ. Σ.τ.Ε. 1849/2009, Σ.τ.Ε. 4917/2012). Άλλωστε, για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση απαιτείται, μεταξύ άλλων, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Ο σύνδεσμος αυτός υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (βλ. Ολ. Σ.τ.Ε. 479/2018, 4741/2014). 

12. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες (1η έως και 47ος, 49ος και 50ος), “νέοι” (ήτοι μετά την 1.1.1993) ασφαλισμένοι του τέως Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., εν συνεχεία δε του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ε.Τ.Α.Α. και ήδη του Ε.Φ.Κ.Α., στον οποίο εντάχθηκε, μεταξύ άλλων, ο τελευταίος ασφαλιστικός φορέας, είναι δημόσιοι υπάλληλοι κατέχοντες οργανικές θέσεις στο Υπουργείο Οικονομικών. Άπαντες υπήχθησαν υποχρεωτικά (μεταξύ 1.1.2007 και 6.7.2015) στο καθεστώς της Ειδικής Προσαύξησης, ήτοι μίας πρόσθετης συνταξιοδοτικής παροχής, καταβαλλόμενης από τον κλάδο κύριας σύνταξης του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., η οποία συστάθηκε με το ν. 3518/2006 [κατ' αντικατάσταση του Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών (Ε.Λ.Π.Π.) του ν. 915/1979] και στην οποία υπάγονταν υποχρεωτικά, μεταξύ άλλων, οι από 1.1.1993 και εφεξής ασφαλισμένοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., εφόσον είχαν συμπληρώσει δεκαετή ασφάλιση στον κλάδο κύριας σύνταξης και το 35ο έτος της ηλικίας τους (άρθρο 3 παρ. 1β' του ν. 3518/2006), προς τούτο δε κατέβαλλαν στον κλάδο κύριας σύνταξης του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. επιπλέον εισφορές, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ. 2 του ως άνω νόμου. Άλλωστε, οι 7η, 13ος, 23η, 27η και 50ος εκ των εναγόντων, πριν την υποχρεωτική υπαγωγή τους στην Ειδική Προσαύξηση, είχαν ήδη υπαχθεί προαιρετικά σε αυτή (από 1.1.2007, 23.8.2007, 1.1.2007, 18.10.2007 και 3.9.2007, αντιστοίχως), σύμφωνα με τη σχετική δυνατότητα που έδινε η παρ. 2β' του άρθρου 3 του ν. 3518/2006 στους “νέους” ασφαλισμένους του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. που δεν είχαν συμπληρώσει τις προαναφερόμενες χρονικές προϋποθέσεις. Άπαντες οι ενάγοντες διεγράφησαν από την Ειδική Προσαύξηση από 1.1.2016, οπότε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 4 του ν. 4387/2016, αυτή καταργήθηκε - πλην της 1ης ενάγουσας η οποία διεγράφη στις 4.6.2015 λόγω παύσης της ασφάλισής της. Έχοντας δε καταβάλει εισφορές υπέρ αυτής, απέκτησαν δικαίωμα προσαύξησης της σύνταξής τους, ο προσδιορισμός του τρόπου υπολογισμού της οποίας (προσαύξησης) αρχικά προβλέφθηκε να γίνει με την έκδοση απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στη συνέχεια δε, με την παράγραφο 10 του άρθρου 234 του ν. 4389/2016, ορίσθηκε ότι η επιπλέον παροχή θα υπολογίζεται, για κάθε έτος καταβολής επιπλέον εισφοράς, με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για κάθε ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Κατόπιν τούτων, την 1η.9.2017, οι ενάγοντες επέδωσαν στον ήδη εναγόμενο Ε.Φ.Κ.Α. την από 30.8.2017 “Εξώδικη Δήλωση – Διαμαρτυρία – Πρόσκληση” (σχ. η 3604ΣΤ'/1.9.2017 Έκθεση Επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Ιωάννη Γκίκα). Με αυτή αιτήθηκαν την επιστροφή σε έκαστο εξ αυτών των ασφαλιστικών εισφορών που αυτός κατέβαλε στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., μετέπειτα Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., για το σχηματισμό της Ειδικής Προσαύξησης μέχρι την κατάργησή της την 1.1.2016 (όπως τα ποσά αυτά ειδικότερα προσδιορίσθηκαν για έκαστο εξ αυτών, μεταξύ 813,03 και 7.774,77 ευρώ), υποστηρίζοντας ότι είχαν θεμελιώσει ενοχικής φύσης περιουσιακό δικαίωμα προσδοκίας σε ειδική παροχή που θα μπορούσε να φθάσει σε ποσοστο 133% της κύριας σύνταξής τους, ενόψει, όμως, του προβλεπόμενου από το άρθρο 234 παρ. 10 του ν. 4389/2016 τρόπου υπολογισμού της επιπλέον παροχής, η αιτία για την οποία οι εισφορές αυτές καταβάλλονταν επί σειρά ετών εξέλειπε.

13. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή παραδεκτώς αναπτύσσεται με το από 19.10.2018 υπόμνημα, οι ενάγοντες ζητούν, μετά τη νομότυπη τροπή του αιτήματός τους από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Φορέα να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών, νομιμοτόκως, ποσά κυμαινόμενα, συνολικώς, από 813,03 έως 7.774,77 ευρώ (όπως αυτά αναλυτικά υπολογίζονται στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής), ήτοι: 1.466,62 ευρώ στην 1η, 7.144,50 ευρώ στη 2η, 1.773,48 ευρώ στον 3ο, 7.152,32 ευρώ στην 4η, 7.517,82 ευρώ στην 5η, 5.391,36 ευρώ στον 6ο, 6.756,00 ευρώ στην 7η, 7.420,97 ευρώ στον 8ο, 7.420,97 ευρώ στην 9η, 7.470,75 ευρώ στον 10ο, 6.082,39 ευρώ στην 11η, 1.831,62 ευρώ στη 12η, 6.878,54 στον 13ο, 6.020,36 ευρώ στον 14ο, 7.119,55 ευρώ στην 15η, 4.459,52 ευρώ στην 16η, 6.352,56 ευρώ στον 17ο, 7.727,84 ευρώ στον 18ο, 6.063,12 ευρώ στη 19η, 3.148,84 ευρώ στην 20η, 7.420,97 ευρώ στην 21η, 7.449,57 ευρώ στον 22ο, 7.557,69 ευρώ στην 23η, 813,03 ευρώ στην 24η, 6.408,92 ευρώ στον 25ο, 2.730,42 ευρώ στον 26ο, 5.766,31 ευρώ στην 27η, 4.330,09 ευρώ στον 28ο, 6.207,56 ευρώ στον 29ο, 5.324,80 ευρώ στον 30ο, 2.639,98 ευρώ στον 31ο, 5.558,53 ευρώ στον 32ο, 6.326,31 ευρώ στην 33η, 3.544,76 ευρώ στην 34η, 7.774,77 ευρώ στην 35η, 7.444,02 ευρώ στον 36ο (και όχι 7.44,02 ευρώ, όπως εκ προφανούς παραδρομής αναγράφεται στο κρινόμενο δικόγραφο), 5.912,52 ευρώ στον 37ο, 5.657,60 ευρώ στην 38η, 4.175,81 ευρώ στην 39η, 1.899,35 ευρώ στην 40η, 6.099,70 ευρώ στον 41ο, 7.420,97 ευρώ στον 42ο, 4.083,26 ευρώ στον 43ο, 7.402,85 ευρώ στον 44ο, 2.487,35 ευρώ στον 45ο, 3.150,78 ευρώ στην 46η, 6.035,33 ευρώ στον 47ο, 3.108,13 ευρώ στον 49ο και 6.479,53 ευρώ στον 50ο εξ αυτών. Οι ενάγοντες αιτούνται τα ποσά αυτά ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 - 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. Α.Κ.), για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που, όπως ισχυρίζονται, υπέστησαν από τη φερόμενη ως παράνομη άρνηση του εναγομένου Φορέα να επιστρέψει σε έκαστο εξ αυτών τις, ισόποσες με τα αιτούμενα ποσά, ασφαλιστικές εισφορές που αυτός κατέβαλε στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., μετέπειτα Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο κρινόμενο δικόγραφο επιμέρους χρονικά διαστήματα, για το σχηματισμό της Ειδικής Προσαύξησης του άρθρου 2 του ν. 3518/2006, μετά την κατάργησή της, από 1.1.2016, με το άρθρο 94 του ν. 4387/2016. Ειδικότερα, κατά τα προβαλλόμενα με την κρινόμενη αγωγή, η άρνηση του Ε.Φ.Κ.Α. να επιστρέψει στους ενάγοντες τα, αιτηθέντα με την από 30.8.2017 εξώδικη όχλησή τους, ποσά ασφαλιστικών εισφορών υπέρ της Ειδικής Προσαύξησης είναι μη νόμιμη, διότι οι διατάξεις του άρθρου 94 του ν. 4387/2016 αντίκεινται στο άρθρο 25 του Συντάγματος περί αρχής της αναλογικότητας, στο άρθρο 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περί προστασίας της περιουσίας, καθώς και στο αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος που διεξήχθη στις 5.7.2015 και είναι, για το λόγο αυτό, ανίσχυρες. Όπως υποστηρίζουν, ενώ υπό το καθεστώς του ν. 3518/2006, καταβάλλοντας πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές επί σειρά ετών, είχαν θεμελιώσει ενοχικής φύσης περιουσιακό δικαίωμα προσδοκίας σε ειδική παροχή που θα μπορούσε να φθάσει σε ποσοστο 133% της κύριας σύνταξής τους και, περαιτέρω, υφίστατο δυνατότητα επιστροφής εισφορών σε όσους δεν συμπλήρωναν τη δεκαετία, που, όπως σημειώνουν, αποτελούσε τον ελάχιστο χρόνο για την καταβολή της Ειδικής Παροχής, πλέον, δηλαδή μετά την κατάργηση της Ειδικής Προσαύξησης, με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 94 παρ. 4 του ν. 4387/2016, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 234 παρ. 10 του 4389/2016, οι “νέοι” ασφαλισμένοι, έχοντας διανύσει μέγιστο χρόνο ασφάλισης στην Ειδική Προσαύξηση εννέα έτη, θα λάβουν ως προσαύξηση της