Μετάβαση στο περιεχόμενο
  • Buildinghow
    HoloBIM Structural

  • Αρθρογραφία

    Αρθρογραφία

    515 ειδήσεις in this category

    1. Αρθρογραφία

      Engineer

      Μια σειρά σημαντικών προκλήσεων έχει να αντιμετωπίσει πλέον η αγορά ακινήτων καθώς έρχεται αντιμέτωπη με σημαντικές αβεβαιότητες, που σχετίζονται κυρίως με το συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, μια σοβαρή παράμετρος που επηρεάζει το κόστος ενέργειας, υλικών και μεταφορών, τις επενδύσεις του κλάδου ή ακόμη την δυναμική που προσφέρει ο τουρισμός στην αγορά.
      Οι επιπτώσεις από τη σταδιακή αύξηση του κόστους των υλικών και της ενέργειας, την άνοδο των επιτοκίων και τις πληθωριστικές πιέσεις αποτυπώνονται ήδη στη μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας και στην υποχώρηση των προσδοκιών για την πορεία της αγοράς ακινήτων και της οικονομίας στη χώρα, αλλά και διεθνώς. Άραγε θα μπορέσει (και κατά πόσο) να διατηρήσει την - ισχυρή δυναμική, που πράγματι, έχει το πρώτο 11μηνο η αγορά;
      Είναι χαρακτηριστικό πως το εννεάμηνο του 2022 οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) ήταν αυξημένες κατά 10,4% σε ετήσια βάση, έναντι αύξησης κατά 6,8% το αντίστοιχο διάστημα του 2021.
      Ειδικότερα, την εν λόγω χρονική περίοδο η ελληνική αγορά ακινήτων προσέλκυσε έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον και υψηλή ζήτηση για κατοικίες και υψηλών προδιαγραφών επαγγελματικές χρήσεις, όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικότερα, σε ετήσια βάση ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων κατέγραψε επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών για το σύνολο της χώρας στα επιμέρους τρίμηνα του 2022.
      Σε τοπικό επίπεδο, οι τιμές των κατοικιών εμφανίζουν ετερογένεια ως προς τις μεταβολές τους, με σημαντικές αυξήσεις κυρίως σε περιοχές με έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον και οριακές μεταβολές σε άλλες.
      Σε ρόλο καταλύτη Αθήνα και Θεσσαλονίκη
      Σύμφωνα με την έκθεση, στην αύξηση των τιμών των διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας κατά το εννεάμηνο του 2022 συνέβαλαν σημαντικά οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης των τιμών των δύο μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας, δηλ. της Αθήνας (12,0%) και της Θεσσαλονίκης (10,5%), καθώς στις άλλες μεγάλες πόλεις και τις λοιπές περιοχές της χώρας οι ρυθμοί που καταγράφηκαν (9,4% και 7,6% αντίστοιχα) ήταν μικρότεροι από τον αντίστοιχο μέσο όρο για το σύνολο της χώρας.
      Την ίδια περίοδο οι τιμές των νέων διαμερισμάτων (ηλικίας έως 5 ετών) αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 11,4%, αρκετά ενισχυμένες έναντι των παλαιών διαμερισμάτων (9,7%)
      Τουρισμός, Airbnb, επενδύσεις έδωσαν τον τόνο
      Αν και οι θετικοί ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής στις αξίες των διαμερισμάτων είναι υψηλοί, όπως αναφέρει η ΤτΕ, μικτές τάσεις καταγράφονται στους συναφείς δείκτες της αγοράς ακινήτων.
      H θετική πορεία του τουρισμού, η ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων και η αύξηση των επενδύσεων από το εξωτερικό συνεχίζουν να τροφοδοτούν τη δυναμική της αγοράς. Οι επενδύσεις σε κατοικίες (εποχικώς διορθωμένα στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ, σε σταθερές τιμές) αυξήθηκαν, σε ετήσια βάση, κατά 13,3% το εννεάμηνο του 2022 (έναντι 34,8% την αντίστοιχη περίοδο του 2021), ενώ εξακολουθούν να βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο ως ποσοστό του ΑΕΠ (1,4%).
      Οι θετικές επιχειρηματικές προσδοκίες για την κατασκευή κατοικιών (στοιχεία ΙΟΒΕ) ενισχύονται περαιτέρω το ενδεκάμηνο του 2022 σε ετήσια βάση (6,5%), παρά την υποχώρηση το β’ και γ΄ τρίμηνο του 2022.
      Μειώθηκαν οι νέες οικονομικές άδειες
      Παράλληλα, το οκτάμηνο του 2022 καταγράφεται μείωση, σε ετήσια βάση, τόσο στον αριθμό όσο και στον όγκο των νέων οικοδομικών αδειών κατοικιών σε επίπεδο χώρας (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ) κατά 0,6% και 3,1% αντίστοιχα, ανακόπτοντας τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης της κατασκευαστικής δραστηριότητας κατοικιών που σημειώθηκαν την τελευταία πενταετία. Σημαντική άνοδο, 8,5% σε ετήσια βάση, καταγράφηκε το εννεάμηνο του 2022 στο συνολικό κόστος κατασκευής νέων κτιρίων κατοικιών (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ), ενώ υψηλότερος ήταν ο ρυθμός αύξησης στο κόστος υλικών (10,8%).
      Δάνεια, επαγγελματικά ακίνητα και καταστήματα υψηλών προδιαγραφών
      Τέλος, το συνολικό ύψος των νέων στεγαστικών δανείων, παρότι καταγράφει άνοδο κατά το δεκάμηνο του 2022 (28,2%), παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Τραπεζικών Χορηγήσεων (γ΄ τρίμηνο 2022), παρατηρείται μείωση της ζήτησης στεγαστικών δανείων επί δεύτερο κατά σειρά τρίμηνο, μετά από δύο έτη συνεχούς καταγραφής αύξησης της ζήτησης (από το β΄ τρίμηνο του 2020).
      Στον κλάδο των επαγγελματικών ακινήτων, με βάση τα στοιχεία που συλλέγει η Τράπεζα της Ελλάδος, το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι τιμές γραφείων υψηλών προδιαγραφών αυξήθηκαν κατά 0,7% σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο εξάμηνο. Στην Αθήνα ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης των τιμών γραφείων ανήλθε σε 2,0%, αποτυπώνοντας το συγκριτικά μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον της συγκεκριμένης αγοράς, σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη (0,4%) και κυρίως με την υπόλοιπη Ελλάδα (-0,9%).
      Αναφορικά με τα καταστήματα υψηλών προδιαγραφών, το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι τιμές αυξήθηκαν κατά 2,4% στο σύνολο της χώρας, ενώ η Αθήνα, και σ' αυτή την περίπτωση, σημείωσε τον υψηλότερο ρυθμό ανόδου (3,1%) σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο. Οι αντίστοιχες αυξήσεις στη Θεσσαλονίκη εκτιμήθηκαν στο 1,4% και στην υπόλοιπη Ελλάδα στο 1,5%. Τέλος, τα μισθώματα των γραφείων και των καταστημάτων, για το σύνολο της χώρας, παρουσίασαν αύξηση 0,9% και 2,5% αντίστοιχα, σε σχέση με το τέλος του δεύτερου εξαμήνου του 2021.
      Επίσης, όπως αναγνωρίζει η ΤτΕ, η επίδραση της ανόδου του κόστους των υλικών και της ενέργειας έχει ήδη αρχίσει να αποτυπώνεται έντονα στην οικοδομική δραστηριότητα, η οποία μετά το πρώτο δίμηνο του 2022 υποχωρεί σημαντικά, μετά από ένα έτος ισχυρών και επιταχυνόμενων ρυθμών αύξησης.
      Το οκτάμηνο του 2022 η κατασκευαστική δραστηριότητα για επαγγελματικές χρήσεις (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ) κατέγραψε αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής στο σύνολό της, αλλά και στις επιμέρους βασικές επαγγελματικές χρήσεις, με εξαίρεση την κατηγορία των ξενοδοχείων, η οποία διατήρησε θετικό πρόσημο.
      Εν κατακλείδι
      Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων, αν και παραμένουν θετικές για το υψηλών προδιαγραφών τμήμα της, διαφαίνεται πλέον ότι είναι περισσότερο συγκρατημένες σε σχέση με την αρχή του έτους.
      Η συμπίεση των καθαρών αποδόσεων των επενδύσεων και των προσδοκώμενων υπεραξιών από τα ακίνητα, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων και της αβεβαιότητας, εκτιμάται ότι σταδιακά οδηγεί, εκ νέου, μέρος των επενδυτών σε στάση αναμονής.
      Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική αγορά ακινήτων, μετά από την υποτονική οικοδομική δραστηριότητα και την υποβάθμιση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος επί μία δεκαετία και άνω, αναμένεται να διατηρήσει το αυξημένο ενδιαφέρον για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών.
      Εκτιμάται ότι σημαντικό μέρος των επενδυτικών κεφαλαίων θα κατευθύνεται πλέον προς νέα κτίρια –ή ανακατασκευασμένα παλαιότερα– σύγχρονων περιβαλλοντικών προδιαγραφών, συμβατά με τη διεθνή τάση για βιώσιμες λύσεις.
      Παράλληλα, οι αναπλάσεις μεγάλης εμβέλειας που πραγματοποιούνται ή προγραμματίζονται, η βελτίωση των υποδομών, η σταδιακή ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων (με τη συμβολή και του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) και οι ελκυστικές αποδόσεις των ακινήτων υψηλών προδιαγραφών αναμένεται να λειτουργήσουν αντισταθμιστικά στην τρέχουσα δυσμενή συγκυρία και να συντηρήσουν σε ικανοποιητικό βαθμό τη θετική δυναμική της αγοράς.
    2. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η κλιματική αλλαγή αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας, με επιπτώσεις που επηρεάζουν κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Από τις αυξανόμενες φυσικές καταστροφές μέχρι τις μεταβολές στην παραγωγή τροφίμων και τις οικονομικές ανισότητες, η ανάγκη για δράση είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Η ανθεκτικότητα απέναντι σε αυτές τις επιπτώσεις δεν είναι πλέον πολυτέλεια, αλλά αναγκαιότητα. Ωστόσο, ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια παραμένει η χρηματοδότηση των απαιτούμενων παρεμβάσεων.
      Πώς θα επιτευχθεί η κλιματική ανθεκτικότητα
      Η μετάβαση προς ένα βιώσιμο και ανθεκτικό μοντέλο απαιτεί σημαντικούς οικονομικούς πόρους, οι οποίοι δεν μπορούν να προέλθουν αποκλειστικά από δημόσιες πηγές. Η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί η κλιματική ανθεκτικότητα, καθώς οι κυβερνήσεις αδυνατούν να καλύψουν το τεράστιο χρηματοδοτικό κενό που υπάρχει για την προσαρμογή στις νέες κλιματικές συνθήκες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διεθνείς πρωτοβουλίες, οι νέες μορφές επενδύσεων και η αγορά πράσινων ομολόγων έρχονται στο προσκήνιο ως εναλλακτικές λύσεις που μπορούν να ενισχύσουν την κλιματική ανθεκτικότητα και να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.
      Στο πρόσφατο συνέδριο που διοργάνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE-IP AdaptInGR, ειδικοί από όλο τον κόσμο συζήτησαν τις στρατηγικές για τη χρηματοδότηση της κλιματικής ανθεκτικότητας. Η βασική διαπίστωση ήταν μία: οι κρατικοί προϋπολογισμοί από μόνοι τους δεν επαρκούν. Η σύμπραξη του ιδιωτικού τομέα και η δημιουργία νέων επενδυτικών εργαλείων είναι απολύτως αναγκαίες, εάν η ανθρωπότητα θέλει να προλάβει τις εξελίξεις και όχι απλώς να αντιδρά σε καταστροφές.
      Ο Γιώργος Πρωτόπαπας, εκπροσωπώντας το Πράσινο Ταμείο, τόνισε ότι η διαχείριση αυτής της πρόκλησης δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά σε κρατικούς προϋπολογισμούς και επιδοτήσεις. Η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων, η δημιουργία νέων μηχανισμών επενδύσεων και η ανάπτυξη σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων είναι καθοριστικής σημασίας για τη μετάβαση σε ένα πιο ανθεκτικό οικονομικό μοντέλο.
      Σύμφωνα με τον κ. Πρωτόπαπα, ένας από τους βασικούς μηχανισμούς που μπορούν να κινητοποιήσουν τις αναγκαίες επενδύσεις είναι οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Σε αυτό το μοντέλο, το κράτος μπορεί να διασφαλίσει το ρυθμιστικό πλαίσιο και να παρέχει εγγυήσεις, ενώ ο ιδιωτικός τομέας φέρνει την τεχνογνωσία, την καινοτομία και την απαιτούμενη ρευστότητα. Ο κ. Πρωτόπαπας επεσήμανε ότι τέτοιες συνέργειες μπορούν να οδηγήσουν σε ταχύτερη υλοποίηση έργων, χαμηλότερο κόστος και καλύτερα αποτελέσματα σε όρους βιωσιμότητας.
      Ένα βασικό εργαλείο που έχει ήδη δοκιμαστεί σε άλλες χώρες είναι οι εγγυήσεις κινδύνου (risk guarantees), οι οποίες μειώνουν την αβεβαιότητα για τους ιδιώτες επενδυτές και καθιστούν τις επενδύσεις στην κλιματική ανθεκτικότητα πιο ελκυστικές. Αυτές οι εγγυήσεις, που μπορούν να παρασχεθούν, είτε από το κράτος, είτε από διεθνείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB), προστατεύουν τους επενδυτές από ακραίες ζημίες που μπορεί να προκύψουν λόγω κλιματικών φαινομένων ή άλλων αστάθμητων παραγόντων.
      Το χρηματοδοτικό κενό και η αναγκαιότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας
      Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η τοποθέτηση του Gary Power, ο οποίος εκπροσώπησε το UNEP-FI (United Nations Environment Programme Finance Initiative). Σύμφωνα με τον Gary Power, το χρηματοδοτικό κενό για την κλιματική ανθεκτικότητα ανέρχεται σε τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι κυβερνήσεις καλύπτουν περίπου το 66% των αναγκών, αλλά το υπόλοιπο 33% πρέπει να προέλθει από τον ιδιωτικό τομέα.
      Η πρόκληση, σύμφωνα με τον Gary Power, δεν είναι απλώς να εξασφαλιστούν οι πόροι, αλλά να διοχετευθούν αποτελεσματικά σε δράσεις που προσφέρουν συστημικά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά: «Οι επενδύσεις στην ανθεκτικότητα δεν είναι απλώς ένα κόστος. Είναι μια τεράστια ευκαιρία ανάπτυξης και καινοτομίας».
      Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι ο ιδιωτικός τομέας εξακολουθεί να είναι διστακτικός όταν πρόκειται για επενδύσεις σε έργα ανθεκτικότητας, κυρίως λόγω της δυσκολίας μέτρησης των αποδόσεων, του αυξημένου επενδυτικού κινδύνου και της έλλειψης σαφούς ρυθμιστικού πλαισίου. Για να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια, ο Gary Power παρουσίασε τρεις βασικές στρατηγικές που μπορούν να συμβάλουν στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων για την κλιματική ανθεκτικότητα:
      Νέες μορφές πράσινης χρηματοδότησης
      Η ενσωμάτωση της ανθεκτικότητας στις εκδόσεις πράσινων και βιώσιμων ομολόγων θα μπορούσε να δημιουργήσει νέα ρεύματα χρηματοδότησης. Ήδη, το Resilience Challenge, μια νέα πρωτοβουλία που βρίσκεται σε εξέλιξη, στοχεύει στη δημιουργία ενός ενιαίου πλαισίου επενδύσεων στην ανθεκτικότητα, ενοποιώντας διάφορες πρωτοβουλίες και ενισχύοντας την πρόσβαση ιδιωτών επενδυτών σε μεγάλα έργα προσαρμογής.
      Ενίσχυση της διαφάνειας και της πληροφόρησης
      Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές είναι η έλλειψη σαφούς και αξιόπιστης πληροφόρησης σχετικά με τους κλιματικούς κινδύνους και τις οικονομικές επιπτώσεις της ανθεκτικότητας. Το PAIL (Climate Adaptation Information and Learning Project), το οποίο αναπτύσσει το UNEP-FI, στοχεύει ακριβώς σε αυτό: στη δημιουργία ενός συστήματος δεδομένων και δεικτών, ώστε οι επενδυτές να μπορούν να αξιολογήσουν πιο αποτελεσματικά τις επενδύσεις τους.
      Δημιουργία κατάλληλων κινήτρων για τον ιδιωτικό τομέα
      Οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί μπορούν να διαμορφώσουν φορολογικά κίνητρα, να μειώσουν τους κινδύνους των επενδύσεων μέσω κρατικών εγγυήσεων και να δημιουργήσουν κανονιστικά πλαίσια που διευκολύνουν τη χρηματοδότηση έργων ανθεκτικότητας. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) ήδη εργάζεται πάνω σε ένα σχέδιο για την ενσωμάτωση της ανθεκτικότητας στα κριτήρια επιλεξιμότητας των πράσινων επενδύσεων, κάτι που θα ενισχύσει τη ροή κεφαλαίων προς βιώσιμα έργα.
      «Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά την ανθεκτικότητα, αλλά αν μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά να μην επενδύσουμε σε αυτή», ανέφερε χαρακτηριστικά.
      Τα 5,5 τρισ. ξεπερνούν τα πράσινα ομόλογα
      Η χρηματοδότηση της κλιματικής ανθεκτικότητας βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομικής ατζέντας, με τα πράσινα και βιώσιμα ομόλογα να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Ο Sean Kidney, ιδρυτής και CEO του Climate Bonds Initiative, ανέδειξε στο συνέδριο τη δυναμική των πράσινων ομολόγων ως βασικό μηχανισμό άντλησης κεφαλαίων για έργα ανθεκτικότητας. Με την παγκόσμια αγορά πράσινων ομολόγων να ξεπερνά πλέον τα 5,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, η αξιοποίησή τους για δράσεις προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία – αλλά ταυτόχρονα και μια πρόκληση.
