Engineer Δημοσιεύτηκε August 12, 2025 at 05:46 πμ Δημοσιεύτηκε August 12, 2025 at 05:46 πμ Το παραλιακό μέτωπο της Μαρώνειας, η κοντινότερη παραλία στην Κομοτηνή, απέχει 30 χιλιόμετρα από την πόλη. Ο Παντελής Χαβιαράς είναι ψυκτικός με έδρα την Κομοτηνή από το 1996, και γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ψυκτικών Ελλάδος (ΟΨΕ) σήμερα. Θυμάται πως, μέχρι πρόσφατα, στην Μαρώνεια δεν υπήρχε ζήτηση για τον ίδιο και τους συναδέλφους του. «Δεν είχε δουλειά για εμάς εκεί, δεν είχαν κλιματιστικά», λέει στο Solomon. Αλλά ακόμα και στη Ροδόπη, που φημίζεται για τον βαρύ χειμώνα, η καλοκαιρινή περίοδος έχει διευρυνθεί καθιστώντας την χρήση κλιματισμού απαραίτητη. «Υπάρχουν βράδια που έχει 30 βαθμούς έξω. Δεν γίνεται να μην ανάψεις κλιματιστικό. Αναγκαίο κακό έχει γίνει — και σας το λέει ένας ψυκτικός!», σχολιάζει ο κ. Χαβιαράς. Σε όλη την Ελλάδα, οι ολοένα πιο παρατεταμένες περίοδοι ζέστης δεν επηρεάζουν μόνο την καθημερινότητα των πολιτών — αποτυπώνονται με μετρήσιμο τρόπο στις ανάγκες των νοικοκυριών και των δημόσιων υποδομών για τεχνητή ψύξη. Όπως αποκαλύπτει η νέα έρευνα του Solomon, σε συνεργασία με το ευρωπαϊκό δίκτυο δημοσιογραφίας Correctiv.Europe, η Ελλάδα κατέχει σήμερα την τρίτη θέση σε ανάγκες κλιματισμού σε σύνολο 31 ευρωπαϊκών χωρών, πίσω μόνο από τη Μάλτα (πρώτη) και την Κύπρο (δεύτερη). Πώς εξελίσσεται η ανάγκη για ψύξη Η σταθερά αυξανόμενη ανάγκη για κλιματισμό σε όλους τους νομούς της χώρας, από τη δεκαετία του 1980 έως σήμερα, αποτυπώνεται μέσω των λεγόμενων «βαθμοημερών ψύξης» (Cooling Degree-Days, CDD). Πρόκειται για μια μονάδα μέτρησης που υπολογίζει την ενέργεια που απαιτείται για να διατηρηθεί εντός των κτιρίων μια άνετη εσωτερική θερμοκρασία 21°C, κατά τη θερμή περίοδο του έτους, δηλαδή από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο. Αν, για παράδειγμα, η μέση θερμοκρασία μιας ημέρας είναι 27°C, τότε προστίθενται 6 βαθμοημέρες ψύξης (27-21) στο ετήσιο άθροισμα της περιοχής. Με απλά λόγια, όσο περισσότερες οι βαθμοημέρες ψύξης, τόσο περισσότερο δουλεύουν τα air condition, και τόσο μεγαλύτερη είναι η κατανάλωση ρεύματος. Τα δεδομένα που δημοσιεύει για πρώτη φορά το Solomon έχουν αντληθεί από το Κοινό Κέντρο Ερευνών της ΕΕ (JRC), και καταγράφουν εντυπωσιακές μεταβολές σε όλη την Ελλάδα, αποτυπώνοντας πως από την δεκαετία 1979-1988 στη δεκαετία 2014-2023: Στην Κάλυμνο, την Κάρπαθο, και την Κω, ο δείκτης βοθμοημερών ψύξης αυξήθηκε από 475 βαθμοημέρες (1979-1988), σε 666 (2014-2023). Στη Ζάκυνθο, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, σχεδόν τριπλασιάστηκε: από 150 σε 435. Η ανάγκη για ψύξη υπερδιπλασιάστηκε, μεταξύ άλλων, στην Λέσβο (από 249 σε 518) και την Κέρκυρα (από 244 σε 528). Ακόμη και σε πιο ψυχρές περιοχές, όπως η Φλώρινα και η Καστοριά, οι αριθμοί έχουν υπερδιπλασιαστεί. Πώς αλλάζει η κατανάλωση ρεύματος Ό,τι κάποτε αποτελούσε μια θερμοκρασιακή εξαίρεση, είναι σήμερα η νέα κανονικότητα. Μεταξύ 2000-2022, η κατανάλωση ενέργειας του μέσου