σύνταξής τους, κατά τους υπολογισμούς των εναγόντων, ποσό κάτω των 4,00 ευρώ κατ' έτος ασφάλισης, το οποίο, μάλιστα, θα τους καταβληθεί σε απώτατο χρόνο, ήτοι με τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα επιστροφής των ασφαλιστικών εισφορών που αυτοί κατέβαλαν. Κατά τους ισχυρισμούς δε των εναγόντων, με τις ως άνω νομοθετικές ρυθμίσεις, που περιόρισαν σε δυσανάλογο βαθμό το καταβλητέο σε αυτούς ποσό Ειδικής Προσαύξησης της σύνταξής τους, προσεβλήθη το προπεριγραφόμενο ενοχικό δικαίωμα προσδοκίας τους, το οποίο, όπως αναφέρουν, εντάσσεται στην έννοια της περιουσίας, και ματαιώθηκε η ικανοποίηση της γεγενημένης κατά το εθνικό δίκαιο απαίτησης τους σε πρόσθετη συνταξιοδοτική παροχή ορισμένου ύψους, η οποία, κατά τα προβαλλόμενα, εντάσσεται στην έννοια της ιδιοκτησίας. Προς επίρρωση των ισχυρισμών τους αυτών, οι ενάγοντες προσθέτουν ότι η Ειδική Προσαύξηση, υπό την ισχύ του ν. 3518/2006, είχε, όπως υποστηρίζουν, αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, διότι τα κεφάλαιά της σχηματίζονταν από τις ειδικές χωριστές εισφορές των ασφαλισμένων, χωρίς κρατική συμμετοχή ή δανεισμό, και, επιπλέον, ότι διέθετε οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια έναντι των λοιπών κλάδων και λογαριασμών του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., όπως και ο προϋφιστάμενος Ε.Λ.Π.Π., εφόσον δεν υπήρξε διαφορετική νομοθετική πρόβλεψη. Περαιτέρω, κατά τους ενάγοντες, η άρνηση του Ε.Φ.Κ.Α. να επιστρέψει σε αυτούς τα αιτηθέντα με την από 30.8.2017 εξώδικη όχληση ποσά καταβληθεισών ασφαλιστικών εισφορών είναι μη νόμιμη, διότι παραβιάζει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικουμένου, υπό την έννοια ότι ενώ, όπως προβάλλουν, το πρώην Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. είχε ενημερώσει τους ασφαλισμένους του εγγράφως με δελεαστικό τρόπο για τα οφέλη από την ένταξή τους στην Ειδική Προσαύξηση και αυτοί, πράγματι, κατέβαλλαν πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές, προσδοκώντας, επί σειρά ετών, μία υψηλότερη σύνταξη, εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι δεν θα δικαιωθούν της σύνταξης αυτής, ούτε θα τους επιστραφούν οι ως άνω εισφορές. Επιπροσθέτως, κατά τα προβαλλόμενα με την κρινόμενη αγωγή, (α) η παράλειψη του νομοθέτη να προβλέψει, παραλλήλως με την κατάργηση της Ειδικής Προσαύξησης με το άρθρο 94 του ν. 4387/2016, τρόπο επιστροφής των ασφαλιστικών εισφορών που καταβλήθηκαν από τους ασφαλισμένους του Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. για το σχηματισμό του κεφαλαίου της αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, καθώς επέφερε δυσανάλογη προς το σκοπό του νόμου αυτού βλάβη στην περιουσία τους, και (β) (κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του κρινόμενου δικογράφου) η παράλειψη θέσπισης συμπληρωματικής κανονιστικής ρύθμισης για επιστροφή των επίδικων εισφορών ή συμψηφισμό τους με νέες καταβλητέες από 1.1.2017, ζημιώνει το προαναφερόμενο περιουσιακό δικαίωμα των εναγόντων, κατά παράβαση διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος, με αποτέλεσμα να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης του εναγόμενου και ικανοποίησης της αξίωσης των εναγόντων για αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας μέσω επιδίκασης αποζημίωσης ίσης με τις καταβληθείσες από αυτούς πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές. Επικουρικά, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι το Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., και, στη συνέχεια, ο Ε.Φ.Κ.Α., ως καθολικός διάδοχός του, κατέστησαν πλουσιότεροι κατά το ποσό των πρόσθετων ασφαλιστικών εισφορών που έκαστος εξ αυτών (των εναγόντων) έχει καταβάλει υπέρ της Ειδικής Προσαύξησης, διότι η αιτία της καταβολής τους εξέλειπε από 1.10.2016, και, ως εκ τούτου, οι εισφορές αυτές πρέπει να επιστραφούν στους ίδιους κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