      Σύμφωνα με τον Kidney, μόνο το 18% των πράσινων ομολόγων χρηματοδοτεί σήμερα δράσεις ανθεκτικότητας και προσαρμογής, παρά το γεγονός ότι οι οικονομίες ανά τον κόσμο υφίστανται ήδη τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Αυτό το ποσοστό πρέπει να αυξηθεί δραματικά τα επόμενα χρόνια, καθώς τα υφιστάμενα έργα ανθεκτικότητας δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν τη ραγδαία αύξηση των κλιματικών κινδύνων.
      Η ανάγκη για σαφείς κανόνες και Taxonomy Resilience
      Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που εμποδίζουν την ευρεία υιοθέτηση πράσινων ομολόγων για δράσεις ανθεκτικότητας είναι η έλλειψη ενός ξεκάθαρου πλαισίου ταξινόμησης των επενδύσεων αυτών. Για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών, απαιτείται ένα σύστημα που θα καθορίζει ποια έργα θεωρούνται επιλέξιμα για χρηματοδότηση μέσω πράσινων ομολόγων.
      Στο πλαίσιο αυτό, ο Kidney παρουσίασε την πρωτοβουλία “Taxonomy Resilience”, ένα νέο πλαίσιο κατηγοριοποίησης επενδύσεων ανθεκτικότητας, που θα επιτρέπει στους επενδυτές να εντοπίζουν έργα με σαφή κριτήρια βιωσιμότητας και μετρήσιμο αντίκτυπο. Ο στόχος είναι η ενίσχυση της διαφάνειας στην αγορά και η προσέλκυση περισσότερων κεφαλαίων σε έργα που συμβάλλουν στην προσαρμογή και ανθεκτικότητα των οικονομιών.
      Ένα από τα βασικά συμπεράσματα που προέκυψαν από τη συζήτηση είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος, αλλά η περιορισμένη προσφορά επιλέξιμων έργων. Οι επενδυτές είναι έτοιμοι να διοχετεύσουν κεφάλαια σε ανθεκτικές υποδομές, ωστόσο τα διαθέσιμα έργα παραμένουν λίγα, δημιουργώντας ένα σοβαρό χρηματοδοτικό κενό.
      Ένας από τους βασικούς λόγους που συμβαίνει αυτό είναι η έλλειψη ώριμων επενδυτικών έργων. Τα έργα ανθεκτικότητας απαιτούν μακροχρόνιο σχεδιασμό και πολυετείς διαδικασίες αδειοδότησης, γεγονός που καθυστερεί την εισαγωγή τους στην αγορά. Οι επενδυτές αναζητούν έργα με σαφείς αποδόσεις και μετρήσιμα αποτελέσματα, όμως πολλές χώρες, ιδίως οι αναπτυσσόμενες, δεν διαθέτουν ακόμα την επαρκή θεσμική και τεχνική υποστήριξη για την ανάπτυξή τους. Το ζήτημα αυτό εντείνεται λόγω της πολυπλοκότητας των διαδικασιών και της έλλειψης εξειδικευμένων χρηματοδοτικών μηχανισμών που θα μπορούσαν να επιταχύνουν την υλοποίηση τέτοιων έργων.
      Οι προκλήσεις
      Μια ακόμη σημαντική πρόκληση είναι η δυσκολία μέτρησης του επενδυτικού ρίσκου. Τα έργα ανθεκτικότητας έχουν ασαφή χρονοδιαγράμματα απόδοσης, καθώς τα οφέλη τους γίνονται συνήθως εμφανή σε περιόδους κρίσης, όπως μετά από φυσικές καταστροφές. Οι επενδυτές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποτίμηση αυτών των έργων, αφού η αξία τους δεν είναι πάντα άμεσα μετρήσιμη. Αυτή η αβεβαιότητα λειτουργεί αποτρεπτικά, καθώς οι επενδυτές προτιμούν έργα με ξεκάθαρες και γρήγορες αποδόσεις.
      Ένας ακόμη ανασταλτικός παράγοντας είναι η έλλειψη κυβερνητικών πολιτικών που να ενισχύουν την αγορά ανθεκτικών ομολόγων. Σε πολλές χώρες, η χρηματοδότηση υποδομών προσαρμογής εξακολουθεί να βασίζεται σε κρατικούς πόρους και επιδοτήσεις, χωρίς να υπάρχει ισχυρό θεσμικό πλαίσιο που να προσελκύει ιδιωτικά κεφάλαια. Η απουσία ενός ολοκληρωμένου ρυθμιστικού πλαισίου και σαφών κινήτρων για τις ιδιωτικές επενδύσεις καθυστερεί τη δημιουργία μιας σταθερής αγοράς ανθεκτικών χρηματοδοτικών προϊόντων, περιορίζοντας τη δυναμική ανάπτυξης του τομέα.
      Το σύνολο αυτών των παραγόντων δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, όπου η ζήτηση για επενδύσεις στην ανθεκτικότητα είναι υψηλή, αλλά η έλλειψη ώριμων έργων, η δυσκολία αξιολόγησης του ρίσκου και η απουσία κυβερνητικής στήριξης αποτρέπουν τη μαζική κινητοποίηση κεφαλαίων. Αν δεν αλλάξει αυτό το πλαίσιο, η ανθεκτικότητα θα παραμείνει ένα θεωρητικό ζητούμενο αντί να γίνει μια ουσιαστική επενδυτική πραγματικότητα.
      Οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί μπορούν να διαμορφώσουν φορολογικά κίνητρα, να μειώσουν τους κινδύνους των επενδύσεων μέσω κρατικών εγγυήσεων και να δημιουργήσουν κανονιστικά πλαίσια που διευκολύνουν τη χρηματοδότηση έργων ανθεκτικότητας. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) ήδη εργάζεται πάνω σε ένα σχέδιο για την ενσωμάτωση της ανθεκτικότητας στα κριτήρια επιλεξιμότητας των πράσινων επενδύσεων, κάτι που θα ενισχύσει τη ροή κεφαλαίων προς βιώσιμα έργα.
      Η μετάβαση προς μια ανθεκτική οικονομία δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία. Τα πράσινα ομόλογα, τα ανθεκτικά ομόλογα και η γενικότερη αναμόρφωση της αγοράς βιώσιμων χρηματοδοτήσεων αποτελούν μονόδρομο για την κινητοποίηση των απαιτούμενων κεφαλαίων. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Kidney: «Αν δεν ενσωματώσουμε την ανθεκτικότητα στις χρηματοδοτικές μας πρακτικές σήμερα, οι επενδύσεις του αύριο θα είναι ανεπανόρθωτα ευάλωτες». Το ερώτημα πλέον είναι αν οι κυβερνήσεις, οι ρυθμιστικές αρχές και οι επενδυτές θα δράσουν έγκαιρα – ή αν θα περιμένουν μέχρι οι οικονομίες να βιώσουν ακόμα μεγαλύτερες καταστροφές, πριν υιοθετήσουν ένα νέο χρηματοδοτικό μοντέλο για την ανθεκτικότητα.
    3. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η γεωθερμία στην Ελλάδα παραμένει σε εμβρυακό στάδιο ανάπτυξης, στερούμενη ουσιαστικής προόδου παρά τις υποσχόμενες προοπτικές της για την ενεργειακή μετάβαση. Αν και οι πρώτες ερευνητικές προσπάθειες ξεκίνησαν ήδη από τη δεκαετία του 1970, η αξιοποίησή της έχει καθυστερήσει σημαντικά, με βασικά εμπόδια να αναδύονται σε θεσμικό, οικονομικό και τεχνικό επίπεδο. Η γεωθερμία αποτελεί μια πολύτιμη, αλλά υποεκμεταλλευόμενη επιλογή ενέργειας για τη χώρα η οποία χρήζει «γεωλογικής εύνοιας».
      Η πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA) αναδεικνύει την αναγκαιότητα άμεσων και στοχευμένων παρεμβάσεων, ώστε η χώρα να αξιοποιήσει αποτελεσματικά τους γεωθερμικούς της πόρους. Παρά τις χρόνιες καθυστερήσεις και ελλείψεις στον σχεδιασμό και την υλοποίηση έργων, η γεωθερμία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη μετάβαση της Ελλάδας σε ένα βιώσιμο ενεργειακό μοντέλο. Προσφέροντας μοναδικά πλεονεκτήματα, όπως η παροχή συνεχούς ενέργειας και η ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, παραμένει μια αναξιοποίητη ευκαιρία που μπορεί να καλύψει ενεργειακές ανάγκες και να συμβάλει στη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος της χώρας.
      Στην έκθεση με τίτλο «The Future of Geothermal Energy», ο IEA επισημαίνει ότι η γεωγραφική θέση της Ελλάδας και τα μοναδικά γεωλογικά της χαρακτηριστικά προσφέρουν σημαντικά γεωθερμικά πεδία, με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 30°C έως 90°C. Παρόλα αυτά, η αξιοποίησή τους παραμένει περιορισμένη, κυρίως σε εφαρμογές θερμικής ενέργειας. Τα γεωθερμικά πεδία υψηλής θερμοκρασίας (>90°C), που είναι απαραίτητα για την ηλεκτροπαραγωγή, παραμένουν ουσιαστικά ανεκμετάλλευτα. Ενδεικτικά, περιοχές όπως η Μήλος, η Νίσυρος και η Λέσβος διαθέτουν σημαντικές δυνατότητες για ανάπτυξη γεωθερμικών έργων μεγάλης κλίμακας, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν αξιοποιηθεί στο βαθμό που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας.
      Σύμφωνα με τον Δρ. Γεώργιο Τσιφουτίδη, επικεφαλής του Τμήματος Γεωθερμίας της Γενικής Διεύθυνσης Ορυκτών Πρώτων Υλών, η γεωθερμία αξιοποιείται κυρίως σε μικρές και μεσαίες θερμικές εφαρμογές, με θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 30°C έως 90°C. Τα γεωθερμικά πεδία εντοπίζονται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, τη Θράκη, την Κεντρική Μακεδονία και σε περιοχές όπως η Λέσβος. Ιδιαίτερη πρόοδος σημειώνεται στις αντλίες θερμότητας εδάφους (GSHPs), με εγκατεστημένη θερμική ισχύ 192 MW, οι οποίες προσφέρουν σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας σε οικιστικές και βιομηχανικές εφαρμογές. Ωστόσο, τα γεωθερμικά πεδία υψηλής θερμοκρασίας (>90°C), απαραίτητα για ηλεκτροπαραγωγή, παραμένουν ελάχιστα αξιοποιημένα, με μόλις δύο αναγνωρισμένα μέχρι σήμερα. Η Λέσβος αναδεικνύεται ως παράδειγμα αναζωογόνησης του ενδιαφέροντος για τη γεωθερμία, με πρόσφατες έρευνες στη Στύψη να αποκαλύπτουν νέο δυναμικό. Η ΔΕΗ Ανανεώσιμες κατέχει τέσσερις άδειες για έρευνα και εκμετάλλευση υψηλής θερμοκρασίας σε Μήλο, Νίσυρο, Μέθανα και Λέσβο, με σχέδια για την εγκατάσταση σταθμού ισχύος 8 MW στο νησί. Αυτές οι περιοχές αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη της γεωθερμίας, ειδικά σε μη διασυνδεδεμένα νησιά, που αντιμετωπίζουν ενεργειακές προκλήσεις.
      Ο «αργός βηματισμός» και τα αδειοδοτικά κωλύματα
      Το στοίχημα της γεωθερμίας στην Ελλάδα εξελίσσεται σε μαραθώνιο με πολλά εμπόδια. Ένα από τα κύρια είναι το υψηλό ρίσκο στις αρχικές φάσεις ανάπτυξης, καθώς το 12-15% του συνολικού κόστους επένδυσης αφορά την αδειοδότηση και την εξερεύνηση, ενώ το κόστος γεωτρήσεων και ανάπτυξης πεδίων μπορεί να φτάσει έως και το 45%. Παράλληλα, η πιθανότητα μη εύρεσης επαρκών γεωθερμικών πόρων συχνά οδηγεί σε οικονομικές ζημίες. Το 80% του συνολικού κόστους της γεωθερμικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σχετίζεται με επενδύσεις σε γεωτρήσεις και εξοπλισμό, με το κόστος παραγωγής να κυμαίνεται από 40 έως 240 USD/MWh, συχνά υψηλότερο από τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική.
      Επιπλέον, περιβαλλοντικοί περιορισμοί, όπως η διαχείριση παραπροϊόντων, και η κοινωνική αποδοχή δημιουργούν πρόσθετες προκλήσεις, κυρίως σε έργα μεγάλης κλίμακας ή κοντά σε κατοικημένες περιοχές. Μια ακόμα δυσκολία είναι η έλλειψη πολιτικής στήριξης, καθώς μόνο 27 χώρες διαθέτουν πολιτικές για τη μείωση του ρίσκου στα γεωθερμικά έργα, ενώ πάνω από 100 έχουν θεσπίσει πολιτικές για την ηλιακή και αιολική ενέργεια. Για να ενισχυθεί η γεωθερμία, απαιτούνται στοχευμένες πολιτικές, ειδικά σε χώρες με χαμηλή διείσδυση, όπως η Ελλάδα. Προγράμματα μείωσης ρίσκου, επιδοτήσεις γεωτρήσεων και συμβάσεις αγοράς ενέργειας είναι απαραίτητα, ενώ η απλοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών, που σήμερα μπορεί να διαρκέσουν 8-10 χρόνια, είναι κρίσιμη. Με τις κατάλληλες επενδύσεις, πολιτικές και τεχνολογικές καινοτομίες, η γεωθερμία έχει τη δυνατότητα να γίνει μία από τις πιο αξιόπιστες και βιώσιμες πηγές ενέργειας, παίζοντας κεντρικό ρόλο στην πράσινη ενεργειακή μετάβαση.
      Τα SOS για την Ελλάδα
      Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) προτείνει μια σειρά από στοχευμένες δράσεις για την αποτελεσματική αξιοποίηση του γεωθερμικού δυναμικού της Ελλάδας. Μια από τις βασικές προτάσεις είναι η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης. Ο IEA εισηγείται τη δημιουργία ενός ειδικού καθεστώτος που θα αφορά αποκλειστικά τα γεωθερμικά έργα, διαχωρίζοντάς τα από τα καθεστώτα που εφαρμόζονται στα ορυκτά καύσιμα. Αυτό θα συμβάλει στη μείωση των χρονοβόρων διοικητικών εμποδίων και θα επιταχύνει την ανάπτυξη των έργων. Παράλληλα, ο Οργανισμός δίνει έμφαση στην ενίσχυση της χρηματοδότησης για τις πρώιμες φάσεις των γεωθερμικών έργων. Προτείνεται η χρήση ασφαλιστικών εργαλείων, κρατικών επιδοτήσεων και δημόσιων εγγυήσεων για τη μείωση του γεωλογικού ρίσκου, το οποίο αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για τους επενδυτές. Μέσω αυτών των μέτρων, τα έργα μπορούν να γίνουν πιο ελκυστικά και βιώσιμα για την αγορά. Επιπλέον, ο IEA υπογραμμίζει την ανάγκη ανάπτυξης πολιτικών που θα διασφαλίζουν μακροπρόθεσμα σταθερά έσοδα για τους επενδυτές. Οι πολιτικές αυτές περιλαμβάνουν τη θέσπιση σταθερών συμβολαίων και μηχανισμών δίκαιης αποζημίωσης για την παραγόμενη ενέργεια, έτσι ώστε να ενισχυθεί η οικονομική βιωσιμότητα των γεωθερμικών έργων. Με αυτές τις προτάσεις, ο IEA στοχεύει στην απελευθέρωση του γεωθερμικού δυναμικού της Ελλάδας και στην προώθηση μιας βιώσιμης ενεργειακής μετάβασης.
      Οι ευκαιρίες
      Παρά τις δυσκολίες, οι τεχνολογικές εξελίξεις υπόσχονται να καταστήσουν τη γεωθερμία ανταγωνιστική. Νέες τεχνολογίες, όπως τα Enhanced Geothermal Systems (EGS) και τα κλειστά κυκλώματα (closed-loop systems), επιτρέπουν την πρόσβαση σε πόρους σε μεγαλύτερα βάθη, με προβλεπόμενες μειώσεις κόστους έως 80% μέχρι το 2035. Αυτό θα μπορούσε να μειώσει το κόστος παραγωγής στα 50 USD/MWh, καθιστώντας τη γεωθερμία ελκυστική συγκριτικά με άλλες ανανεώσιμες πηγές. Η αγορά γεωθερμίας προβλέπεται να καλύψει έως και το 15% της παγκόσμιας αύξησης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2050, ισοδυναμώντας με περίπου 800 GW εγκατεστημένης ισχύος, ενώ μπορεί να συμβάλει και στη ζήτηση θερμότητας, ειδικά σε οικιακές και βιομηχανικές εφαρμογές. Παράλληλα, η γεωθερμία προσφέρει σήμερα περίπου 145.000 θέσεις εργασίας παγκοσμίως, με την προοπτική να αυξηθούν σε 1 εκατομμύριο μέχρι το 2030.
      Ποιοι διαγκωνίζονται στην κούρσα της γεωθερμίας
      Η Ευρώπη βρίσκεται στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσπάθειας για την ενεργειακή μετάβαση, και η γεωθερμία αποτελεί μια από τις βασικές τεχνολογίες που μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο. Με εκτεταμένο γεωθερμικό δυναμικό, η Ιταλία, η Ισλανδία και η Τουρκία είναι οι χώρες που σήμερα οδηγούν την ανάπτυξη της γεωθερμίας στην Ευρώπη. Η Ιταλία, πρωτοπόρος στον τομέα, φιλοξενεί το πρώτο γεωθερμικό εργοστάσιο του κόσμου στο Λαρντερέλο και εξακολουθεί να επεκτείνει την εγκατεστημένη ισχύ της, με γεωθερμικούς σταθμούς που καλύπτουν σημαντικό μέρος των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Η Ισλανδία, με τους πλούσιους γεωθερμικούς πόρους της, καλύπτει σχεδόν το 90% των αναγκών της για θέρμανση μέσω γεωθερμίας, ενώ η Τουρκία έχει επενδύσει σημαντικά την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μεγάλων έργων που την κατατάσσουν στις κορυφαίες χώρες παγκοσμίως στον τομέα.
      Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, χώρες όπως η Γερμανία, η Ουγγαρία και η Πολωνία αναπτύσσουν σταθερά την γεωθερμική τους υποδομή, αξιοποιώντας κυρίως τα πεδία μέσης και χαμηλής ενθαλπίας για τηλεθέρμανση. Η Γαλλία και η Ολλανδία έχουν επίσης σημειώσει σημαντική πρόοδο, με επικέντρωση στη χρήση γεωθερμίας για θέρμανση αστικών περιοχών μέσω δικτύων τηλεθέρμανσης. Η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα να καταστεί παγκόσμιος ηγέτης στη γεωθερμία, εφόσον ξεπεραστούν τα εμπόδια που αφορούν τη χρηματοδότηση και την τεχνογνωσία. Με την κατάλληλη υποστήριξη, η γεωθερμία μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην απανθρακοποίηση της ηπείρου, στη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα και στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
      Οι παγκόσμιες επενδύσεις στον τομέα της γεωθερμίας θα μπορούσαν έτσι να αυξηθούν σε 1 τρισεκατομμύριο δολάρια έως το 2035 και σε 2,5 τρισεκατομμύρια έως το 2050. Ο IEA εκτιμά ότι «οι οικονομικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη (της γεωθερμίας) θα μπορούσαν να μειωθούν για τους επενδυτές» και έτσι «να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των προγραμμάτων». Αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει «να μειωθούν κατά 80% τα κόστη έως το 2035 σε περίπου 50 δολάρια η μεγαβατώρα», προσθέτει ο IEA.
    4. Αρθρογραφία

      Engineer

      Στα 4.451 μεγαβάτ ανερχόταν η συνολική αιολική ισχύς στην Ελλάδα στο τέλος του 2021 όπως προκύπτει από την ετήσια Στατιστική της Αιολικής Ενέργειας στην Ελλάδα που ανακοίνωσε η Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ). Με βάση τη Στατιστική, το περασμένο έτος, 2021, συνδέθηκαν στο δίκτυο 128 νέες ανεμογεννήτριες συνολικής αποδιδόμενης ισχύος 338,3 MW που αντιστοιχούν σε επενδύσεις συνολικού ύψους άνω των 340 εκατ. ευρώ. Το νούμερο συνιστά αύξηση της 
      τάξης του 8,2% σε σχέση με το τέλος του 2020. Ο θετικός αυτός ρυθμός ανάπτυξης είναι μειωμένος σε σχέση με την επίδοση του κλάδου 2020 κατά 43% κάτι που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην αυξημένη γραφειοκρατία και τα διοικητικά εμπόδια αλλά και στις ποικίλες καθυστερήσεις λόγω της πανδημίας.