νοικοκυριού στην Ελλάδα, λόγω χρήσης κλιματιστικών, αυξήθηκε κατά 265%. Την ίδια ώρα, έρευνα έδειξε πως τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος στην Ελλάδα δαπανούν έως και 95% περισσότερη ενέργεια για ψύξη, κυρίως επειδή υπολείπονται σε υποδομές όπως η θερμομόνωση. Μιλώντας στο Solomon, οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι, αν δεν υπάρξει σχεδιασμός για ενεργειακή θωράκιση του κτιριακού αποθέματος, νοικοκυριά, υποδομές και κοινωνικά ευάλωτες ομάδες αναμένεται να γνωρίσουν ισχυρές πιέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, έχει σημασία να δούμε όχι μόνο πού και πόσο έχει αυξηθεί η θερμοκρασία, αλλά και πόσοι άνθρωποι επηρεάζονται σε κάθε περιοχή. Ο χάρτης που ακολουθεί δείχνει πώς έχει αλλάξει η κατανάλωση ρεύματος για κλιματισμό σε όλη την Ελλάδα, συγκρίνοντας τη δεκαετία του 1980 με την δεκαετία 2014-2023. Συνυπολογίζοντας τις μεταβολές στον πληθυσμό κάθε περιοχής, ο χάρτης δεν δείχνει απαραίτητα πού κάνει περισσότερη ζέστη, αλλά και πού έχει αυξηθεί η συνολική ζήτηση για ρεύμα που καταναλώνεται για κλιματισμό. Οι μεταβολές σε Έβρο, Κρήτη, Μακεδονία Περιοχές που έχουν αναπτυχθεί πληθυσμιακά τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζουν μεγαλύτερη αύξηση στη ζήτηση ρεύματος για κλιματισμό, ακόμη και αν δεν καταγράφεται ανάλογη αύξηση θερμοκρασίας. Συμβαίνει όμως και το ανάποδο, εξηγεί στο Solomon ο Δρ. Σταύρος Ντάφης, φυσικός-μετεωρολόγος και συνιδρυτής του κόμβου πληροφόρησης climatebook.gr, σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας. «Οι παραμεθόριες περιοχές, όπως ο Έβρος, όπου παρατηρείται αύξηση της κατανάλωσης ρεύματος για κλιματισμό, γνωρίζουμε πως έχουν μείωση πληθυσμού. Οπότε εκεί μπορούμε να αποδώσουμε τις αυξημένες ανάγκες για κλιματισμό αποκλειστικά στο κλίμα», επισημαίνει ο κ. Ντάφης. Από την άλλη, συμπληρώνει, «αν λάβουμε υπόψη μόνο τη θερμοκρασία, δεν δικαιολογείται γιατί στο Λασίθι έχει αυξηθεί η ανάγκη κλιματισμού σε σχέση με τα Χανιά ή το Ρέθυμνο. Η θερμοκρασία σε όλες αυτές τις περιοχές αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό. Αυτό που αλλάζει είναι η ανάγκη για ψύξη, δηλαδή οι ανάγκες ρεύματος». Ο κ. Χαβιαράς επισημαίνει, εμπειρικά, πως η σεζόν για τους ψυκτικούς παραδοσιακά διαρκούσε πέντε μήνες, το πολύ έξι μήνες σε νότιες περιοχές της Ελλάδας. «Φανταστείτε ότι στην Κομοτηνή ανάβαμε θέρμανση τέλη Σεπτεμβρίου. Φέτος, μέχρι τις 10 Οκτωβρίου είχαμε κλιματισμό για να δροσιστούμε». Το ίδιο ισχύει και για τη Μακεδονία, όπου καταγράφεται εκ των μεγαλύτερων αυξήσεων θερμοκρασίας από το 1980, και όπου τα περισσότερα σπίτια δεν διαθέτουν μονώσεις. Αθωράκιστα τα κτίρια Το οικιστικό απόθεμα θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος της λύσης. Αλλά, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛΣΤΑΤ), το 55% του συνόλου των κατοικιών της χώρας έχει χτιστεί πριν το 1980, δηλαδή πριν την εφαρμογή οποιουδήποτε κανονισμού θερμομόνωσης. Ο Άλκης Καφετζής, συντονιστής έργου θερινής ενεργειακής