14. Επειδή, αντιθέτως, ο εναγόμενος Φορέας, με την 1069696/10.9.2018 έκθεση απόψεων της αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Εισφορών των Τομέων Μηχανικών & Ε.Δ.Ε., παραπέμπει στο περιεχόμενο του Φ.10043/2209/93/29.5.2017 απαντητικού εγγράφου της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε αίτημα “νέου” ασφαλισμένου του Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. για έντοκη επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθεισών, των ασφαλιστικών εισφορών που αυτός κατέβαλε για την Ειδική Προσαύξηση από 5.3.2009 έως 31.1.2014. Το εν λόγω έγγραφο αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: “(...) 3. Με βάση τα ανωτέρω, η υπαγωγή στην Ειδική Προσαύξηση του πρώην Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. των από 01.01.1993 ασφαλισμένων που είχαν συμπληρώσει 10ετή ασφάλιση στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και το 35ο έτος της ηλικίας ήταν υποχρεωτική, και συνεπώς οι ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί από τα ανωτέρω πρόσωπα αφορούν σε υποχρεωτική ασφάλιση και δεν είναι δυνατή η επιστροφή τους ως αχρεωστήτως καταβληθείσες. Σε κάθε περίπτωση για το χρόνο ασφάλισης στην Ειδική Προσαύξηση μέχρι 31.12.2016 οι ασφαλισμένοι θα λάβουν συνταξιοδοτική παροχή, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Ν. 4387/2016 στις περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης και καταβολής πολλαπλής ασφαλιστικής εισφοράς (άρθρο 36) και καταβολής ασφαλίστρου υψηλότερου του προβλεπόμενου για το πρώην Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. (άρθρο 30)”.