      Κατά το 2021:
      η μεγαλύτερη ωριαία διείσδυση αιολικής ισχύος ήταν 73,5% και παρατηρήθηκε τα ξημερώματα της Δευτέρας 25.10.2021 (03:00 – 04:00) συνολικά για 2010 ώρες η διείσδυση αιολικής ισχύος ήταν πάνω από 30% συνολικά για 3684 ώρες η διείσδυση μεταβλητών Α.Π.Ε. ήταν πάνω από 30% και για 841 ώρες ήταν πάνω από 50%  η συνολική ωριαία διείσδυση μεταβλητών Α.Π.Ε. ξεπέρασε  το 81% τις ώρες του μεσημεριού της Πέμπτης 28.10.2021 (10:00 – 16:00) φθάνοντας το 92,6% την ώρα 13:00-14:00 Το Εθνικό Διασυνδεδεμένο Σύστημα της χώρας ανταποκρίθηκε χωρίς πρόβλημα στις μεγάλες αυτές διεισδύσεις.

      Κατά το τέλος του 2021 ήταν υπό κατασκευή πάνω από 650 MW νέων αιολικών πάρκων, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων αναμένεται να συνδεθεί στο δίκτυο εντός των επόμενων 18 μηνών.
       
      Η γεωγραφική κατανομή

      Σε επίπεδο Περιφερειών, η Στερεά Ελλάδα παραμένει στην κορυφή των αιολικών εγκαταστάσεων αφού φιλοξενεί  1837 MW (41%) και ακολουθεί η Πελοπόννησος με 619 ΜW (14%) και η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη όπου βρίσκονται 501 MW (11%).

      https://www.energia.gr/media/inlinepics/Wind-Statistics-ELETAEN-2021-site.jpg
      Οι επενδυτές
      Όσον αφορά τους επιχειρηματικούς ομίλους, στο Top-5 κατατάσσονται:
      η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή με 703 MW (15,8%) ο ΕΛΛΑΚΤΩΡ με 482 MW (10,8%) η ENEL Green Power με 368 MW (8,3%) η Iberdrola Rokas με 271 MW (6,1%) και η EREN με 250 MW (5,6%) Ακολουθούν η EDF, η Motor Oil, ο όμιλος Μυτιληναίου, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες, η Jasper Energy κ.α.

      Στα αξιοσημείωτα του 2021 είναι ότι ολοκλήρωσαν νέα αιολικά πάρκα πάνω από 16 διαφορετικοί επιχειρηματικοί όμιλοι. Ο πλουραλισμός αυτός αποδεικνύει τη δυναμική και την ανθεκτικότητα του κλάδου.
       
      Οι κατασκευαστές

      H εικόνα για τους κατασκευαστές των ανεμογεννητριών είναι η εξής:
      η Vestas έχει προμηθεύσει το 44,6% της συνολικής αποδιδόμενης αιολικής ισχύος στην Ελλάδα. Ακολουθούν η Enercon με 25,1%, η Siemens Gamesa με 18,5%, η Nordex με 7,1% και η GE Renewable Energy με 3,5%.
      Ειδικά για το 2021 τις νέες ανεμογεννήτριες προμήθευσαν:
      η Siemens Gamesa κατά 47,5% (160,6 MW), η Vestas κατά 34,3% (116 ΜW), η Enercon κατά 11,6% (39,3 MW), η Nordex κατά 4,3% (14,4 ΜW) και κατά μικρότερα ποσοστά η Leitwind (3MW), η Goldwind (2,6MW) και η EWT (2,3 MW).
      Σημειώνεται ότι όλα τα ως άνω αναφερόμενα μεγέθη αφορούν αιολική ισχύ που αποδίδεται στο δίκτυο.
        
      Το οικονομικό όφελος για τους καταναλωτές από τα εν λειτουργία αιολικά πάρκα:

      Τα εν λειτουργία αιολικά πάρκα στην Ελλάδα δημιουργούν απτό οικονομικό όφελος και μειώνουν το συνολικό κόστος ενέργειας για τους καταναλωτές. Με τον τρόπο αυτό επιτρέπουν στην Πολιτεία να μεταφέρει πρόσθετους πόρους στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης μέσω των οποίων επιδοτεί τους λογαριασμούς των καταναλωτών.

      Από την επεξεργασία των στοιχείων του τελευταίου Δελτίου του Ειδικού Λογαριασμού Α.Π.Ε. προκύπτουν τα εξής:
      To όφελος που πρόσφεραν τα αιολικά πάρκα στους καταναλωτές τον Οκτώβριο του 2021 (πλέον πρόσφατος μήνας για τον οποίο δημοσιεύθηκαν επίσημα στοιχεία) ήταν τουλάχιστον 114 εκατ. ευρώ για τον έναν αυτό μήνα. Το όφελος αυτό προκύπτει από τη διαφορά της μέσης τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς (204 €/MWh) από τη μέση αποζημίωση των αιολικών πάρκων. 
      Το όφελος αυτό είναι στην πραγματικότητα ακόμα μεγαλύτερο, διότι δεν λαμβάνει υπόψη της μείωση της τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς που συμβαίνει χάρη στη διείσδυση της αιολικής ενέργειας, όπως έχει τεκμηριωθεί από πλήθος μελετών.
      Με προβολή των στοιχείων αυτών για το πρώτο τετράμηνο του 2022, τότε εφόσον η ενεργειακή κρίση διατηρηθεί στα επίπεδα του Οκτωβρίου 2021, το οικονομικό πλεόνασμα από την λειτουργία των αιολικών πάρκων ανέρχεται σε περίπου 800 εκατ. Ευρώ για το επτάμηνο από τον Οκτώβριο 2021 και μετά.
      Τα ποσά αυτά είναι μια μικρή ανακούφιση από τη μεγάλη πίεση που ασκείται στους καταναλωτές και την οικονομία, εξαιτίας της εκτόξευσης του κόστους των ορυκτών καυσίμων και ειδικά του φυσικού αερίου.
       
      Με αφορμή τη δημοσίευση της Στατιστικής ο Πρόεδρος του ΔΣ της ΕΛΕΤΑΕΝ Παναγιώτης Λαδακάκος, δήλωσε:

      «Το 2021 έκλεισε για την αιολική ενέργεια με θετικό πρόσημο. 8,2% ετήσια ανάπτυξη δεν είναι λίγη, αλλά είναι σαφώς μειωμένη σε σχέση με το 2019 και του 2020 και κυρίως σε σχέση με αυτή που έχει ανάγκη η χώρα. Ειδικά αυτή την περίοδο της κρίσης τιμών των ορυκτών καυσίμων, η ανάγκη για περισσότερα αιολικά πάρκα είναι πιο έντονη. Τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν στην χώρα μας προσφέρουν μια ανακούφιση τους καταναλωτές και την εθνική οικονομία που πιέζονται από τους υψηλούς λογαριασμούς ρεύματος. Και θα συνεχίσουν δυστυχώς να πιέζονται, όσο παραμένουμε τόσο εξαρτημένοι από τα ορυκτά καύσιμα και ο λογαριασμός του καταναλωτή καθορίζεται από τις τιμές του φυσικού αερίου».
      Μπορείτε να κατεβάσετε τη Στατιστική εδώ
    5. Αρθρογραφία

      Engineer

      Παρά τα θετικά βήματα που έχουν γίνει στη χώρα μας, ιδίως τα τελευταία δύο χρόνια, προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να διατηρούν την πρωτοκαθεδρία σε επίπεδο επιδοτήσεων στην Ελλάδα, με τα σχετικά ποσά σε ετήσια βάση να κυμαίνονται μεταξύ 1,6-2,0 δισ. Ευρώ, από το 2015 έως και το 2020,  σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε πριν λίγες ημέρες στο Ευρωκοινοβούλιο η Ευρωπαία Επίτροπος για την Ενέργεια, Kadri Simson (https://ec.europa.eu/info/news/2021-state-energy-union-report-2021-nov-25_en). 
      Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη και η ετήσια επιδότηση 600-800 εκατ. ευρώ που κατευθύνεται στον ηλεκτρισμό ο οποίος και αυτός, σε μεγάλο βαθμό - ειδικά στο υπό εξέταση διάστημα  - προερχόταν από ορυκτά καύσιμα, τότε προκύπτει πως η Ελλάδα έχει πριμοδοτήσει τα ορυκτά καύσιμα την τελευταία 6ετία συνολικά με 14 περίπου δισ. ευρώ. 
      Στον αντίποδα, η ενίσχυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας ανήλθε, την ίδια χρονική περίοδο 2015-2020, στα 8,5 δισ. Ευρώ συνολικά, εκ των οποίων τα 6,3 δισ. ευρώ αφορούν τα φωτοβολταϊκά, ενώ η ενίσχυση των αιολικών περιορίζεται στα 1,8 δισ. ευρώ. Απογοητευτικά είναι τα στοιχεία και για τα κίνητρα ως προς την εξοικονόμηση, αφού την υπό εξέταση 6ετία, δεν ξεπερνούν σε ετήσια βάση τα 100 εκατ. ευρώ.
      Ο πρόσφατος ετήσιος απολογισμός της Κομισιόν (https://ec.europa.eu/info/news/2021-state-energy-union-report-2021-nov-25_en) για την πρόοδο που σημειώνουν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. ως προς το στόχο να καταστεί η Ευρώπη ενεργειακά ουδέτερη μέχρι το 2050, δεν είναι ενθαρρυντικός για την Ελλάδα, αφού παρά τους φιλόδοξους κλιματικούς στόχους και τις δεσμεύσεις για ενεργειακή μετάβαση στη μεταλιγνιτική  εποχή, η εξέλιξη των επιδοτήσεων που χορηγεί η χώρα μας στα ορυκτά καύσιμα, καταδεικνύει το αντίθετο. 
      Ειδικότερα, η Ελλάδα ήταν πρώτη το 2018 σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση σε επιδοτήσεις προς τα ορυκτά καύσιμα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, και συγκεκριμένα με 1%, έναντι 0,85% της δεύτερης Βουλγαρίας. Σε απόλυτο μέγεθος, οι επιδοτήσεις προς τα ορυκτά καύσιμα στην Ελλάδα ανέρχονταν το 2018 σε περίπου 1,9 δισ. ευρώ. Η χώρα μας επίσης ήταν δεύτερη το 2018 σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (μαζί με τη Βουλγαρία) σε ενεργειακές επιδοτήσεις συνολικά, ως ποσοστό του ΑΕΠ, και συγκεκριμένα με 2,4%, έναντι 3,3% της πρώτης Λετονίας. Σε απόλυτο μέγεθος, οι συνολικές ενεργειακές επιδοτήσεις στην Ελλάδα ήταν το 2018 περίπου 4,3 δισ. ευρώ.
      Το 2019 η κατάσταση εμφανίζεται κάπως βελτιωμένη, ως προς το 2018, σχετικά με τις συνολικές ενεργειακές επιδοτήσεις (3,8 δισ. ευρώ το 2019, έναντι 4,3 δισ. ευρώ το 2018), αλλά ως προς τα ορυκτά καύσιμα οι επιδοτήσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένουν στα ίδια πολύ υψηλά επίπεδα με αυτά του 2018, δηλ. γύρω στο 0,9% του ΑΕΠ (τρίτη η Ελλάδα σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση), ή σε απόλυτο μέγεθος, γύρω στα 1,6 δισ. ευρώ (έναντι 1,9 δισ. ευρώ το 2018). 
    6. Αρθρογραφία

      Engineer

      Αρκετές φορές έχει επισημανθεί η ανάγκη προώθησης των δράσεων που σχετίζονται με την εξοικονόμηση ενέργειας. Αυτή η ανάγκη δεν υπαγορεύεται μόνο από τις δεσμεύσεις που έχει η χώρα μας στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών αποφάσεων, αλλά και από την υποχρέωση να βελτιωθεί η λειτουργικότητα των γερασμένου σε πολλές περιοχές της χώρας, όπως στην Αθήνα, κτιριακού αποθέματος.
      Σε παλιότερη έκθεσή της η εταιρεία ερευνών διαΝΕΟσις ανέφερε πως μόνο στην Αθήνα το 60% των κτιρίων είναι κατασκευασμένο πριν το 1960,  ενώ το 85% χρήζουν παρεμβάσεων για να παραμείνουν λειτουργικά. Σύμφωνα δε με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο αριθμός των κτιρίων της χώρας είναι 4.105.637 (απογραφή του 2011), με τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών (79%) να αποτελεί κατοικίες. Τα τελευταία χρόνια τέθηκε επί τάπητος η ανάγκη να υλοποιείται ένα πρόγραμμα εξοικονομώ το χρόνο. Παρά τα προβλήματα στο πρόγραμμα που αφορούν τις κατοικίες έγιναν σημαντικά βήματα. Την ίδια ώρα, θετικά μπορεί να αποτιμηθεί η εξαγγελία της κυβέρνησης για έκπτωση 40% στις δαπάνες που αφορούν την ανακαίνιση ή την αναβάθμιση των κτιρίων. Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο για την αναγγελία αναστολής του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές. Ένας νέος κύκλος επενδύσεων στον κορεσμένο τομέα της οικοδομής, η διατήρηση δηλαδή του παραγωγικού υποδείγματος των τελευταίων δεκαετιών, χωρίς επενδύσεις στην εξοικονόμηση ενέργειας δεν θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Είναι αξιοπρόσεκτες οι παρατηρήσεις του καθηγητή οικονομικών Κώστα Μελά, ο οποίος μιλώντας στο ρ/σ στο Κόκκινο, την περασμένη βδομάδα, τόνισε πως «τα μακροοικονομικά στοιχεία δείχνουν ότι και ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου δεν προχωράει. Το 2018 ήμασταν στο 11,07% του ΑΕΠ και θέλουμε να φτάσουμε περίπου στο 20%, τον μέσο όρο της ΕΕ. Αυτά τα 20 δισ. ευρώ που υπολογίζουμε ότι πρέπει να επενδυθούν κάθε έτος, είναι ένα ζητούμενο». Μάλιστα, υπογράμμισε πως χρειάζονται επενδύσεις στην ενέργεια και στα Logistics.
      Σε κάθε περίπτωση, η νέα ηγεσία του ΥΠΕΝ έχει δείξει ότι θέλει να δώσει συνέχεια στην θετική πορεία των τελευταίων χρόνων. Η γενική γραμματέας Ενέργειας και Φυσικών Πόρων Αλεξάνδρα Σδούκου μιλώντας στο Southeast Europe Energy Forum, στη Θεσσαλονίκη σημείωσε ότι «οι δράσεις για την κλιματική αλλαγή είναι στενά συνδεδεμένες με την 4η βιομηχανική επανάσταση. Πράσινη ενέργεια, αποθήκευση, εξοικονόμηση, έξυπνα δίκτυα –έξυπνες πόλεις - έξυπνα κτίρια, τεχνητή νοημοσύνη, όλα μαζί και πολλά άλλα από τα επιτεύγματα της ανθρώπινης διανόησης των τελευταίων ετών, διαμορφώνουν ένα προκλητικό μέλλον στο οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να απαντήσουμε με θετικά μέτρα».
      Σε ευρωπαϊκό επίπεδο πάντως το τοπίο είναι ξεκάθαρο. Σύμφωνα με αναλυτές απαιτούνται έργα δισ. για να υλοποιηθούν οι στόχοι. Το επιβεβαιώνει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας, ο οποίος ανέφερε σε έκθεσή του πως για να μειωθούν κατά 76% οι εκπομπές CO2 χρειάζονται δράσεις που αφορούν την ενεργειακή απόδοση. Αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία πρόσφατα τόνισε ότι τα μέτρα ενεργειακής απόδοσης θα πρέπει να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην επίτευξη των μηδενικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου έως το 2050. Για να γίνει αυτό, η ενεργειακή αποδοτικότητα πρέπει πρώτα να χρησιμοποιηθεί σε ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο ενεργειακό σύστημα, ως ο καλύτερος τρόπος να οικοδομήσουμε εκ νέου τις οικονομίες μας.
      του Δημήτρη Αβαρλή
    7. Αρθρογραφία