φτώχειας στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace, υπογράφει σχετική έρευνα της οργάνωσης, που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2025, και εξετάζει την ζωή στα ελληνικά σπίτια σε συνθήκες υπερθέρμανσης. Λέει στο Solomon πως ο πρώτος κανονισμός θερμομόνωσης, το 1980, αφορούσε ένα κομμάτι φελιζόλ ανάμεσα στα τούβλα των τοίχων. «Οι ίδιοι οι μηχανικοί παραδέχονται ότι αυτό δεν είχε κανέναν αντίκτυπο», σημειώνει ο ίδιος. Η έρευνα της Greenpeace δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2025. Προσθέτει πως επειδή για δεκαετίες τα ελληνικά κτίρια δεν είχαν καμία θερμομόνωση, «έχουμε πλέον ένα ιδιαίτερα γερασμένο οικιστικό απόθεμα με αυξημένο ενεργειακό αποτύπωμα». Οι κατοικίες στην Ελλάδα ευθύνονται για το 43% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας, σύμφωνα με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Το πρόγραμμα «Εξοικονομώ» Το πρόγραμμα «Εξοικονομώ», που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, προβλέπεται να συμβάλει «στην εξοικονόμηση ενέργειας και στην ενεργειακή ανακαίνιση κατ’ ελάχιστον 11.500 κατοικιών έως το 2025». Ο κ. Καφετζής υπογραμμίζει πως οι μεμονωμένες παρεμβάσεις που υλοποιούνται σε κατοικίες, στο πλαίσιο του προγράμματος, εφαρμόζονται αποσπασματικά, χωρίς στρατηγική στόχευση και μετρήσιμο αποτέλεσμα. Έτσι, δεν καταφέρνουν να αλλάξουν τη μεγάλη εικόνα της κατανάλωσης ενέργειας και θερμοκρασιακής άνεσης μέσα στις κατοικίες, ενώ τα έργα «συνήθως υπερκοστολογούνται γιατί κανένας δεν ελέγχει το έργο πριν και μετά», συμπληρώνει. Εκτός από την έκδοση πιστοποιητικών ενεργειακής απόδοσης, υποχρεωτικό βήμα της διαδικασίας, ο κ. Καφετζής υποστηρίζει πως δεν ελέγχεται πραγματικά εάν έχει αλλάξει το βιοτικό επίπεδο των ίδιων των κατοίκων. «Απλώς παρακολουθούμε έναν βασικό, πολύ απλό δείκτη. Όμως, έχει μειώσει πραγματικά τους λογαριασμούς του αυτό το νοικοκυριό; Έχει -ακόμα πιο σημαντικό- βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης το νοικοκυριό μετά τις παρεμβάσεις;», αναρωτιέται. Λόγω της αποσπασματικότητάς τους, οι παρεμβάσεις του «Εξοικονομώ» ενδέχεται ακόμα και να βλάψουν ένα σπίτι, σύμφωνα με τον Δημήτρη Παλλαντζά, υπεύθυνο εκπαίδευσης στο Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου (ΕΙΠΑΚ). «Τα προγράμματα “Εξοικονομώ” υλοποιούνται πλέον με πολύ μικρότερη οικονομική κλίμακα, για να συμπεριλάβουν περισσότερο κόσμο. Όμως αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν μόνο μικρο-παρεμβάσεις, οι οποίες πολλές φορές έφεραν χειρότερο αποτέλεσμα από αυτό που υπήρχε», λέει ο Παλλαντζάς. Το λεγόμενο παθητικό κτίριο στηρίζεται σε αρχές φυσικής και βιοκλιματικού σχεδιασμού, με στόχο ιδανικές και μετρήσιμες συνθήκες διαβίωσης. Λειτουργεί όπως ένας θερμός: διατηρεί παθητικά σταθερή θερμοκρασία στο εσωτερικό του χωρίς να χρειάζεται ενεργή θέρμανση ή ψύξη. Η θερμοκρασία εσωτερικού χώρου διατηρείται σταθερά μεταξύ 20 και 25 βαθμών Κελσίου, η σχετική υγρασία στο 35% έως 55%, ενώ τα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα παραμένουν κάτω από 1.000 ppm – όλα αυτά με ελάχιστη κατανάλωση ενέργειας. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτούνται παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας: θερμομόνωση, ενεργειακά κουφώματα, αεροστεγανότητα, ελεγχόμενος αερισμός και εξάλειψη θερμογεφυρών. Το κόστος τέτοιων παρεμβάσεων κυμαίνεται μεταξύ 200-400 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ανάλογα με την πολυπλοκότητα και την κατάσταση του εκάστοτε κτιρίου. Στην Ελλάδα λειτουργούν σήμερα πάνω από 200 παθητικά κτίρια, αρκετά από τα οποία υλοποιήθηκαν μέσω του προγράμματος «Εξοικονομώ». Κατά την περίοδο υπουργίας Χατζηδάκη, λέει ο κ. Παλλαντζάς, το ανώτατο ποσό επιδότησης έφτανε τις 50.000 ευρώ/κατοικία. Το ποσο επαρκούσε για να καλύψει τις παρεμβάσεις που χρειάζεται ένα παθητικό κτίριο, και πολλά έργα προχώρησαν με σχετική ευκολία. «Στην πορεία όμως, ο προϋπολογισμός του προγράμματος περιορίστηκε, μαζί και η δυνατότητα να γίνονται τέτοιες ολοκληρωμένες αναβαθμίσεις», λέει ο κ. Παλλαντζάς. Επαρκούν τα φωτοβολταϊκά; Η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, αν και αποτελεί δημοφιλή λύση για ενεργειακή εξοικονόμηση, φαίνεται πως δεν επαρκεί από μόνη της. Ο υπεύθυνος εκπαίδευσης του ΕΙΠΑΚ μοιράστηκε με το Solomon τα πρώτα ευρήματα μιας αδημοσίευτης μελέτης του Ινστιτούτου, που εξετάζει τι θα συνέβαινε εάν οι ταράτσες των πολυκατοικιών στην Αθήνα καλύπτονταν εξ ολοκλήρου με φωτοβολταϊκά. Ως μοντέλο χρησιμοποιήθηκε ένα τυπικό κτίριο τριών έως έξι ορόφων -τα πιο συνηθισμένα στην πόλη- από διαφορετικές περιόδους κατασκευής: πολυκατοικίες πριν το 1980 χωρίς μόνωση, μετά το 1980 με τις πρώτες κανονιστικές απαιτήσεις (ΚΕΝΑΚ), και σύγχρονες ή παθητικές κατοικίες. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στα παλιά κτίρια, καθώς αυτά αποτελούν την πλειονότητα του οικιστικού αποθέματος. Το βασικό εύρημα ήταν αποκαλυπτικό: ακόμη και αν καλυφθεί με φωτοβολταϊκά ολόκληρη η ταράτσα, η παραγόμενη ενέργεια δεν καλύπτει πάνω από 20% των συνολικών αναγκών ενός εξαώροφου κτιρίου. Η ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίου παραμένει βασικό κομμάτι της εξίσωσης. Ο Άλκης Καφετζής εξηγεί πως το πρόβλημα στην Ελλάδα εντοπίζεται και στο γεγονός οτι οι παρεμβάσεις υλοποιούνται σε επίπεδο διαμερίσματος και όχι πολυκατοικίας. «Η ανακαίνιση ενός διαμερίσματος από τα 20 μιας πολυκατοικίας, όσο σωστά κι αν γίνει, δεν σημαίνει ότι το κτίριο λειτουργεί καλύτερα συνολικά. Το κέλυφος παραμένει παλιό, οι απώλειες είναι μεγάλες, και οι υπόλοιποι ένοικοι συνεχίζουν να ζουν σε συνθήκες υπερθέρμανσης, με ό,τι αυτό σημαίνει για την κατανάλωση ρεύματος και την ποιότητα ζωής». Ο κ. Καφετζής συμπληρώνει ότι πραγματική μονάδα αποτελεί η πολυκατοικία, όχι το μεμονωμένο διαμέρισμα. Αλλά στην Ελλάδα δεν έχουν υπάρξει πολιτικές που να στηρίζουν ολική ανακαίνιση σε επίπεδο κτιρίου, σχολιάζει, «τη στιγμή που στην Ευρώπη μιλάνε ήδη για παρεμβάσεις σε επίπεδο οικοδομικού