15. Επειδή, με τα ως άνω δεδομένα και σύμφωνα με τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν και έγιναν δεκτές, το Δικαστήριο, λαμβάνει, κατ' αρχάς, υπόψη ότι, κατά τα ισχύσαντα υπό το καθεστώς του ν. 3518/2006, χρόνος απονομής της Ειδικής Προσαύξησης στους ασφαλισμένους είναι ο χρόνος απονομής σε αυτούς κύριας σύνταξης από το τέως Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. (βλ. άρθρα 5 και 8 του ν. 3518/2006), αλλά και, σύμφωνα με το άρθρο 94 του ν. 4387/2016, η επιπλέον παροχή που δικαιούνται οι ασφαλισμένοι που κατέβαλλαν στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. εισφορές υπέρ της Ειδικής Προσαύξησης, πριν την κατάργησή της, καταβάλλεται υπό τη μορφή προσαύξησης της σύνταξής τους. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, καθώς και από τα διαλαμβανόμενα στο κρινόμενο δικόγραφο, οι ενάγοντες είναι εν ενεργεία δημόσιοι υπάλληλοι, ασφαλισμένοι του τέως Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., και δεν έχουν καταστεί (ακόμα) συνταξιούχοι του εναγόμενου Φορέα, ούτε έχουν υποβάλει σε αυτό αίτηση συνταξιοδότησης. Κατά συνέπεια, εφόσον ο εναγόμενος Φορέας δεν έχει εφαρμόσει στην ατομική περίπτωση καθενός εκ των εναγόντων τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 4 του ν. 4387/2016, με την έκδοση από όργανά του σχετικών ατομικών διοικητικών πράξεων απονομής σύνταξης, στις οποίες να υπολογίζεται η επιπλέον παροχή που αυτοί δικαιούνται με βάση τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 10 του άρθρου 234 του ν. 4389/2016 ποσοστά αναπλήρωσης (ούτε, άλλωστε, οι ενάγοντες προβάλλουν τούτο), η όποια τυχόν οικονομική βλάβη των εναγόντων, όπως αυτή εκτίθεται στην κρινόμενη αγωγή, προέρχεται απευθείας από το προαναφερόμενο νομοθετικό καθεστώς, με αποτέλεσμα να μην δύναται να γεννηθεί αποζημιωτική ευθύνη σε βάρος του ως άνω ν.π.δ.δ., αλλά ενδεχομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην ενδέκατη σκέψη της παρούσας, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, κατά του οποίου, όμως, δεν στρέφεται η κρινόμενη αγωγή. Επομένως, για το λόγο αυτό, αλυσιτελώς προβάλλεται, εν προκειμένω, ότι οι διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 4 του ν. 4387/2016, όπως αυτό τροποποιήθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 234 του ν. 4389/2016, αντίκεινται στις αναφερόμενες στο κρινόμενο δικόγραφο διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, διότι και αληθής υποτιθέμενος ο εν λόγω ισχυρισμός δεν θα εδύνατο, κατά τα ανωτέρω, να θεμελιώσει την αποζημιωτική ευθύνη του εναγόμενου Φορέα. Για τον ίδιο δε λόγο, αλυσιτελής παρίσταται και ο ειδικότερος ισχυρισμός των εναγόντων ότι η παράλειψη του νομοθέτη να προβλέψει, παραλλήλως με την κατάργηση της Ειδικής Προσαύξησης, τρόπο επιστροφής των πρόσθετων, καταβληθεισών υπέρ αυτής, ασφαλιστικών εισφορών παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Άλλωστε, απορριπτέα ως αβάσιμα είναι και τα όσα, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου, υποστηρίζουν οι ενάγοντες περί επιζήμιας παράνομης παράλειψης του εναγόμενου Φορέα να εισαγάγει κανονιστική ρύθμιση για την επιστροφή των επίδικων εισφορών στους ασφαλισμένους ή το συμψηφισμό τους με νέες. Τούτο δε διότι, η μη ρύθμιση του συγκεκριμένου ζητήματος από τον εν λόγω Φορέα με την έκδοση κανονιστικής πράξης δεν στοιχειοθετεί, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικά δεκτά στην ενδέκατη σκέψη της παρούσας, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, δεδομένου ότι, αφενός μεν, δεν προκύπτει, ούτε, άλλωστε, οι ενάγοντες υποστηρίζουν, ότι ο εναγόμενος Φορέας είχε εξουσιοδοτηθεί νομοθετικά προς τούτο, αφετέρου δε, ο τελευταίος δεν υπείχε σχετική υποχρέωση ευθέως εκ του Συντάγματος.