      Engineer

      Οι εκτεταμένες πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού επανέφεραν στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της δασοπροστασίας, της ετοιμότητας του κρατικού μηχανισμού και του έγκαιρου προληπτικού σχεδιασμού, ενώ πολύς λόγος έγινε σχετικά με το βαθμό στον οποίο για ανάλογα φαινόμενα ευθύνεται η επιταχυνόμενη κλιματική αλλαγή.
      Το ΕΝΑ, με αφορμή και τη λήξη της φετινής αντιπυρικής περιόδου, απευθύνθηκε στον Δρ. Γαβριήλ Ξανθόπουλο [1], δασολόγο με ειδίκευση στις δασικές πυρκαγιές, για μια νηφάλια αποτίμηση των πιο κοινών αστοχιών κατά τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών, αλλά και μια αξιολόγηση των οφειλόμενων ενεργειών για την αποτροπή ή την αποκατάσταση των καταστροφών.
      Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο κ. Ξανθόπουλος εξάρει τη σημασία της πρόληψης και της κατάλληλης εκπαίδευσης των εμπλεκόμενων μερών και επισημαίνει την αναγκαιότητα μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, με τη βοήθεια ενός κατάλληλα στελεχωμένου δημόσιου οργανισμού που θα αξιοποιεί τη συσσωρευμένη γνώση των επιστημόνων και του τοπικού πληθυσμού, ώστε να περιοριστεί το κόστος και να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα της κατασταλτικής παρέμβασης του μηχανισμού. Παράλληλα, αναδεικνύει την κρισιμότητα μιας συνολικότερης πολιτικής για τη διαχείριση του δημόσιου χώρου, με την ενεργό συμμετοχή του πληθυσμού της υπαίθρου και φορέων των τοπικών κοινωνιών, με στόχο τη δημιουργία «ανθεκτικών τοπίων», ικανών να συμβάλλουν στην αναχαίτιση των πυρκαγιών, αλλά και στην ταχύτερη αναγέννηση των καμένων περιοχών.
      → Τη συνέντευξη πήραν οι: Κώστας Κάβουρας, Υπ. Διδάκτωρ στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, και Αγγελική Μητροπούλου, Υπ. Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
      Είναι μύθος ή αλήθεια ότι οι εκτάσεις γης που κάηκαν φέτος στη χώρα μας είναι περισσότερες από ποτέ;
      Μια πρωταρχική και κρίσιμη παρατήρηση είναι ότι, κατά μέσο όρο, δεν έχουμε αύξηση των καμένων εκτάσεων στην Ελλάδα. Θα εξηγήσω τι εννοώ: Αν κοιτάξει κανείς τα στατιστικά δεδομένα των τελευταίων 45 περίπου ετών (1977-2021), θα διαπιστώσει ότι ο μέσος όρος της ετησίως καμένης έκτασης στη χώρα μας κυμαίνεται γύρω στις 450.000 στρέμματα. Ο αριθμός αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος από την περίοδο των προηγούμενων 22 ετών (1955-1976), όταν ο μέσος όρος ήταν περί τις 127.000 στρέμματα, σε μια εποχή μάλιστα που οι δασοπυροσβεστικές δυνάμεις της χώρας ήταν πάρα πολύ αδύναμες, τουλάχιστον όσον αφορά τα μέσα που διέθεταν.
      Αυτό οφείλεται σε μια σειρά λόγων που αφορούν τη δομή και τη λειτουργία του αγροδασικού χώρου και των κατοίκων του, οι οποίοι καλλιεργούσαν, πρόσεχαν και προστάτευαν την περιοχή τους, συνεργαζόμενοι στις παραδασόβιες περιοχές με τη Δασική Υπηρεσία, που είχε τότε την ευθύνη της προστασίας των δασών από τις πυρκαγιές. Αυτό άλλαξε με την αστυφιλία και τη μετανάστευση, οπότε, από τη δεκαετία του 1970, σταδιακά η κατάσταση χειροτέρευσε και οι καμένες εκτάσεις αυξήθηκαν.
      Το 1998 η ευθύνη της δασοπυρόσβεσης μεταφέρθηκε από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα, με την ελπίδα ότι ένα καλά οργανωμένο σώμα, με στρατιωτικού τύπου δομή, θα ήταν πιο αποτελεσματικό. Δυστυχώς, αυτό δεν επαληθεύτηκε. Ο μέσος όρος της περιόδου 1998-2021 είναι ουσιαστικά ο ίδιος με εκείνον της περιόδου 1977-1997, περί τις 450.000 στρέμματα, παρότι οι δαπάνες τα τελευταία χρόνια είναι πολλαπλάσιες.
      Έχει, επίσης αλλάξει η κατανομή της καμένης έκτασης ανά έτος. Την περίοδο 1977-1997 η καμένη έκταση δεν υπερέβαινε συχνά τον παραπάνω μέσο όρο, έχοντας φθάσει περίπου το 1.000.000 στρέμματα σε τρεις πολύ δύσκολες, από πλευράς συνθηκών, χρονιές στη δεκαετία του 1980. Οι δυνάμεις της Δασικής Υπηρεσίας εκείνη την περίοδο ήταν πολύ μικρότερες από εκείνες που απέκτησε το Πυροσβεστικό Σώμα μετά το 1998. Ωστόσο, από το 1998 και μετά, οι εξάρσεις έχουν γίνει πολύ συχνότερες. Ο μεγάλος αριθμός εναέριων μέσων και η χωρίς φειδώ χρησιμοποίησή τους επιτυγχάνει πολύ καλά αποτελέσματα στις «εύκολες» χρονιές. Όταν όμως οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες, καίγονται πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις και –το κυριότερο– προκαλούνται φοβερές καταστροφές, όπως έγινε το 1998, το 2000, το 2007 και το 2021.
      Η αντιπυρική περίοδος του 2021 μπορεί να χαρακτηριστεί ως η απόλυτη αποτυχία, καθώς είχαμε πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις από κάθε άλλη χρονιά και, παρ’ όλα αυτά, είχαμε τη μεγαλύτερη στην ιστορία καμένη έκταση γης (περισσότερα από 500.000 στρέμματα) σε μία και μόνο πυρκαγιά, αυτή της Βόρειας Εύβοιας. Ένα συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι, παρά το γεγονός ότι ο μέσος όρος της καμένης έκτασης παραμένει μακροπρόθεσμα ο ίδιος, το κόστος των μέσων και του εξοπλισμού, αλλά και το μέγεθος της καταστροφής, μεταβάλλονται, χειροτερεύοντας πρακτικά την κατάσταση. Για να το πω πιο απλά: και πληρώνουμε περισσότερα για την καταστολή και έχουμε τρομερές καταστροφές και αυξημένους θανάτους.
      Ωστόσο, ο περιορισμός των σφοδρών καταστροφών μήπως είναι τελικά και θέμα πρόληψης;
      Πράγματι, για να μειώσουμε τις καταστροφές, πάνω απ’ όλα χρειάζεται πρόληψη και σωστή αντιμετώπιση, η οποία θα στηρίζεται σε έναν αποτελεσματικό μηχανισμό που αντιμετωπίζει τα προβλήματα, διασφαλίζοντας ότι θα γίνονται άμεσα ουσιαστικές κινήσεις διόρθωσης εκεί όπου διαπιστώνεται ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης ή προβλήματα. Αυτό όμως προϋποθέτει πραγματική αυτογνωσία και αυτοκριτική. Αυτά τα δύο στοιχεία λείπουν όχι μόνο από το Πυροσβεστικό Σώμα αλλά και από τον ευρύτερο μηχανισμό, όπως αυτός είναι δομημένος σήμερα. Διαχρονικά εντοπίζεται ένα πρόβλημα το οποίο έγκειται σε μια γραμμή «προστασίας» του μηχανισμού, παρά τα όποια σοβαρά λάθη και προβλήματα τα οποία θα έπρεπε να έχουν οδηγήσει στην αυτοκριτική, στην επαναξιολόγηση και τελικά στον επανασχεδιασμό του. Λόγω αυτής της οπτικής αναφορικά με το μηχανισμό, της έλλειψης τεχνικής εμπειρίας και της έλλειψης σωστής προετοιμασίας, οδηγούμαστε σε καταστάσεις που καταλήγουν να είναι χειρότερες από τις προηγούμενες, παρά το γεγονός ότι ο μέσος όρος καμένων εκτάσεων μπορεί να παραμένει περίπου σταθερός. Οι αριθμοί αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της ύπαρξης αδυναμιών και λαθών, όμως επιλέγουμε να τους αγνοούμε.
      Ποιες άλλες αλλαγές έχουν καταγραφεί που επιτείνουν την αναποτελεσματική διαχείριση των πυρκαγιών;
      Σημαντικός παράγοντας είναι ότι ο κόσμος τις τελευταίες δεκαετίες έχει εγκαταλείψει τη ζωή στην ύπαιθρο. Όσοι έχουν μείνει πίσω ανήκουν σε έναν πληθυσμό ο οποίος είναι γερασμένος. Έχει αλλάξει γενικά η κατάσταση, αλλά και η νοοτροπία, που θέλει πια την ευθύνη να μετακυλίεται στους επαγγελματίες («οι πυροσβέστες να σβήσουν τη φωτιά, διότι αυτή είναι η δουλειά τους»). Υπάρχει βλάστηση που φτάνει μέχρι τα χωριά. Εκεί όπου παλιά υπήρχαν περιβόλια, σήμερα φτάνουν τα πεύκα μέχρι το χωριό. Επίσης, υπάρχει γενικότερη συσσώρευση νεκρής καύσιμης ύλης. Στα δάση, αλλά και σε μεγάλο μέρος του αγροδασικού χώρου, παρατηρείται έλλειψη διαχείρισης. Το προσωπικό της Δασικής Υπηρεσίας είναι γερασμένο και αριθμητικά λίγο και έχει να ασχοληθεί με ένα αυξημένο φορτίο γραφειοκρατικών διεργασιών, όπως οι δασικοί χάρτες. Έτσι, η διαχείριση των δασών περνάει σε δεύτερη μοίρα, ενώ υποφέρει και η πρόληψη, καθώς οι διατιθέμενες πιστώσεις είναι ισχνότατες.
      Αν συνδυάσει κανείς αυτές τις διαπιστώσεις με άλλη μια διαχρονική τάση, αυτή της κακής διαχείρισης της υπαίθρου, για διάφορους λόγους, τότε αναδεικνύεται η μεγάλη δυσκολία που προκύπτει σε σχέση με το ίδιο το τοπίο (landscape): λείπει ο κόσμος από την ύπαιθρο, οι νέοι δεν έχουν κίνητρα να μείνουν και να δουλέψουν στην επαρχία, δεν στηρίζεται το αγροτικό εισόδημα όπως θα έπρεπε. Όλα αυτά τελικά οδηγούν σε απαξίωση της υπαίθρου, η οποία συνδέεται και με την ευρύτερη χειροτέρευση της κατάστασης, που περιγράψαμε νωρίτερα.
      Χρειαζόμαστε ανθεκτικά τοπία (resilient landscapes), που θα μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση των προβλημάτων από τις πυρκαγιές, ώστε π.χ. με ένα μωσαϊκό βλάστησης, με διάσπαση της συνέχειας με ζώνες δάσους με μειωμένη καύσιμη ύλη, με αγροτικές εκτάσεις, ελαιώνες, οπωρώνες, περιοχές βοσκής κ.λπ., να μην έχουμε τεράστιες ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, όπως εκείνη της Β. Εύβοιας.
      Αν προσθέσουμε σε αυτό και το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, που είναι η δημιουργία ζωνών μίξης δασών και οικισμών (έχουμε το spillover της Αθήνας σε όλη την Αττική και όχι μόνο), ο κίνδυνος αυξάνεται, ενώ παράλληλα η αντιμετώπιση των πυρκαγιών γίνεται δυσκολότερη. Μάλιστα, τα πράγματα φέτος έγιναν χειρότερα, εξαιτίας της έμφασης που δόθηκε στη συλλήβδην εκκένωση κοινοτήτων, χωρίς κριτήρια και χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό. Προφανώς δεν είμαι ενάντια στο μέτρο της εκκένωσης, ωστόσο πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ώστε να μην οδηγεί σε καταστάσεις των οποίων γίναμε όλοι μάρτυρες. Φυσικά, διαχρονικά επιδρούν και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά δεν πρέπει να χαθεί η μεγάλη εικόνα, η οποία δεν είναι άλλη από την αναποτελεσματική πρόληψη και καταστολή.
      Το θέμα είναι πολυπαραγοντικό. Ωστόσο, ποια θα λέγατε ότι είναι αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη πρόκληση για την πολιτική προστασία, όσον αφορά τις δασικές πυρκαγιές και γενικότερα περιβαλλοντικά θέματα;
      Παρά το γεγονός ότι η πολιτική προστασία είναι «στα πάνω της» παγκοσμίως, ουσιαστικά δεν «κοιτάει» το προληπτικό μέρος, ενώ στηρίζεται διαρκώς στη «βολική δικαιολογία» της κλιματικής αλλαγής, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί αυτό τον άξονα για να μοχλεύει πόρους για καταστολή και όχι για πρόληψη και αποκατάσταση. Ένας φαύλος κύκλος έχει δημιουργηθεί: δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι δεν ευθύνεται η αλλαγή του κλίματος, αλλά ούτε μπορεί κανείς με ασφάλεια να προσδιορίσει σε τι ποσοστό ευθύνονται η αλλαγή του κλίματος, η έλλειψη αποτελεσματικής διαχείρισης, ο απροετοίμαστος πληθυσμός κ.λπ. Αυτό είναι ίσως μια μεγάλη πρόκληση.
      Η πρόληψη δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια νομοθετική πρωτοβουλία η οποία θα καταλήξει να μείνει «στα χαρτιά». Το 2013-2014 είχα στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων (ΙΜΔΟ) την ευθύνη ενός έργου που αποσκοπούσε στην ενίσχυση της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών με τη συνεργασία όλων, δοκιμάζοντας στην πράξη, σε πολλά μέρη της χώρας, μια μεθοδολογία (INCA) που στον πυρήνα της είχε την αλληλεπίδραση φορέων και πολιτών. Ενημερώναμε για την πρόληψη, λαμβάναμε ανατροφοδότηση (feedback) από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους, ανταλλάσσαμε απόψεις για το ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα κάθε περιοχής και μέσα από αυτή τη διαδικασία δημιουργήσαμε εθελοντικές ομάδες, που λειτούργησαν με στόχο να διορθώσουν αυτά τα προβλήματα.
      Έχοντας συμμετάσχει σε συναντήσεις εργασίας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, από τη Λέσβο και τη Χίο ως τη Ρόδο και την Κρήτη και από τον Πύργο και τη Λαμία ως την Αττική και τη Θεσσαλονίκη, μπορώ να πω πλέον ότι είναι διαφορετικά τα προβλήματα κάθε περιοχής, όπως τα διαπιστώνουν οι πολίτες ενός τόπου, πέρα από όσα αναδεικνύουν οι στατιστικές. Γι’ αυτό και απαιτούν διαφορετικό και στοχευμένο τρόπο προσέγγισης. Αλλού το πρόβλημα μπορεί να δημιουργείται από την τουριστική κίνηση, ενώ σε άλλες περιοχές από τη βοσκή, από τις γραμμές μεταφοράς ρεύματος που φεύγουν από ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρισμού ή από τις διαφορετικές χρήσεις γης. Ωστόσο, συχνά οι φορείς και οι πολιτικοί δεν εστιάζουν στις αιτίες, ώστε να δώσουν έμφαση στην πρόληψη. Για να το πούμε πιο απλά: η προμήθεια αεροσκαφών (Canadair κ.λπ.) είναι πιο ορατή, πιο εύκολη και πιο γρήγορη τελικά, γι’ αυτό και επιλέγεται αυτή η λύση έναντι της ανάλυσης των αιτίων, της συζήτησης και συνεργασίας με τους πολίτες και της οργανωμένης και μακροχρόνιας, επιστημονικά καθοδηγούμενης, προσπάθειας πρόληψης.
      Επισημαίνω, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι χρειάζονται τόσο η πρόληψη όσο και η καταστολή. Χωρίς σωστά υλοποιημένη πρόληψη όμως, η καταστολή είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Το ζητούμενο λοιπόν είναι η σωστή κατανομή πιστώσεων μεταξύ των δύο και, βέβαια, η ορθή αξιοποίηση αυτών.
      Από τη συζήτησή μας αναδεικνύεται η σημασία της διαχείρισης του χώρου σε θέματα πρόληψης. Μιλήστε μας λίγο περισσότερο γι’ αυτό.
      Πράγματι, στην πρόληψη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο το πώς διαχειριζόμαστε το χώρο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότερες πολιτικές σήμερα είναι αστικοκεντρικές (urban-centric). Οι άνθρωποι της πόλης, που έχουν γίνει περισσότεροι, επιβάλλουν πολιτικές, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο σκέψης. Ένα παράδειγμα είναι οι περιορισμοί που επιβάλλονται σε κάθε είδους καύσεις στην ύπαιθρο, ακόμη και εκτός της αντιπυρικής περιόδου, αντί να δίνεται έμφαση στην εκπαίδευση των αγροτών για την ασφαλή χρήση της φωτιάς, όπου απαιτείται.
      Μόλις πρόσφατα, μετά την καταστροφική αντιπυρική περίοδο του 2021, άρχισε να υπάρχει ενδιαφέρον για τη δοκιμή, με ορθολογικό και οργανωμένο τρόπο, του προδιαγεγραμμένου πυρός στην Ελλάδα. Άρχισε, επίσης, να συζητείται η νομοθετική πρόβλεψη για τη χρήση του αντιπυρός. Για να αποφευχθούν παρανοήσεις, επισημαίνω ότι το «αντιπύρ» και το «προδιαγεγραμμένο πυρ» είναι δύο διαφορετικά πράγματα: το αντιπύρ είναι μια μέθοδος κατάσβεσης με έμμεση προσβολή της πυρκαγιάς, ενώ το προδιαγεγραμμένο πυρ είναι μια τεχνική κατά την οποία οι διαχειριστές μια περιοχής οργανώνουν μια, κατά κανόνα, ήπια καύση με αυστηρές προδιαγραφές (θέση, χρόνος, μετεωρολογικές συνθήκες, ένταση φωτιάς κ.λπ.) για την επίτευξη συγκεκριμένων διαχειριστικών στόχων, όπως η μείωση της νεκρής βιομάζας, για να μειωθεί ο μελλοντικός κίνδυνος πυρκαγιάς. Το προδιαγεγραμμένο πυρ εφαρμόζεται ευρύτατα σε πάρα πολλές χώρες παγκοσμίως, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Η WWF Ελλάς και το ΙΜΔΟ, σε ένα ερευνητικό έργο που έχει μόλις ξεκινήσει, πρόκειται να επιδείξουν και να μελετήσουν το προδιαγεγραμμένο πυρ για πρώτη φορά στη χώρα μας στον 21ο αιώνα, με στόχο να ανοίξει ο δρόμος για την επίσημη και ορθολογικά οριοθετημένη χρήση του.
      Γενικότερα, η διαχείριση του χώρου είναι περίπλοκο ζήτημα, γι’ αυτό και η Επιτροπή Γκολντάμερ, που συγκροτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018 «για την ανάλυση των υποκείμενων αιτιών και τη διερεύνηση των προοπτικών διαχείρισης των μελλοντικών πυρκαγιών δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα» και της οποίας ήμουν μέλος, πρότεινε να δημιουργηθεί ένας οργανισμός (ΟΔΙΠΥ) ο οποίος θα είναι το «μάτι» που θα παρακολουθεί, θα δίνει κατεύθυνση, θα αποτιμά και θα διορθώνει, όσον αφορά τόσο την πρόληψη όσο και την καταστολή, με έμφαση στη συνεργασία όλων των φορέων. Το σύνθετο του έργου απαιτεί στελέχωση του ΟΔΙΠΥ με κορυφαίους εξειδικευμένους επιστήμονες και με επιλεγμένους εκπροσώπους φορέων.
      Εκπαίδευση του πληθυσμού, τόσο για την κατάσβεση της πυρκαγιάς όσο και για την εκκένωση, αντιλαμβανόμαστε ότι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, δεν υπάρχει. Υπήρχε στο παρελθόν ανάλογη μέριμνα από τη Δασική Υπηρεσία για τους τοπικούς πληθυσμούς;
      Υπήρχε σε κάποιο βαθμό, όχι μεγαλύτερο από ό,τι τώρα. Αλλά είχαμε λιγότερες ζώνες μίξης δασών – οικισμών, τα χωριά δεν ήταν τόσο ερημωμένα, είχαν ακόμα αρκετό πληθυσμό, που ήταν ενεργός και είχε γνώσεις, κατανοούσε τον τόπο. Τις φωτιές τις έσβηναν οι ίδιοι οι κάτοικοι. Πριν από το 1970 δεν υπήρχαν καθόλου πυροσβεστικά οχήματα στη Δασική Υπηρεσία. Αυτοί που –κυριολεκτικά– έτρεχαν να τη σβήσουν ήταν ο δασάρχης, ο δασολόγος ή ο δασοφύλακας της περιοχής. Και καμιά φορά ούτε καν αυτοί, που είχαν και τη σχετική αρμοδιότητα. Έτρεχαν ο αστυνόμος, ο παππάς ή ο δάσκαλος, χτυπούσαν την καμπάνα και έτρεχαν οι πολίτες και προσπαθούσαν με τα αγροτικά τους εργαλεία, τα τρακτέρ τους, τους ψεκαστήρες κ.λπ. να σβήσουν τις φωτιές. Είχαν γνώσεις σχετικά με το ποιες περιοχές και σημεία ήταν καμένα από προηγούμενη μικρο-φωτιά, ήξεραν ποιος ήταν καθαρισμένος αμπελώνας/ελαιώνας. Επειδή δεν είχαν δυνάμεις να πολεμήσουν τη φωτιά στο μέτωπο, εργάζονταν έξυπνα για να σβήσουν τις εστίες, έκαναν έναν ιδιότυπο «ανταρτοπόλεμο». Εκμεταλλεύονταν το χώρο, τη γνώση που είχαν γι’ αυτόν και το χρόνο (δουλεύοντας τις ώρες που η εξάπλωση της πυρκαγιάς σχεδόν παύει) και συχνά χρησιμοποιούσαν τη φωτιά για να σταματήσουν τη φωτιά (αντιπύρ).
      Σήμερα ο μηχανισμός καταστολής έχει την τάση να δίνει μετωπική μάχη. Αυτή η τακτική δεν αποδίδει όταν η φωτιά έχει λάβει διαστάσεις και έχει πολύ μεγάλη ένταση. Πρέπει να έχεις απόλυτη υπεροπλία στον αέρα και στο έδαφος για να έχεις ελπίδες επιτυχίας. Και αυτό δεν μπορείς να το κάνεις όταν ξεσπούν πολλές πυρκαγιές ταυτόχρονα.
      Καταλαβαίνουμε ότι κινούμαστε προς τη λάθος κατεύθυνση, και αυτό δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό. Η σωστή κατεύθυνση ποια είναι και με ποιους τρόπους θα γίνει καλύτερα αντιληπτή από τους πολίτες;
      Η σωστή κατεύθυνση πρώτα και κύρια πρέπει να περιλαμβάνει έναν οργανισμό που έχει σοβαρούς επιστήμονες, στο πλαίσιο του οποίου θα εργάζονται άνθρωποι που έχουν όντως διάθεση να συνεργαστούν και που έχουν πραγματική γνώση. Ο οργανισμός που περιέγραφε η Επιτροπή Γκόλνταμερ θα μπορούσε να είναι μια πολύ καλή λύση, εφόσον είναι διακομματικά αποφασισμένος, γιατί δεν είναι κάτι που θα το κάνεις και σε δύο χρόνια θα έχεις αποτέλεσμα. Άρα λοιπόν, πρέπει να έχει μια προοπτική για να κάνει δουλειά, να δει το αποτέλεσμα και να το βελτιώσει. Για να γίνει αυτό, εκτός από προγράμματα πρόληψης, εκτός από πιστώσεις για την πρόληψη και προτάσεις για το πώς αυτές θα διατεθούν, κρίσιμες είναι και άλλες παράμετροι, όπως η δημοσιότητα, το brainstorming για καινούργιες ιδέες και πάνω από όλα η υποστήριξη προτάσεων νομοθετικής διόρθωσης. Χρειάζεται, επίσης, συνεργασία των επιστημόνων με τους επιχειρησιακούς παράγοντες και καλύτερη εκπαίδευση.
      Ένα ακόμη σημαντικό θέμα είναι η ουσιαστική συνεργασία όλων. Συχνά λέω ότι «στη διαχείριση  των δασικών πυρκαγιών δεν περισσεύει κανείς». Είναι μεγάλο λάθος να θέλει να τα κάνει όλα το Πυροσβεστικό Σώμα, με ένα συνεχώς αυξανόμενο κόστος. Αυτό οδηγεί σε μείωση της αποδοτικότητας (efficiency) και τελικά της αποτελεσματικότητας, γιατί, όταν ξεπεραστούν τα όρια του Σώματος, το σύστημα καταρρέει. Το φετινό καλοκαίρι απαιτήθηκε σημαντική βοήθεια από το εξωτερικό. Και όμως, κάτω από ένα σωστό σύστημα θα μπορούσαν όλοι να προσφέρουν χρήσιμο έργο, αξιοποιώντας μάλιστα τις ειδικές γνώσεις και δυνατότητές τους, εάν είχε προβλεφθεί σωστά πώς θα «κουμπώσουν». Υπάρχει η Τοπική Αυτοδιοίκηση, η Δασική Υπηρεσία, η Αστυνομία, οι εθελοντές, κατάλληλοι ιδιώτες κ.λπ. Και βέβαια υπάρχουν οι Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες έχουν τεράστια δύναμη, πρέπει όμως να προβλεφθεί σωστά ο ρόλος τους και ο τρόπος παρέμβασής τους, για να είναι αποτελεσματικές. Πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα το οποίο να τους βάζει να δουλέψουν συνδεόμενοι/συνδυαζόμενοι σωστά, ώστε να μπορούν όλοι να προσφέρουν, ιδίως τις κρίσιμες ώρες.
      Ποια εκτιμάτε ότι θα είναι η «επόμενη μέρα» για περιοχές όπως η Βαρυμπόμπη και η Εύβοια, για τις οποίες προβλέπονται ειδικοί πόροι και ειδικό σχέδιο;
      Η ελληνική φύση, η μεσογειακή φύση, είναι προσαρμοσμένη στο να μπορεί μόνη της (υπό όρους) να αναγεννηθεί. Μέσα σε μερικά χρόνια η περιοχή θα είναι πράσινη και στη Βαρυμπόμπη και στη Β. Εύβοια. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, πρέπει να αποφευχθούν –όσο αυτό είναι δυνατόν– δευτερογενείς καταστροφές από πλημμύρες, να περιοριστεί η διάβρωση, για να μπορέσει να γίνει συγκράτηση του εδάφους, με χρονικό ορίζοντα κυρίως τον επόμενο χρόνο. Το χρονικό αυτό διάστημα είναι κρίσιμο, γιατί μέσα σε αυτό είναι εφικτό να φυτρώσει αρκετό χόρτο, θάμνοι, φρύγανα κ.λπ., διασφαλίζοντας τη συγκράτηση του εδάφους. Έτσι η μεγάλης έκτασης ζημιά θα περιοριστεί μόνο στην τρέχουσα χρονιά, ενδεχομένως να διαρκέσει και μέχρι την άνοιξη του 2022. Ως εκ τούτου, τα σχετικά έργα δεν έχει νόημα να συνεχιστούν μετά από την πάροδο και του επόμενου φθινοπώρου.
      Αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι μια εμπεριστατωμένη μελέτη στην οποία θα περιλαμβάνονται αυστηρά όσες ενέργειες είναι απαραίτητο να γίνουν ώστε οι πολίτες να μη γίνουν μάρτυρες σκηνών όπου μπουλντόζες θα μπαίνουν και θα κόβουν χωρίς κανένα σχέδιο ό,τι καμένο υπάρχει. Ένα αποτελεσματικό σχέδιο που έχει γίνει σε σωστές βάσεις περιλαμβάνει συνδυασμό αντιπυρικών ζωνών, αλλά και επιλεγμένες περιοχές όπου μπορεί (και έχει νόημα) να γίνει αναδάσωση. Ας χρησιμοποιήσουμε πάλι το πρόσφατο παράδειγμα της Β. Εύβοιας. Εκεί υπάρχουν πεύκα, τα οποία, θεωρητικά, αν πέσουν κάτω και δεθούν με τις κατάλληλες μεθόδους, δημιουργώντας τα λεγόμενα κορμοδέματα, μπορούν πράγματι να συμβάλουν στη μείωση της διάβρωσης. Ωστόσο, σε περιοχές όπου παρατηρείται κλίση εδάφους κάτω από 25% αυτή η μέθοδος δεν ενδείκνυται. Οι έρευνές μας, οι οποίες μάλιστα έγιναν στη Β. Εύβοια, έδειξαν ότι σε τόσο μικρές κλίσεις η ζημιά που γίνεται από το ποδοπάτημα και τη μετακίνηση κορμών είναι περισσότερη από την προστασία που θα προσφέρουν τα κορμοδέματα. Σε κλίσεις μεγαλύτερες του 25% και έως κάποιο όριο, η προστασία του εδάφους που επιτυγχάνεται είναι πολύ σημαντική.
      Αυτό που έχει σημασία αναφορικά με την «επόμενη μέρα» μιας περιοχής που έχει πληγεί από πυρκαγιά είναι να υπάρχουν σχέδιο και προτάσεις από εξειδικευμένους επιστήμονες και βέβαια αυτές να εφαρμοστούν έγκαιρα και με τον σωστό τρόπο. Από όσο γνωρίζω, ειδικά στη Βόρεια Εύβοια, ο σχεδιασμός και τα έργα που γίνονται είναι σε αυτή την κατεύθυνση.
      Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στην εμπλοκή ιδιωτικών φορέων-χορηγών στην προσπάθεια αποκατάστασης της Β. Εύβοιας, τόσο όσον αφορά το δασικό περιβάλλον όσο και την τοπική κοινωνία. Δεν είμαι δογματικά αντίθετος στην ιδέα. Όπως δεν είμαι καθόλου αρνητικά διακείμενος απέναντι στους εθελοντές και την εμπλοκή τους στη δασοπροστασία. Όμως και στις δύο περιπτώσεις όλα εξαρτώνται από τον τρόπο εφαρμογής. Στη Β. Εύβοια θα κριθούν προθέσεις, επιλογές κατευθύνσεων και προσώπων, αποτελεσματικότητα, οικονομικότητα κ.λπ., που θα αποτυπωθούν στο τελικό αποτέλεσμα. Θα περιμένω, για να κρίνω εκ του αποτελέσματος, και, αν μου ζητηθεί, θα συμβάλω. Τονίζω όμως ότι ένα τέτοιο σχήμα, που, λόγω του μεγέθους της καταστροφής, κινητοποίησε πλήθος χορηγών, δεν είναι δυνατόν να επαναλαμβάνεται παντού. Το κράτος οφείλει να έχει τον πρώτο λόγο στη δασοπροστασία και την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων. Για τον λόγο αυτό, οφείλει να αναβαθμίσει τη Δασική Υπηρεσία με νέο προσωπικό και μέσα, καθώς αυτή, ιστορικά, έχει αξιοποιήσει στο μέγιστο τις περιορισμένες πιστώσεις που της διατίθεντο για να εκτελέσει το σημαντικό αυτό έργο.