τετραγώνου ή γειτονιάς». Το Εθνικό Κοινωνικό και Κλιματικό Σχέδιο Στις 18 Ιουλίου έληξε η δημόσια διαβούλευση για το Εθνικό Κοινωνικό και Κλιματικό Σχέδιο της Ελλάδας, ένα κρίσιμο κείμενο πολιτικής που κατατίθεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ανοίγει την πόρτα σε νέα χρηματοδοτικά εργαλεία. Μέσω του σχεδίου, η χώρα διεκδικεί πρόσβαση σε περίπου 8 δισ. ευρώ μέχρι το 2030. Οι πόροι στοχεύουν κατά κύριο λόγο σε ευάλωτα νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις, με τις εκτιμήσεις του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας να κάνουν λόγο για 1,5 εκατ. ωφελούμενους. Παράλληλα, μέχρι το τέλος του 2025, η Ελλάδα καλείται, όπως και όλα τα κράτη-μέλη, να καταθέσει στην Κομισιόν ένα πενταετές εθνικό σχέδιο ανακαίνισης του κτιριακού αποθέματος. Η υποχρέωση προκύπτει από την πρόσφατη ευρωπαϊκή Οδηγία για τα Κτίρια, με στόχο τη σημαντική μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στα αστικά κέντρα. Με φόντο τα 8 δισ. ευρώ που διεκδικεί η Ελλάδα από το Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη διαχείριση της ενεργειακής μετάβασης στα κτίρια: η θεσμική είσοδος των ESCOs (Energy Services Companies), δηλαδή ιδιωτικών εταιρειών που θα αναλαμβάνουν ανακαινίσεις κτιρίων με ανταπόδοση την εξοικονόμηση ενέργειας. Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ψυκτικών κατήγγειλε πρόσφατα ότι ο σχεδιασμός παρακάμπτει τους μικρούς επαγγελματίες, τους πιστοποιημένους τεχνικούς, και τις τοπικές αγορές. «Εκτιμούμε ότι η ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων και η επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας προϋποθέτουν τη συνεργασία όλων των ειδικοτήτων του τεχνικού κόσμου, με διαφανείς και ανοιχτές διαδικασίες, και όχι τον αποκλεισμό επαγγελματιών που διαθέτουν την τεχνογνωσία και την εμπειρία για την επιτυχή υλοποίηση τέτοιων έργων», αναφέρει η επιστολή διαμαρτυρίας προς το υπουργείο. Ταυτόχρονα, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Φραγκίσκος Παρασύρης, επισήμανε πως ο κυβερνητικός σχεδιασμός ανοίγει το δρόμο της ενεργειακής αγοράς «μόνο για τους μεγάλους», χωρίς να διασφαλίζεται πως τα χρήματα αξιοποιούνται αποτελεσματικά. Η ενεργειακή αναβάθμιση, υποστήριξε, κινδυνεύει να μετατραπεί σε πεδίο κερδοφορίας, όχι κοινωνικής πολιτικής. Το Solomon απέστειλε αναλυτικά ερωτήματα στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κοινοποιώντας τα ευρήματα της παρούσας έρευνας, και ζητώντας διευκρινίσεις σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν. Το υπουργείο δεν απάντησε στα ερωτήματά μας έως και τη δημοσίευση του ρεπορτάζ. View full είδηση
Recommended Posts
Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε προκειμένου να αφήσετε κάποιο σχόλιο
Πρέπει να είστε μέλος για να μπορέσετε να αφήσετε κάποιο σχόλιο
Δημιουργία λογαριασμού
Κάντε μια δωρεάν εγγραφή στην κοινότητά μας. Είναι εύκολο!
Εγγραφή νέου λογαριασμούΣύνδεση
Εάν έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.
Συνδεθείτε τώρα