16. Επειδή, περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι οι ενάγοντες υπήχθησαν υποχρεωτικά στο καθεστώς της Ειδικής Προσαύξησης του ν. 3518/2006, ως πληρούντες τις προϋποθέσεις της παρ. 1β' του άρθρου 3 του νόμου αυτού, και, ως εκ τούτου, ο χρόνος που διήνυσε έκαστος εξ αυτών στο ασφαλιστικό αυτό καθεστώς από την υπαγωγή του (μεταξύ 1.1.2007 και 6.7.2015, κατά περίπτωση) έως την κατάργηση της Ειδικής Προσαύξησης, στις 1.1.2016, αποτελεί χρόνο υποχρεωτικής ασφάλισης, για τον οποίο νομίμως, κατά τα τότε ισχύοντα, κατέβαλε τις σχετικές ασφαλιστικές εισφορές (οι οποίες περιλαμβάνονταν μεταξύ των πόρων του τέως Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., μετέπειτα Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε, που σχημάτιζαν το ασφαλιστικό κεφάλαιο του εν λόγω ασφαλιστικού φορέα). Επομένως, κατ' εφαρμογή της γενικής αρχής του ασφαλιστικού δικαίου που αναφέρθηκε στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, εφόσον ο ν. 4387/2016, με το άρθρο 94 του οποίου καταργήθηκε η Ειδική Προσαύξηση, δεν διέλαβε ρητή πρόβλεψη για επιστροφή των εισφορών που καταβλήθηκαν υπέρ του σχηματισμού του κεφαλαίου αυτής στους ασφαλισμένους που τις κατέβαλαν, ο εναγόμενος Φορέας δεν εδύνατο να κάνει δεκτό το, διατυπωθέν δια της από 30.8.2017 εξώδικης όχλησης των εναγόντων, αίτημα επιστροφής σε αυτούς των ποσών των πρόσθετων ασφαλιστικών εισφορών του επίδικου χρονικού διαστήματος· πολλώ δε μάλλον, εφόσον, εν προκειμένω, η προαναφερόμενη διάταξη προέβλεπε τη χορήγηση στους ενάγοντες, έστω και μειωμένης, πρόσθετης ασφαλιστικής παροχής. Εξάλλου, ως προς τους 7η, 13ο, 23η, 27η και 50ο εκ των εναγόντων, οι οποίοι είχαν προηγουμένως υπαχθεί και προαιρετικά στην Ειδική Προσαύξηση (με βάση τη σχετική δυνατότητα που τους παρείχε η παρ. 2β' του άρθρου 3 του ν. 3518/2006), η από 30.8.2017 εξώδικη όχληση - ερμηνευόμενη ως αίτηση αποχώρησης από το συγκεκριμένο ασφαλιστικό καθεστώς, με απόδοση των πρόσθετων εισφορών που καταβλήθηκαν για τα χρονικά διαστήματα της προαιρετικής ασφάλισης στην Ειδική Προσαύξηση και ταυτόχρονη παραίτηση από την αξίωση απονομής πρόσθετων ασφαλιστικών παροχών – δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή από τον εναγόμενο Φορέα. Τούτο δε διότι, κατά τα γενόμενα δεκτά στη δέκατη σκέψη της παρούσας, η, έστω και προαιρετικώς καθιδρυθείσα, ασφαλιστική σχέση μεταξύ των προαναφερόμενων ασφαλισμένων και του τέως Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., μετέπειτα Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., ελλείψει αντίθετης ρύθμισης, αφενός μεν, διέπεται από κανόνες δημόσιας τάξης (κανόνες κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου) που δεν επιτρέπουν την παρέμβαση σε αυτή, αφετέρου δε, υπόκειται στους κανόνες της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων η προαναφερθείσα γενική αρχή περί μη επιστροφής εισφορών που καλύπτουν νομίμως χρόνο ασφάλισης. Επιπρόσθετα, ως προς τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι η άρνηση του εναγόμενου Φορέα να ικανοποιήσει το διατυπωθέν με την από 30.8.2017 εξώδικη όχλησή τους αίτημα παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι (ανεξαρτήτως του ότι όσα αυτοί αναφέρουν, σχετικά με θετικές ενέργειες του τέως Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. που τους δημιούργησαν τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι θα δικαιώνονταν πρόσθετης σύνταξης σημαντικού ύψους, προβάλλονται αορίστως), σε κάθε περίπτωση, η προαναφερόμενη αρχή δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής όταν η Διοίκηση δρα κατά δέσμια αρμοδιότητα, όπως, εν προκειμένω, ο εναγόμενος Φορέας, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2603/2014, 2504/2011 κ.ά). Ενόψει όλων όσων προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει ότι νομίμως ο εναγόμενος Φορέας απέρριψε σιωπηρά το επίδικο αίτημα των εναγόντων και, άρα, ουδεμία ευθύνη προς αποζημίωση υπέχει εκ του λόγου τούτου, απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου προβάλλονται με την κρινόμενη αγωγή. Τέλος, απορριπτέα παρίσταται η κρινόμενη αγωγή και ως προς την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον, όπως έχει κριθεί, από τη διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ. προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής, ουσιαστικά, φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η κύρια βάση της αγωγής, γεγονός που δεν συντρέχει εν προκειμένω (βλ. Σ.τ.Ε. 651/2018, 2367/2017, 528/2014 κ.ά.).