      [1] Ο Δρ. Γαβριήλ Ξανθόπουλος είναι δασολόγος με ειδίκευση στις δασικές πυρκαγιές και είναι διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του Ε.Λ.Γ.Ο. «ΔΗΜΗΤΡΑ». Τα κύρια ερευνητικά του ενδιαφέροντα είναι (α) η πρόληψη δασικών πυρκαγιών, (β) ο αντιπυρικός σχεδιασμός, (γ) η εκτίμηση και πρόβλεψη κινδύνου πυρκαγιάς, (δ) η πρόβλεψη συμπεριφοράς δασικών πυρκαγιών, (ε) η δασοπυρόσβεση (στρατηγική, τεχνικές, μοντελοποίηση, θέματα ασφάλειας), (στ) η μέτρηση, μοντελοποίηση και διαχείριση της δασικής καύσιμης ύλης και (ζ) η μεταπυρική αποκατάσταση. Έχει διατελέσει επιστημονικός σύμβουλος σε διάφορες θέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμα ερευνητικά προγράμματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, συμβάλλοντας στη μεταφορά τεχνογνωσίας και ερευνητικών πορισμάτων από τη διεθνή σκηνή στην ελληνική πράξη.
      * Το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ «Δήμητρα», θέλοντας να συμβάλει στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, δημιούργησε  δύο βίντεο ενημέρωσης των πολιτών για την ασφάλεια των ιδίων και των κατοικιών τους. Τα βίντεο δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του έργου με τίτλο «Καινοτόμα δράση για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών στα Κύθηρα με την κινητοποίηση και συνεργασία του πληθυσμού, πιλοτικά σε 3 οικισμούς», που υλοποιήθηκε σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, με χρηματοδότηση από το Πράσινο Ταμείο, και είναι διαθέσιμα εδώ:
      Δασικές Πυρκαγιές – Ασφάλεια Κατοικίας Δασικές Πυρκαγιές – Τι πρέπει να γνωρίζουμε
    8. Αρθρογραφία

      Engineer

      Άρθρο του Κώστα Λαγουβάρδου, Μετεωρολόγου – Διευθυντή Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών →
      Όπως είδαμε και στο πρώτο μέρος του άρθρου μας (Ιούλιος 2022), οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν ένα σημαντικό πρόβλημα των μεσογειακών οικοσυστημάτων, το οποίο, λόγω της κλιματικής αλλαγής, αναμένεται να επιδεινωθεί σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες. Η προβλεπόμενη αύξηση του αριθμού και της έντασης των πυρκαγιών στη Μεσόγειο και στη χώρα μας θέτει ορισμένα επείγοντα ερωτήματα τα οποία επιχειρούμε να απαντήσουμε στη συνέχεια:
      Πόσο ανοχύρωτοι είμαστε σε αυτό το τεράστιο οικολογικό πρόβλημα; Ποια επιστημονικά εργαλεία έχουμε στη διάθεσή μας για την καλύτερη πρόληψη των πυρκαγιών; Πώς μπορεί να τα αξιοποιήσει η Πολιτεία; Οι απαντήσεις μας θα εστιάσουν στον τομέα της πρόληψης των πυρκαγιών.
      1. Πόσο ανοχύρωτοι είμαστε σε αυτό το τεράστιο οικολογικό πρόβλημα;
      Όσον αφορά στη δική μου ειδικότητα, η επιστημονική γνώση τα τελευταία χρόνια έχει κάνει σημαντικά βήματα στον τομέα της παρατήρησης και της πρόγνωσης καιρού, επομένως μας παρέχει εργαλεία τα οποία μπορούν να δώσουν πολύ σημαντικές πληροφορίες για τον κίνδυνο εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών, αλλά και για την εξέλιξή τους όταν συμβούν. Οι δασικές πυρκαγιές θα γίνουν συχνότερες και ακόμα δυσκολότερα ελέγξιμες τις επόμενες δεκαετίες λόγω της αναμενόμενης αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, γεγονός που καθιστά την πολιτική πρόληψης κρίσιμο παράγοντα  για την καλύτερη προετοιμασία αλλά και την αποφυγή της κόπωσης και της διασποράς δυνάμεων των φορέων αντιμετώπισης (Πυροσβεστικό Σώμα, Δήμοι και Περιφέρειες), ειδικά εάν ληφθεί υπόψη ότι μελλοντικά η αντιπυρική περίοδο θα επεκταθεί χρονικά μέσα στο έτος.
      2. Ποια επιστημονικά εργαλεία έχουμε στη διάθεσή μας για την καλύτερη πρόληψη;
      Οι δασικές πυρκαγιές εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες αλλά και την κατάσταση (υγρασία) της νεκρής καύσιμης ύλης. Σε επίπεδο προετοιμασίας και εγρήγορσης διαθέτουμε πλέον χάρτες πυρομετεωρολογικών δεικτών επικινδυνότητας δασικών πυρκαγιών σε πολύ υψηλή ανάλυση.

      Συγκεκριμένα, ο βαθμός επικινδυνότητας λαμβάνει υπόψη τη θερμοκρασία, την ένταση του ανέμου  και την υγρασία. Οι χάρτες αυτοί λαμβάνουν υπόψιν τους τα υψηλής ανάλυσης προγνωστικά δεδομένα που παρέχουν τα μοντέλα πρόγνωσης καιρού και υπολογίζουν αντικειμενικά και με διαφάνεια δείκτες επικινδυνότητας (όπως ο ευρέως χρησιμοποιούμενος καναδικός πυρομετεωρολογικός δείκτης) για όλη την ελληνική επικράτεια. Η γνώση της κατανομής του δείκτη για τις επόμενες 1-2 ημέρες βοηθά σημαντικά τις πυροσβεστικές υπηρεσίες να θέτουν στον απαιτούμενο βαθμό ετοιμότητας τα επίγεια και εναέρια μέσα τους.
      Ταυτόχρονα, μπορούμε να εκτιμήσουμε με μεγάλη ακρίβεια την υγρασία της νεκρής λεπτής καύσιμης ύλης, αξιοποιώντας τις μετρήσεις των γειτονικών μετεωρολογικών σταθμών, δημιουργώντας σχετικούς χάρτες υψηλής ανάλυσης με συνεχή ανανέωση. Τόσο οι χάρτες επικινδυνότητας όσο και οι χάρτες υγρασίας της καύσιμης ύλης παράγονται ήδη στην Ελλάδα από επιστημονικούς φορείς οι οποίοι έχουν αναπτύξει σημαντικό ερευνητικό έργο σχετικά με τις δασικές πυρκαγιές.
      Τα μοντέλα ταχείας απόκρισης της πρόγνωσης εξέλιξης του πύρινου μετώπου αποτελούν επίσης ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο που μπορεί να συνδράμει στις ενέργειες αντιμετώπισης μιας εν εξελίξει  μεγάλης δασικής πυρκαγιάς ή μιας πυρκαγιάς με έντονο κοινωνικό αντίκτυπο (πχ. κοντά σε κατοικημένες περιοχές).  Τα μοντέλα αυτά λαμβάνουν υπόψη την τοπογραφία και τη βλάστηση μιας περιοχής καθώς και τις καιρικές συνθήκες. Ένα σημαντικό στοιχείο αυτών των μοντέλων είναι ότι περιγράφουν και την αλληλεπίδραση της φωτιάς με τις τοπικές καιρικές συνθήκες ώστε να αναπαράγουν σε ακόμα καλύτερο βαθμό τις συνθήκες θερμοκρασίας και ανέμου στην περιοχή μια μεγάλης δασικής πυρκαγιάς. Η επιστημονική κοινότητα στη Ελλάδα πρωτοπορεί παγκοσμίως στην παραγωγή και λειτουργία τέτοιων εργαλείων τα οποία έχουν ήδη δοκιμαστεί με επιτυχία σε μεγάλο αριθμό δασικών πυρκαγιών τα τελευταία χρόνια. Είναι επομένως τουλάχιστον παράδοξο να μην γίνεται αξιοποίηση τέτοιων εργαλείων από την Πολιτεία.

      3. Πώς μπορεί να αξιοποιήσει η Πολιτεία τα εργαλεία αυτά;
      Η περιορισμένη αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης σε θέματα πολιτικής προστασίας συνιστά  δυστυχώς ένα διαχρονικό πρόβλημα στην Ελλάδα και τα βήματα που γίνονται είναι εξαιρετικά αργά και αποσπασματικά. Ενδεικτικά, δεν υφίσταται επίσημη και θεσμοθετημένη συνεργασία πολλών επιστημονικών φορέων με την κεντρική Πολιτική Προστασία. Παρόλο που ο νέος κλιματικός νόμος (ν. 4936/2022) προβλέπει τη συνεργασία των επιστημονικών και επιχειρησιακών φορέων, πέντε μήνες μετά την ψήφισή του δεν έχουν ληφθεί ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση.  Ένα αισιόδοξο μήνυμα έρχεται ευτυχώς από τους Δήμους της χώρας που εκφράζουν ενδιαφέρον για τη λειτουργία μετρητικών δικτύων και ολοκληρωμένων συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης. Εκμεταλλευόμενοι εθνικές και ενωσιακές χρηματοδοτήσεις ευελπιστούμε στο άμεσο μέλλον οι Δήμοι και η χώρα συνολικότερα να προχωρήσουν σε ουσιαστική βελτίωση της ετοιμότητάς τους πριν και κατά τη διάρκεια εκδήλωσης μιας δασικής πυρκαγιάς ή ενός έντονου/ακραίου καιρικού φαινομένου.
      Εν κατακλείδι, και στο μείζον θέμα των δασικών πυρκαγιών διαπιστώνουμε για μια ακόμα φορά τη δυστοκία της κεντρικής πολιτικής προστασίας να υιοθετήσει σύγχρονες τεχνικές, υπηρεσίες και εργαλεία υψηλού επιπέδου τα οποία διατίθενται από την επιστημονική κοινότητα για την αντιμετώπιση των καταστροφικών πυρκαγιών.
      Είναι όμως κρίσιμο στο άμεσο μέλλον να αρθεί το χάσμα μεταξύ επιχειρησιακών και επιστημονικών φορέων ώστε να μπορέσουμε να συνεργαστούμε με στόχο την καλύτερη οργάνωση της Πολιτείας απέναντι στις δασικές πυρκαγιές, αλλά και απέναντι στα έντονα εν γένει καιρικά φαινόμενα τα οποία αναμένεται να αυξηθούν σε αριθμό και ένταση ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής.
    9. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η ιδιαίτερη ταυτότητα της νησιωτικής Ελλάδας διαβρώνεται και… σιδερώνεται προκειμένου να αξιοποιηθεί στο έπακρο. Ομως η ζήτηση έχει αλλάξει. Σήμερα ο τουρισμός που ελκύεται από την Ελλάδα δεν κυνηγά πια τα τρία «s» (sun - sex - sea) αλλά είναι «πολύ-κινητρικός» και τον κεντρίζει ο πολιτισμικός χαρακτήρας του κάθε τόπου. Μια νέα κουλτούρα τουριστικής ανάπτυξης που θα εστιάζει στην τοπικότητα ίσως να είναι η πλέον επείγουσα και δραστική απάντηση στη ραγδαία μεταμόρφωση των νησιών του Αιγαίου, που μετρούν το ένα μετά το άλλο ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις του τόσο ξεχωριστού πολιτισμικού τοπίου τους.
      Αλλοιώσεις που ξεκίνησαν στα χρόνια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και που σήμερα η πλειονότητα των ντόπιων έχει καταλήξει να τις αντιλαμβάνεται ως «έξυπνη» προσαρμογή στις υποτιθέμενες ακλόνητες επιταγές του υπερτουρισμού.
      Το βλέπουμε όλο και συχνότερα ότι οι νησιωτικές κοινωνίες αυτοϋπονομεύονται σταδιακά στο όνομα του εύκολου κέρδους και μιας κακώς εννοούμενης επένδυσης στα κύματα των πολυαναμενόμενων τουριστών και των παραθεριστών με δευτερεύουσες κατοικίες.
      Τήνος. Κελί με αρνητικό πρόσημο
      Manthos Prelorentzos Κάπως έτσι η ιδιαίτερη ταυτότητα της νησιωτικής Ελλάδας διαβρώνεται και… σιδερώνεται, προκειμένου να αξιοποιηθεί στο έπακρο... Το ξερολιθικό κτίσμα που έχει αντέξει δύο αιώνες και ενσωματώνει όλα τα μυστικά της παραδοσιακής μαστοριάς, μια στάνη π.χ. ή ένα κελί σε ένα άνυδρο και ανεμοδαρμένο τοπίο που προκαλεί δέος, θα μετατραπεί σε μίνι βίλα με πισίνα, ηλιακό θερμοσίφωνο, γεώτρηση, ιδιωτική οδό, άδεια (φυσικά!) και τουπέ.
      Τήνος. Εσωτερικό αγροτικού κτίσματος στην περιοχή Κουσίνια
      Manthos Prelorentzos Αραγε δεν υπάρχει άλλος τρόπος η επανάχρηση ενός αγροτικού κτίσματος να γίνει με σεβασμό στην ιδιαίτερη ταυτότητα του κάθε τόπου; Το πέτρινο βόλτο ενός ευρύχωρου σπιτικού που έχει καταρρεύσει σε ένα από τα λίγα αποτυπωμένα κυκλαδίτικα χωριά, θα γκρεμιστεί νύχτα με κάποιο πρόσχημα, προκειμένου να μη δημιουργήσει στους νέους ιδιοκτήτες μπερδέματα με το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής.
      Ομως θα μπορούσε να συντηρηθεί και να ενσωματωθεί στη νεόδμητη κατοικία τους, που θα όφειλε να κρατήσει το ύφος και την κλίμακα του οικισμού. Διότι αυτά ακριβώς, το φυσικό και το ανθρωπογενές πολιτιστικό περιβάλλον, αποτελούν σήμερα τουριστικό πόρο…
      Η συζήτηση «“μαζικός τουρισμός” ή τουρισμός με “πολυσύνθετο προϊόν”» έχει πια κριθεί. Ο «ειδικός» τουρισμός, με περίπου 35 διαφορετικά «προϊόντα» (θρησκευτικός τουρισμός, πολιτισμικός, ποδηλατικός, περιπατητικός, οικοτουρισμός, bird watching, «σκοτεινός» λ.χ. στα ίχνη του Εμφυλίου κ.ο.κ.), όπως και ο «εναλλακτικός» τουρισμός (η αναζήτηση του ιδιαίτερου, του εύθραυστου, του «μοναδικού»), έχουν αρχίσει να φέρνουν μια καθοριστική ανατροπή στα πρότυπα ανάπτυξης στην Ελλάδα και έχουν πολλαπλασιάσει τους προορισμούς.
      Το υπογραμμίζει και ο καθηγητής Τουριστικής Ανάπτυξης στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Πάρις Τσάρτας. «Το 2022, το 60% του τουρισμού (32 εκατομμύρια) ήρθε στην Ελλάδα για διακοπές και το υπόλοιπο για εναλλακτικά προϊόντα» (βλ. και «Τα ταξίδια της ζωής μας. Εμπειρίες, δικαίωμα, γιορτή», εκδ. Κριτική 2023). Η ζήτηση έχει αλλάξει και η προσφορά χρειάζεται να πάρει το μήνυμα ότι σήμερα ο τουρισμός που ελκύεται από την Ελλάδα δεν κυνηγά πια τα τρία «s» (sun - sex - sea) αλλά είναι «πολύ-κινητρικός» και τον κεντρίζει ο πολιτισμικός χαρακτήρας του κάθε τόπου.
      Τήνος. Πατητήρι από σχιστόπλακες
      Manthos Prelorentzos Το παράδειγμα της σύγχρονης Τήνου είναι ιδιαίτερα εύγλωττο. Διότι αντιπαλεύουν πολλές δυνάμεις σ’ αυτό το «χειροποίητο νησί» με τους φανατικούς Γερμανούς και Γάλλους παραθεριστές. Ετσι το είχε βαφτίσει ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, πολύ προτού καταφτάσουν εκεί οι Χριστοφοράκοι και οι Μητσοτάκηδες.
      Ομως αυτός ακριβώς ο προσδιορισμός «χειροποίητο» μοιάζει να απειλείται σοβαρά σήμερα, όχι μόνο στην Τήνο αλλά και στη γειτονική Νάξο και την Αμοργό και σε πλήθος άλλα νησιά με ιδιαίτερη λαϊκή παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
      Αυτά τα ζητήματα παρουσιάστηκαν, αναλύθηκαν και συζητήθηκαν στις 22 και 23 Απριλίου, μέσα από 17 εισηγήσεις ειδικών σε ένα υποδειγματικό διήμερο εκδηλώσεων που διοργανώθηκε στη Χώρα της Τήνου από την ambassada (www.ambassada.gr): έναν ανεξάρτητο πολιτιστικό και περιβαλλοντικό σύλλογο, με διαφορετικές ευαισθησίες από τους διαπλεκόμενους παραδοσιακούς. Ιδρύθηκε το 2023, είναι δραστήριος και βαθιά μελετημένος, δικτυωμένος με μαχητικούς αντίστοιχους συλλόγους σε άλλα νησιά και πεισμωμένος. Οχι για πολεμική αλλά για την καλλιέργεια μιας νοοτροπίας σεβαστικής στην αξιοποίηση του πολιτισμικού κεφαλαίου αυτού του τόπου ή και άλλων συγγενών του στο Αιγαίο.
      «Αμπασάδα» στα ισπανικά είναι το θέλημα, η από καρδιάς φροντίδα, η εξυπηρέτηση. Η ambassada τόλμησε να ανοίξει τη συζήτηση για την «Προστασία του τοπίου ως συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη του νησιού», αναζητώντας δρόμους κοινής δράσης μεταξύ των κοινωνικών ομάδων συμφερόντων.
      Εστίασε στην «επαναφορά» του «χειροποίητου τοπίου», στην καταξίωσή του και στην προστασία του ακόμη και στις νέες χρήσεις του. Και παρουσίασε διαφορετικές πτυχές αυτής της υπόθεσης, που εξακολουθεί ωστόσο να είναι ακανθώδης για πολλούς επαγγελματίες στην οικοδομή, στον τουρισμό, στην αυτοδιοίκηση.
      Στις ομιλίες τους, οι εισηγήτριες και οι εισηγητές στάθηκαν σε ζητήματα θεσμικά, νομικά, αρχιτεκτονικά, τεχνικά ή κοινωνικά, στοχεύοντας όχι στην καταγγελία αλλά στην ευαισθητοποίηση τόσο του ευρύτερου κοινού όσο και των εμπλεκόμενων επαγγελματιών.
      Ωστόσο, με τις τοποθετήσεις τους και με την προβολή συνοδευτικών φωτογραφιών, αναδείχθηκαν έμμεσα και οι αδυναμίες και τα όρια του κυρίαρχου έως τώρα μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα αλλά και οι επιλογές ορισμένων επήλυδων και ντόπιων, που είναι κακοποιητικές για το πολιτισμικό προφίλ του νησιού.
      Τήνος. Κελί στην περιοχή Πετριάδος. Η ποικιλία των λαϊκών κτισμάτων παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με λιθοδομή χωρίς συνδετικό κονίαμα είναι εντυπωσιακή στην Τήνο κι αυτό την καθιστά ιδανικό παράδειγμα για έναν αναπροσανατολισμό του μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης.
      Manthos Prelorentzos Η τουριστική μονοκαλλιέργεια δημιουργεί προβλήματα
      Από τα πιο δραστήρια μέλη της ambassada -μαζί με τον εικαστικό Γιάννη Δελλατόλα, τον φωτογράφο Μάνθο Πρελορέντζο, τον Θοδωρή Μαρκουίζο (πρόεδρο, με κλήρο, της ambassada) κ.ά.-, η Κωνσταντίνα Παπαγεωργίου σχολίασε στην «Εφ.Συν.»:
      «Αν σήμερα οι κάτοικοι του νησιού δυσανασχετούν για την έλλειψη υποδομών, που δημιουργεί προβλήματα λειψυδρίας, δυσοσμίας, σκουπιδιών ή για την ηχορύπανση κ.λπ., στην πραγματικότητα αυτά είναι παρωνυχίδες μπροστά στη μεγάλη και κυρίως μη αναστρέψιμη καταστροφή που υποσκάπτει το μέλλον -ναι, και το τουριστικό μέλλον- του νησιού: την καταστροφή του ανεπανάληπτου τηνιακού τοπίου. Καταστρέφεται για πάντα, για στιγμιαίο όφελος, ένας πόρος από τον οποίο το νησί θα μπορούσε να αντλεί στο διηνεκές.
      »Τα προβλήματα της τουριστικής μονοκαλλιέργειας, που συνδέεται άμεσα με την αγορά ακινήτων και την οικοδομή, έγιναν περισσότερο από ορατά κατά τη διάρκεια της «οικονομικής κρίσης». Η Τήνος, μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, είχε το χάρισμα να είναι αυτάρκης.
      Η γη τώρα αλλάζει χέρια και μετατρέπεται ταχύτατα σε κάτι που έχει αξία μόνο ελάχιστες μέρες κάθε χρόνο. Οι πεζούλες γκρεμίζoνται, η γη, ακαλλιέργητη, φεύγει με τον αέρα και καταλήγει στη θάλασσα. Κι όμως, για να δημιουργηθούν δύο εκατοστά εδάφους χρειάζονται, λένε οι επιστήμονες, πεντακόσια χρόνια. Οι ίδιες οι πεζούλες ενίοτε έχουν ηλικία πολλών αιώνων.