17. Επειδή, κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ενώ δεν τίθεται ζήτημα καταλογισμού σε βάρος των εναγόντων των δικαστικών εξόδων του εναγόμενου Φορέα, ελλείψει σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρο 274 παρ. 7 εδ. α' του Κ.Δ.Δ.).

Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α

Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη κατά το μέρος που ασκείται από την 48η των εναγόντων (.....). 

Απορρίπτει την αγωγή ως αβάσιμη κατά το μέρος που ασκείται από τους λοιπούς ενάγοντες.


Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2019, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.


View full είδηση

Link to comment
Share on other sites

Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε προκειμένου να αφήσετε κάποιο σχόλιο

Πρέπει να είστε μέλος για να μπορέσετε να αφήσετε κάποιο σχόλιο

Δημιουργία λογαριασμού

Κάντε μια δωρεάν εγγραφή στην κοινότητά μας. Είναι εύκολο!

Εγγραφή νέου λογαριασμού

Σύνδεση

Εάν έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Συνδεθείτε τώρα
×
×
  • Create New...

Σημαντικό

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώνουμε το περιεχόμενο του website μας. Μπορείτε να τροποποιήσετε τις ρυθμίσεις των cookie, ή να δώσετε τη συγκατάθεσή σας για την χρήση τους.