      »Ετυχε (καλώς; κακώς;) δίπλα στην Τήνο να βρίσκεται η Μύκονος κι έχει αναπόφευκτα γίνει πρότυπο πολλών ανθρώπων εδώ στο νησί. Θα μπορούσαμε όμως να φανταστούμε ότι γειτνιάζει με την Υδρα -όπου, ως γνωστόν, δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα, οι ροές των τουριστών είναι αμείωτες και οι τιμές των ακινήτων υψηλότερες της Μυκόνου! Το καλύτερο, βέβαια, θα ήταν να τολμήσει η Τήνος να αποδεχτεί, να αξιοποιήσει και να προβάλει τη δική της ταυτότητα».
      Πράγματι, η ποικιλία των λαϊκών κτισμάτων παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με λιθοδομή χωρίς συνδετικό κονίαμα είναι εντυπωσιακή στην Τήνο κι αυτό την καθιστά ιδανικό παράδειγμα για έναν αναπροσανατολισμό του μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης. Διότι εκεί, όπως έλεγαν οι παλιοί, «ο τεχνίτης δεν ήταν ποτέ ένας απλός κατασκευαστής».
      Αυτό φαίνεται στα αλώνια, στα καμίνια, στα υπαίθρια λιοτρίβια και πατητήρια, στους στάβλους, στις κρήνες, αλλά και στα μονοπάτια που τυλίγουν το νησί, καλύπτοντας διαδρομές συνολικά 150 χιλιομέτρων. Και, φυσικά, στις πεζούλες για τις καλλιέργειες και στους περίφημους περιστεριώνες που η Μελίνα Μερκούρη είχε φροντίσει να συντηρηθούν με τις παραδοσιακές τεχνικές και σήμερα είναι περίπου χίλιοι. Για πόσο καιρό, όμως, θα διατηρηθεί αυτό το παλίμψηστο;
      Ηδη από τις αρχές του 21ου αιώνα, η χρήση των νέων υλικών όπως το τσιμέντο και το πλαστικό έχει γίνει ανεξέλεγκτη. Ηδη οι νεότεροι αντιγράφουν στο σπιτικό τους είτε τον κακέκτυπο μικροαστισμό της Αθήνας είτε τις… μοντερνιές των φραγκάτων.
      Πώς θα πειστεί ο επίδοξος αγοραστής ενός οικοπέδου να μη μετακινήσει τη μαρμάρινη κρήνη για να διακοσμήσει τη σάλα του; Να μην κτίσει δύο ορόφους πάνω από τον περιστεριώνα; Να μην ξεριζώσει το αλώνι για να εγκαταστήσει μια πισίνα; Πώς θα μεταδοθούν τα μυστικά της ξερολιθιάς, όταν χαθούν οι δάσκαλοι τεχνίτες; Πώς θα ακουστεί ο ψίθυρος αυτού του συγκεκριμένου τόπου πιο δυνατά από το τραγούδι των σειρήνων;
      Τήνος. Ξερολιθική αγροτική κατοικία στην περιοχή Κουσίνια
      Manthos Prelorentzos Glocal για μια νέα κουλτούρα ανάπτυξης
      Είναι κρίσιμο να αλλάξει το τουριστικό προϊόν, είχε πει ο καθηγητής Τσάρτας, στην ομιλία του στην Τήνο. Με άλλα λόγια, είναι κρίσιμο να αλλάξει το αναπτυξιακό παράδειγμα, «διότι σημασία έχει ο βιώσιμος τουρισμός». Οι όποιες πολιτικές της απόλυτης ασυδοσίας (όπως εκείνες που κυριάρχησαν ως το '80) δεν οδηγούν πλέον πουθενά και η… «Μυκονοποίηση» έχει αρχίσει να έχει ολέθρια αποτελέσματα ακόμη και στη Μύκονο! Το μυστικό είναι η λογική του glocal (global+local) που συνταιριάζει το τοπικό με το παγκόσμιο, υποστηρίζει παρεμβάσεις από τα «κάτω» προς τα «επάνω» και, στην προκειμένη περίπτωση, δίνει αναπτυξιακή δυναμική στην τοπικότητα.
      Αυτήν την προοπτική καλλιεργούν όχι μόνο η ambassada (που εστιάζει στο ξερολιθικό περιβάλλον της Τήνου) αλλά και αντίστοιχες πρωτοβουλίες σε άλλα νησιά. Στη Νάξο λ.χ. η δραστηριότητα της Monumenta (ΑΜΚΕ για την προστασία της φυσικής και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς Ελλάδας και Κύπρου), τα τελευταία 15 χρόνια, έκανε ένα σημαντικό βήμα στο οποίο πρωτοστάτησε η αρχαιολόγος Ειρήνη Γρατσία.
      Ξεκίνησε την καταγραφή των ιστορικών αγροτικών κτισμάτων του νησιού. Ετσι, σήμερα, με τη φροντίδα του αρχαιολόγου Στέλιου Λεκάκη, έχουν ήδη καταγραφεί 200 κτίσματα σε μια βάση δεδομένων που συνδέεται με ερευνητικό πρόγραμμα του πανεπιστημίου του Νιουκάσλ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
      Στην Αμοργό, το «Μιτάτο» (ΑΜΚΕ), που ίδρυσαν μεταξύ άλλων η αρχιτεκτόνισσα Σεμέλη Δρυμωνίτη και η κοινωνική ανθρωπολόγος Μαρία Νομικού, δημιούργησε ένα Εργαστήριο Ξερολιθιάς για την αποκατάσταση των ξερολιθικών κατασκευών αλλά και για την αποκατάσταση των παλιών πηγών νερού, για τη μετάδοση της τεχνογνωσίας και για την αποκατάσταση του κύρους της παραδοσιακής μαστοριάς.
      Στη Θηρασιά η διεπιστημονική συλλογικότητα «Μπουλούκι» (ΑΜΚΕ, βλ. boulouki.org), με ιδρυτικό μέλος τον αρχιτέκτονα Γρηγόρη Κουτρόπουλο, προκήρυξε τρεις θέσεις μαθητείας στις ντόπιες τεχνικές που επεξεργάζονται την ηφαιστειακή πέτρα.
      Ετσι κατάφερε να αποκαταστήσει έναν εντυπωσιακό υπόσκαφο οικισμό, όπου φιλοξενούνταν οι άνθρωποι που δούλευαν στα κλειστά πλέον ορυχεία της Θηρασιάς. Επιπλέον, οργάνωσε και σειρά διαλέξεων για την ένταξη των παραδοσιακών τεχνικών στη σύγχρονη κατασκευαστική τεχνική.
      Ομως τα βήματα που χρειάζεται να γίνουν είναι ακόμη πολλά. Κατ' αρχάς «μόνο αναγνωρίζοντας τι έχουμε, μπορούμε να το διαχειριστούμε», σημειώνει η Ειρήνη Γρατσία. Η τοπικότητα λ.χ. είναι μια υπόθεση που αφορά την συλλογική ταυτότητα των κατά τόπους κοινωνιών, έχει και συναισθηματική διάσταση και καλλιεργεί την κοινωνική μνήμη. Βλέπουμε ωστόσο τον κώδικα των κοινών αξιών να παρακάμπτεται, στο όνομα του άμεσου οφέλους.
      Η καταγραφή των λαϊκών κτισμάτων παραδοσιακής αρχιτεκτονικής είναι, λοιπόν, απαραίτητη. Αλλά χρειάζεται και το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο. Ομως, εδώ, υπάρχει αμηχανία για το ποιο είναι το κατάλληλο. Διότι τα «κηρυγμένα» μνημεία, αυτά που χρονολογούνται πριν από το 1830, «δικαιούνται» να προστατευτούν από τον Αρχαιολογικό Νόμο. Αλλά σήμερα συζητάμε κυρίως για μια κληρονομιά που τώρα γίνεται αντιληπτή ως τέτοια.
      Τήνος. Αγροτικό κτίσμα πάνω από τον εγκαταλελειμμένο οικισμό Μοναστήρια
      Manthos Prelorentzos Βέβαια, η τέχνη της ξερολιθιάς εντάχθηκε το 2018 στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Στοιχείων Αϋλης Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, της UNESCO, αλλά πόσο συχνά και σε ποια έκταση μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή η αναγνώριση; Υπάρχει πράγματι ένα κάποιο νομικό υπόβαθρο προστασίας (π.χ. η Σύμβαση της Γρανάδας του 1972) αλλά η νομική διάσταση του ζητήματος παραμένει περίπλοκη.
      Το σημαντικότερο, λοιπόν, είναι, σύμφωνα και με τον έμπειρο καθηγητή Πάρι Τσάρτα, ο συμμετοχικός σχεδιασμός: να γεφυρωθούν τα πράγματα υπό όρους και οι τοπικές ομάδες συμφερόντων να συνεργαστούν για την προστασία και την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος.
    10. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η άνοδος της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας και της στάθμης της θάλασσας, η μονιμοποίηση των τυφώνων και των πλημμυρών και πολυποίκιλοι παράγοντες που οφείλονται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου καταπονούν τα δομικά υλικά των πάσης φύσεως κατασκευών, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή εκατομμυρίων πολιτών σε ολόκληρο τον πλανήτη.
      Οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί σχεδιάζουν κτίρια και άλλες κατασκευές, όπως γέφυρες, για να λειτουργούν εντός των παραμέτρων του τοπικού κλίματος. Είναι κατασκευασμένα με υλικά και ακολουθούν πρότυπα σχεδίασης που μπορούν να αντέξουν το αναμενόμενο εύρος θερμοκρασιών, βροχοπτώσεων, χιονιού και ανέμων, καθώς και οποιωνδήποτε γεωλογικών ζητημάτων όπως οι σεισμοί, οι καθιζήσεις και τα επίπεδα των υπόγειων υδάτων.
      Οταν ξεπεραστεί οποιαδήποτε από αυτές τις παραμέτρους, πιθανότατα κάποια στοιχεία του κτιρίου θα αποτύχουν. Εάν υπάρχουν ισχυροί άνεμοι, ορισμένα πλακίδια οροφής μπορεί να αποκολληθούν. Εάν, έπειτα από μέρες έντονης βροχής, ο υδροφόρος ορίζοντας ανεβεί, το υπόγειο μπορεί να πλημμυρίσει. Ωστόσο, αφού περάσει το συμβάν, η ζημιά μπορεί να αποκατασταθεί και πρόσθετα μέτρα μπορούν να μειώσουν την επανεμφάνιση του κινδύνου.
      Ομως, νέα δεδομένα που αφορούν ορισμένες αλλαγές, όπως τις υψηλότερες μέσες ατμοσφαιρικές θερμοκρασίες και την αυξημένη υγρασία, εμφανίζουν μια τάση μονιμοποίησης. Για παράδειγμα, αυτό που προηγουμένως θεωρούσαμε πλημμύρα που συμβαίνει μια φορά τον αιώνα μπορεί να γίνει ένα συνηθέστερο περιστατικό. Μερικές από αυτές τις επιπτώσεις είναι αρκετά προφανείς.
      Τα σπίτια θα είναι πιο επιρρεπή στην υπερθέρμανση, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή των κατοίκων, κάτι που συνέβη κατά τη διάρκεια του πρόσφατου «θερμικού θόλου» στη Βόρεια Αμερική. Η αυξημένη συχνότητα των πλημμυρών και το πλημμύρισμα μεγαλύτερων περιοχών ενδέχεται να οδηγήσει στην εγκατάλειψή τους.
      Τήξη υλικών
      Σε κάποιο βαθμό, αυτές οι επιπτώσεις θα εντοπιστούν και θα μπορούσαν να περιοριστούν, με αρκετά απλές θεραπείες. Για παράδειγμα, η υπερθέρμανση μπορεί να μειωθεί με σκίαση παραθύρων με τέντες ή περσίδες, καλή μόνωση και άφθονο αερισμό. Ισως πιο ανησυχητικές είναι οι ύπουλες επιπτώσεις των προαναφερόμενων φαινομένων που υπονομεύουν σταδιακά τις βασικές λειτουργίες ενός κτιρίου με λιγότερο φανερούς τρόπους, γράφει στο Conversation ο Ραν Μπόιντελ, λέκτορας στη Βιώσιμη Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο Χέριοτ-Βατ.
      Τα υλικά διαστέλλονται καθώς θερμαίνονται, ειδικά τα μέταλλα, τα οποία μπορούν να λυγίσουν μόλις ξεπεραστεί η σχεδιασμένη αντοχή τους. Για έναν ουρανοξύστη στο Σενζέν της Κίνας, οι υψηλές θερμοκρασίες κατηγορήθηκαν εν μέρει για την ανατάραξη της δομής, αναγκάζοντας την εκκένωσή του, καθώς ο χαλύβδινος σκελετός «τεντώθηκε» με τη ζέστη. Οι ακραίες θερμοκρασίες μπορούν ακόμη και να προκαλέσουν τήξη υλικών, με αποτέλεσμα οι δρόμοι να «αιμορραγούν» καθώς το επιφανειακό στρώμα της πίσσας μαλακώνει.
      Η καθίζηση –όταν το έδαφος κάτω από μια δομή υποχωρεί, προκαλώντας τη ρωγμή ή την κατάρρευσή του– αναμένεται επίσης να συμβαίνει συχνότερα σε έναν θερμότερο κόσμο. Τα κτίρια με θεμέλια σε αργιλώδη εδάφη είναι ιδιαίτερα ευάλωτα, καθώς τα εδάφη διογκώνονται όταν απορροφούν νερό και στη συνέχεια σκληραίνουν και συρρικνώνονται καθώς στεγνώνουν. Αυτό θα επιδεινωθεί με την αλλαγή των μοτίβων των βροχοπτώσεων. Για τα επόμενα 50 χρόνια, για παράδειγμα, αναμένεται ότι περισσότερο από το 10% των ακινήτων στη Βρετανία θα επηρεαστούν από καθίζηση.
      Μπετόν με «καρκίνο»
      Ισως η μεγαλύτερη ανησυχία είναι ότι αυτά τα φαινόμενα θα επηρεάσουν το οπλισμένο σκυρόδεμα, ένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα υλικά στη Γη. Χρησιμοποιείται σε όλα, από ουρανοξύστες και γέφυρες έως τα υπέρθυρα πάνω από τα παράθυρα στα σπίτια. Το οπλισμένο σκυρόδεμα κατασκευάζεται με την τοποθέτηση χαλύβδινων ράβδων μέσα σε ένα καλούπι και την πρόσθεση υγρού σκυροδέματος.
      Μόλις στεγνώσει, παράγει απίστευτα ισχυρές κατασκευές. Ομως, ένα θερμότερο υγρό κλίμα θα καταστρέψει την αντοχή αυτού του υλικού. Οταν ο χάλυβας μέσα στο σκυρόδεμα βραχεί, σκουριάζει και διαστέλλεται, σπάει το σκυρόδεμα και εξασθενεί τη δομή σε μια διαδικασία που μερικές φορές αναφέρεται ως «καρκίνος του σκυροδέματος».
      Τα κτίρια σε παράκτιες περιοχές είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα καθώς το χλωρίδιο στο αλμυρό νερό επιταχύνει τη σκουριά. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα ανεβάσει τον υδροφόρο ορίζοντα και θα τον καταστήσει πιο αλμυρό, επηρεάζοντας τα θεμέλια των κτιρίων, ενώ η διασπορά του αλατιού θα εξαπλωθεί περαιτέρω με ισχυρότερους ανέμους.
      Η ενανθράκωση
      Ταυτόχρονα, το σκυρόδεμα επηρεάζεται από την ενανθράκωση, μια διαδικασία όπου το διοξείδιο του άνθρακα από τον αέρα αντιδρά με το τσιμέντο για να σχηματίσει ένα διαφορετικό χημικό στοιχείο, το ανθρακικό ασβέστιο. Αυτό μειώνει το pH του σκυροδέματος, καθιστώντας τον χάλυβα ακόμη πιο επιρρεπή στη διάβρωση. Από τη δεκαετία του 1950, τα παγκόσμια επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έχουν αυξηθεί από περίπου 300 μέρη ανά εκατομμύριο σε πάνω από 400. Περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα σημαίνει περισσότερη ενανθράκωση.
      Επί της ουσίας, προκύπτει μια αφύπνιση για την ευθραυστότητα των υπαρχόντων κτιρίων. Αλλά, πέραν αυτού, τα δεδομένα δείχνουν ότι ο πλούτος δεν προστατεύει από τις επιπτώσεις των έντονων κλιματικών φαινομένων που χτυπούν αδιάκριτα.
      Τα πλούσια έθνη έχουν την οικονομική δυνατότητα να προσαρμοστούν πιο γρήγορα και να μετριάσουν αυτές τις επιπτώσεις, αλλά δεν μπορούν να τις σταματήσουν στα σύνορα. Τα κτίρια είναι ευάλωτα σε αυτές τις επιπτώσεις, ανεξάρτητα από το πού βρίσκονται στον κόσμο και, αν μη τι άλλο, τα σύγχρονα κτίρια των ανεπτυγμένων χωρών έχουν περισσότερα πράγματα που μπορούν να πάνε στραβά, παρά οι απλούστερες παραδοσιακές κατασκευές.
    11. Αρθρογραφία

      tetris

      Με την υπ’ αρ. 176/2023 απόφασή της η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας σε μείζονα σύνθεση έκρινε ότι τα εκτός σχεδίου ακίνητα, προκειμένου να είναι οικοδομήσιμα, πρέπει, μεταξύ άλλων, να έχουν πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο (δρόμο) νομίμως υφιστάμενο. Η προϋπόθεση αυτή δεν τέθηκε για πρώτη φορά με την ανωτέρω απόφαση του ΣτΕ ούτε θεσπίστηκε με τον ν. 3212/2003. Ισχύει από τη δεκαετία του 1970 και προβλέπεται ήδη με το άρθ. 1 παρ. 1 περ. α’ του Π.Δ. 24/31.5.1985 περί της εκτός σχεδίου δόμησης.
      Η απόφαση του ΣτΕ επιβεβαιώνει απλώς με τρόπο αδιαμφισβήτητο την ισχύ του επίμαχου όρου για την εκτός σχεδίου δόμηση σε ολόκληρη την Επικράτεια. Περαιτέρω, απορρίπτοντας τους σχετικούς λόγους ακυρώσεως που είχαν προβληθεί, διαπιστώνει ότι ο κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο τα εκτός σχεδίου ακίνητα είναι δομήσιμα μόνο εφόσον διαθέτουν πρόσωπο σε κοινόχρηστο δρόμο, δεν αντίκειται στο άρθ. 17 του Συντάγματος ούτε στο άρθ. 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Εξάλλου, κρίνει ότι ο κανόνας αυτός δεν παραβιάζει τις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου διότι, όπως αναφέρει επί λέξει η απόφαση, «πέραν του ότι έπρεπε να είναι γνωστή στις πολεοδομικές αρχές, οι οποίες οφείλουν να ακολουθούν τη νομολογία των αρμοδίων δικαστηρίων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και ειδικώς κατά την έκδοση των οικοδομικών αδειών, ήταν προβλέψιμες και για τους επιμελείς αγοραστές και τους συναλλασσόμενους εν γένει, τους οποίους οι νομικοί παραστάτες και τεχνικοί σύμβουλοι οφείλουν να ενημερώνουν επί του ισχύοντος πολεοδομικού καθεστώτος των ακινήτων και των εφαρμοστέων όρων και περιορισμών δόμησης». Η ανωτέρω απόφαση του ΣτΕ εκδόθηκε μεν με αφορμή αίτηση ακυρώσεως που στρεφόταν κατά οικοδομικής άδειας στην Πάτμο, πλην όμως, όπως προκύπτει σαφώς από το σκεπτικό της, ερμηνεύει και εφαρμόζει το γενικό νομοθετικό καθεστώς για την εκτός σχεδίου δόμηση, το οποίο ισχύει σε ολόκληρη την Επικράτεια και το οποίο υποχρεούνται να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν σύμφωνα με τα κριθέντα και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όλες οι πολεοδομικές αρχές της χώρας.
      Από τα παραπάνω προκύπτουν προδήλως τα εξής:
      α. Η έκδοση οικοδομικής άδειας σε ακίνητο που δεν τηρεί την προϋπόθεση να έχει πρόσωπο σε κοινόχρηστο δρόμο, νομίμως υφιστάμενο, απαγορεύεται και η αντίστοιχη οικοδομική άδεια είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα. Ανεξάρτητα όμως αν η άδεια αυτή προσβληθεί στα δικαστήρια και ακυρωθεί ή αν διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο, λ.χ. λόγω παρόδου της προθεσμίας, η πολεοδομική αρχή που την εξέδωσε έχει εν γνώσει της παραβιάσει τον νόμο και υπέχει για τον λόγο αυτό πειθαρχική και, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα, ακόμα και ποινική ευθύνη για παράβαση καθήκοντος.
      β. Η έκδοση οικοδομικής αδείας κατά παράβαση της παραπάνω προϋπόθεσης γεννά ενδεχομένως και υποχρέωση του Δημοσίου ή του δήμου καθώς και του υπαιτίου υπαλλήλου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθ. 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, τα οποία ορίζουν τα εξής: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών» (άρθ. 105). «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους» (άρθ. 106). Οποιοσδήποτε δηλαδή (ιδιοκτήτης γειτονικού ακινήτου ή επιχείρησης κ.λπ.) επικαλεστεί και αποδείξει ότι υπέστη ζημία από την έκδοση της παράνομης αυτής οικοδομικής άδειας, δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια.
      γ. Δεδομένου ότι η απαγόρευση οικοδόμησης σε εκτός σχεδίου ακίνητα που στερούνται πρόσωπο σε κοινόχρηστο δρόμο ισχύει τουλάχιστον από το 1985, έχει δε πλέον επιβεβαιωθεί και πανηγυρικά με την υπ’ αρ. 176/2023 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, η πολεοδομική αρχή δεν δύναται, προκειμένου να απαλλαγεί από τις ευθύνες της, να επικαλεστεί διαφορετική ερμηνεία ή άποψη ως προς την έννοια του νόμου, η οποία και σαφής είναι και έχει ερμηνευθεί με τρόπο αδιαμφισβήτητο από την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας. Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, άγνοια νόμου δεν συγχωρείται ούτε στον απλό πολίτη, πολλώ μάλλον στις αρμόδιες υπηρεσίες της Διοίκησης.
      δ. Η απαγόρευση έκδοσης οικοδομικής άδειας σε ακίνητο που δεν πληροί την επίμαχη προϋπόθεση (πρόσωπο σε κοινόχρηστο δρόμο), θεσπίζεται ευθέως με το ίδιο το Π.Δ. 24/31.5.1985 (άρθ. 1 παρ. 1 περ. α’). Ολες οι πολεοδομικές αρχές της χώρας είναι, επομένως, υποχρεωμένες να εφαρμόζουν τα σχετικά άρθρα της νομοθεσίας περί εκτός σχεδίου δόμησης σύμφωνα με το σαφές τους γράμμα και την ερμηνεία που έχει επιβεβαιώσει η προαναφερόμενη απόφαση του ΣτΕ. Για την εφαρμογή της απαγόρευσης όχι απλώς δεν απαιτείται να μεσολαβήσει οποιαδήποτε άλλη πράξη του οικείου δήμου ή του αρμόδιου υπουργού (λ.χ. εγκύκλιος, απόφαση αναστολής έκδοσης οικοδομικών αδειών), αλλά τυχόν έκδοση οποιασδήποτε πράξης με αντίθετο περιεχόμενο, με τη μορφή λ.χ. απόφασης Δημοτικού Συμβουλίου κ.λπ., θα αποτελούσε ευθεία παράβαση του νόμου και καταστρατήγηση της νομολογίας του ΣτΕ.
      *Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ.
    12. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η αρχιτεκτονική χρόνια τώρα δεινοπαθεί στη χώρα μας. Ουδέποτε βρήκε τη θέση που της αρμόζει και της αξίζει, ως σημαντική πολιτιστική συνιστώσα. Πάντοτε βρισκόταν στο περιθώριο, στη σκιά, στην αφάνεια. Μάταια η πλειονότητα των Ελλήνων αρχιτεκτόνων προσπαθεί να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση και να διαμορφώσει καλύτερες συνθήκες άσκησης του επαγγέλματός τους. Προσκρούει όμως πάνω σε ανυπέρβλητα εμπόδια, στο αδιαπέραστο τείχος που λέγεται ελληνική πραγματικότητα.
      Αναμφίβολα, η ποιότητα της αρχιτεκτονικής δημιουργίας εξαρτάται άμεσα από τη γενικότερη πολιτισμική στάθμη της κοινωνίας. Δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεσμευτεί από το κοινωνικό γίγνεσθαι, αφού η αρχιτεκτονική αυτό εκφράζει ως χτισμένο περιβάλλον, αυτό αποτυπώνει στον χώρο και τον χρόνο: τον τρόπο που ζούμε και συμπεριφερόμαστε. Μ’ αυτή την έννοια δεν είναι ποτέ ουδέτερη, αλλά αποκαλύπτει πάντοτε τις συνθήκες που τη γέννησαν. Είναι συνεπώς κυρίως ο εργοδότης (ιδιώτης ή Δημόσιο) αυτός που προδιαγράφει το ιδεολογικό, κοινωνικό και ταξικό της πρόσημο.
      Από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, η «επίσημη» αρχιτεκτονική στον τόπο μας ακολουθούσε πιστά το δυτικό πρότυπο. Μιμούνταν, ως επί το πλείστον, άκριτα τα ευρωπαϊκά παραδείγματα εξυμνώντας το ξενόφερτο, ενώ την ίδια στιγμή η λαϊκή αρχιτεκτονική απαξιωνόταν ή αναδεικνύονταν μόνο τα φολκλορικά χαρακτηριστικά της, μέσω μιας ρομαντικής διάθεσης «επιστροφής στις ρίζες». Οι Ελληνες αρχιτέκτονες βρίσκονταν έτσι πάντοτε αντιμέτωποι με το ψευτοδίλημμα τοπικισμός ή διεθνισμός και η διαδρομή τους έμοιαζε με το πέρασμα του στενού ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.
      Advertisement
      Στην πραγματικότητα οι αρχιτέκτονες ουδέποτε κατορθώσαμε να πείσουμε τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα για την αδήριτη ανάγκη της τέχνης και της επιστήμης μας. Αντίστοιχα, το ελληνικό Δημόσιο και οι κρατικές υπηρεσίες αντιμετώπιζαν την αρχιτεκτονική ως αχρείαστη πολυτέλεια και ενοχλητικό εμπόδιο στους σχεδιασμούς τους. Αν εξαιρέσει κανείς μια μικρή περίοδο του Μεσοπολέμου και της δεκαετίας του ’60, όπου πραγματοποιήθηκαν κάποια αξιόλογα κρατικά προγράμματα (σχολικά και νοσοκομειακά συγκροτήματα, εργατικές και προσφυγικές κατοικίες, τουριστικά καταλύματα), το Δημόσιο στην ουσία λειτούργησε υπονομευτικά και όχι ως αρωγός της αρχιτεκτονικής.
      Απ’ ευθείας αναθέσεις αντικατέστησαν τη διαδικασία των πανελλήνιων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Βραβευμένες μελέτες ουδέποτε υλοποιήθηκαν και πάμπολλες φορές παρακάμφθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες, προκειμένου να χτιστούν στη θέση τους άλλα κτίρια, σχεδιασμένα από μελετητές που είχαν πολιτικές ή άλλες διασυνδέσεις με τους κρατούντες. Η κακοδαιμονία αυτή συνεχίζεται αμείωτη μέχρι τις μέρες μας, με τα παραδείγματα τέτοιων απαράδεκτων διαδικασιών να αποτελούν δυστυχώς τον κανόνα και όχι τις εξαιρέσεις. Η αρχιτεκτονική του κατεστημένου διαφημίζεται, προωθείται και χτίζεται διαχρονικά στη χώρα μας, διαμορφώνοντας και επιβάλλοντας τα πρότυπά της στην ελληνική κοινωνία.
      Και σαν να μην έφτανε αυτό, σήμερα βλέπουμε και ιδιώτες με προκάλυμμα διάφορα πολιτιστικά ιδρύματα να επεμβαίνουν και να προωθούν ανερυθρίαστα, με τις ευλογίες της ηγεσίας του ΥΠΠΟΑ, τις δικές τους προτάσεις και τους δικούς τους μελετητές, ακόμη και για δημόσια έργα που επιλέχθηκαν μέσω διεθνών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, όπως το Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων στο λιμάνι του Πειραιά. Η αρχιτεκτονική έτσι, για άλλη μία φορά, εκφράζει ολοφάνερα την ταξική της προέλευση και στόχευση. Η διαπλοκή και οι δημόσιες σχέσεις έχουν απλωθεί σαν γάγγραινα παντού, ενώ το Δημόσιο απώλεσε τον κοινωνικό του ρόλο και υποτάχθηκε πλήρως στις επιταγές και τα συμφέροντα του ιδιωτικού.
      Ενας διαχρονικός επαρχιωτισμός χαρακτηρίζει έντονα τις επιλογές και τις αποφάσεις τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, σε ό,τι αφορά σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα. Εμβληματικά κτίρια ανατίθενται με απ’ ευθείας αναθέσεις σε ξένους star-architects, ενώ οι Ελληνες αρχιτέκτονες μηχανικοί αγνοούνται επιδεικτικά και σπρώχνονται στο περιθώριο. Χαρακτηριστική κι εδώ είναι η τελευταία πρωτοφανής και προκλητική μεθόδευση για τη μελέτη επέκτασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, η οποία αποτελεί το αποκορύφωμα της απαξίωσης και υπονόμευσης του πολύπαθου θεσμού των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Η ξενομανία συνεχίζει ακάθεκτη να καταδυναστεύει το παρόν μας σαν εφιάλτης, ενώ την ίδια στιγμή η νεοελληνική αρχιτεκτονική υποτιμάται, υποβαθμίζεται και θεωρείται υποδεέστερη, μπροστά στην υποτιθέμενη υπεροχή των ξένων αρχιτεκτόνων.
      Δυστυχώς, ολοένα και περισσότερο, το τελευταίο διάστημα, το υπουργείο Πολιτισμού μετατρέπεται σε υπουργείο «βαρβαρότητας και απαιδευσιάς», το οποίο προσβάλλει αντί να στηρίζει τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας. Μια απλή σύγκριση του πώς αντιμετωπίζει η ελληνική πολιτεία την αρχιτεκτονική σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αρκεί για να καταδείξει την ανύπαρκτη ανάδειξη και προώθηση του έργου των Ελλήνων αρχιτεκτόνων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η Ελλάδα ήταν και συνεχίζει –δυστυχώς– να είναι εισαγωγέας και μεταπράτης αρχιτεκτονικών προτύπων και πολιτισμού. Η εσωστρέφεια υπονομεύει, κατατρώγει και εκμηδενίζει ό,τι σημαντικό πάει να ανθήσει σ’ αυτόν τον τόπο ή όπως έλεγε ο Σεφέρης, «… στην Ελλάδα όπου καταστρέφουν τα πάντα σαν τις ακρίδες».
      Την ίδια ώρα, οι νέοι ταλαντούχοι αρχιτέκτονες και αρχιτεκτόνισσες πνίγονται μέσα στο τέλμα της ζοφερής καθημερινότητας των «τακτοποιήσεων και νομιμοποιήσεων». Τα όνειρα και οι προσδοκίες τους συνθλίβονται στα γρανάζια της ελληνικής γραφειοκρατίας, ζώντας διαρκώς στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού και στον εφιάλτη της ανεργίας. Η δημόσια κριτική είναι σχεδόν ανύπαρκτη και όσες κριτικές εμφανίζονται είτε αποσιωπώνται και καταχωνιάζονται είτε καλύπτονται επιδέξια κάτω από τον μανδύα ενός ανούσιου και άκαρπου καθωσπρεπισμού. Δεν συζητάμε πια μεταξύ μας οι αρχιτέκτονες, αλλά δεν συζητάμε ούτε και με την ελληνική κοινωνία που τόσο την έχουμε ανάγκη. Μόνο αν απλωθεί η αρχιτεκτονική σε ολόκληρη την κοινωνία θα μπορέσουμε να πατήσουμε στο δικό μας σταθερό έδαφος και να πραγματοποιήσουμε το μετέωρο αλλά τόσο αναγκαίο και ελπιδοφόρο βήμα προς το μέλλον.
      Τάσης Παπαϊωάννου*
      *Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
    13. Αρθρογραφία

      Engineer

      Τις τάσεις που εκτιμάται ότι θα διαμορφώσουν το τοπίο στην ελληνικής αγοράς εξοχικής κατοικίας το 2025, περιγράφει η Elxis–At Home in Greece. Σύμφωνα με την εξειδικευμένη εταιρεία πώλησης και διαχείρισης εξοχικών κατοικιών, η οποία διαθέτει γραφεία σε Ολλανδία, Θεσσαλονίκη και Κρήτη, αναμένεται αυξημένο αγοραστικό ενδιαφέρον σε εναλλακτικούς προορισμούς, στις οποίες δεν έχουν ακόμη καταγραφεί ενδείξεις τουριστικού κορεσμού.
      Οι επιφάνειες και το κόστος έως 400 χιλ. ευρώ
      Ειδικότερα, εξοχικές κατοικίες επιφάνειας από 70 ως 95 τ.μ. σε εναλλακτικούς προορισμούς χαμηλού τουριστικού φόρτου, με πισίνα και μπάρμπεκιου, αναμένεται να κυριαρχήσουν φέτος από πλευράς ζήτησης από ξένους αγοραστές. Ανεξάρτητα νεόδμητα ακίνητα, υψηλών προδιαγραφών, με αξιοποίηση των υπαίθριων χώρων, υψηλή ποιότητα κατασκευής και κόστος που κυμαίνεται από 270.000 ως 400.000 ευρώ, συνιστούν το βασικό ζητούμενο για τους αγοραστές από το εξωτερικό, βάσει όσων αναφέρει η Elxis–At Home in Greece σε σχετική ανάλυσή της για τις τάσεις που θα επικρατήσουν φέτος στην αγορά εξοχικών κατοικιών.
      Η στροφή της ζήτησης
      «Καταρχάς παρατηρούμε και φέτος μια εμφανή μεταστροφή της ζήτησης από σημεία υψηλής τουριστικής κίνησης, σε άλλες περιοχές που εμφανίζουν μεγαλύτερο περιθώριο ανάπτυξης. Αυτό συμβαίνει λόγω του κορεσμού που παρατηρείται στα πιο δημοφιλή σημεία και της επιθυμίας πολλών αγοραστών για ιδιωτικότητα. Επιπλέον, τα οικόπεδα είναι δυσεύρετα και όταν εντοπίζονται είναι ακριβά, με αποτέλεσμα η τελική τιμή πώλησης να εκτοξεύεται», αναφέρει ο κ. Γιώργος Γαβριηλίδης, διευθύνων σύμβουλος της Elxis.
      Το αποτέλεσμα είναι να παρατηρείται μετακίνηση της ζήτησης προς άλλες περιοχές, λιγότερο επιβαρυμένες και πιο προσιτές, που όχι μόνο δεν υστερούν σε φυσικό κάλλος – το αντίθετο μάλιστα – αλλά επιπλέον προσφέρουν αυθεντικότητα και ασφαλώς ιδιωτικότητα. Αυτό αποτελεί και στρατηγικό πλεονέκτημα της ελληνικής αγοράς εξοχικών κατοικιών, έναντι άλλων ανταγωνιστικών αγορών του ευρωπαϊκού νότου, που είναι υπερκορεσμένες.
      Από τη Δυτική Ελλάδα και το Ιόνιο Πέλαγος…
      «Πρόκειται για μια εξέλιξη που είχαμε εντοπίσει και παρατηρήθηκε και στις αρχές του 2024, την οποία βλέπουμε να συνεχίζεται και φέτος με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Για παράδειγμα, αντί για την αγορά ενός εξοχικού στην Λευκάδα, παρατηρούμε εμφανή μεταστροφή του ενδιαφέροντος στις απέναντι ακτές, νότια και βόρεια της Πρέβεζας. Σημεία, όπως το Μονολίθι, το Κανάλι, η Πάλαιρος, η Πογωνιά και πιο νότια οι παραλίες του Μύτικα ξεχωρίζουν, προσφέροντας τις ίδιες γαλαζοπράσινες θάλασσες με τα Ιόνια Νησιά, αλλά με το πρόσθετο στοιχείο της ιδιωτικότητας και φυσικά πιο προσιτό κόστος αγοράς», σημειώνει ο κ. Γαβριηλίδης. Μεγάλο πλεονέκτημα των περιοχών αυτών αποτελεί και το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, που διευκολύνει σημαντικά την πρόσβαση ακόμα και αυτοκίνητο, μέσω της Βενετίας, της Ανκόνα, του Μπάρι και του Μπρίντιζι.
      Στην Κρήτη
      Αντίστοιχα, σύμφωνα με την Elxis, στην Κρήτη διαπιστώνεται μια μετακίνηση των ενδιαφερόμενων αγοραστών εξοχικών κατοικιών, από την βόρεια πλευρά του νησιού προς την νότια Κρήτη, σε περιοχές που είναι πολύ πιο ήπια αναπτυγμένες. Χωριά στο νότιο τμήμα του νομού Ρεθύμνου, όπως ο Πλακιάς, το Μαριού και ο Ασώματος, με πανοραμική θέα μέχρι τα νησιά της Γαύδου και των Παξιμαδιών, αποτελούν πλέον βασικούς προορισμούς για εκατοντάδες αγοραστές εξοχικών κατοικιών. Την ίδια στιγμή, οι προσβάσεις παραμένουν καλές, καθώς η απόσταση από την βόρεια πλευρά της Κρήτης και την πόλη του Ρεθύμνου, είναι περίπου 35 χιλιόμετρα. Ανάλογη είναι και η απόσταση των περιοχών αυτών από τα αεροδρόμια του Ηρακλείου και των Χανίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κρήτη ψηφίστηκε ως ο 9ος καλύτερος προορισμός διακοπών παγκοσμίως, με βάση τα φετινά βραβεία των χρηστών της πλατφόρμας Tripadvisor.
      Η δεξαμενή πελατών
      Σε ό,τι αφορά τις τιμές πώλησης, η δημοφιλέστερη κατηγορία θα παραμείνει και φέτος εκείνη των 270.000 έως 400.000 ευρώ. Σύμφωνα με τον κ. Γαβριηλίδη, «στο συγκεκριμένο εύρος τιμών, υπάρχει μια πάρα πολύ μεγάλη δεξαμενή πελατών στην Δυτική Ευρώπη, που επιλέγει να αποκτήσει εξοχικό στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι αυτοί προτιμούν μια τέτοια επένδυση, από το να κρατούν τα χρήματά τους σε αποταμιευτικούς λογαριασμούς, που προσφέρουν σχεδόν μηδενικά επιτόκια. Έτσι και οι κατασκευαστές εξοχικών προσαρμόζουν τις νέες κατοικίες, με τρόπο τέτοιο, ώστε να μην αυξάνεται το κόστος και να παραμένει εντός του εύρους αυτού».
      Αυτό γίνεται κυρίως με την μείωση των διαθέσιμων επιφανειών. Όπως σημειώνει η Elxis, πριν από 20 χρόνια, ένα τυπικό εξοχικό δύο υπνοδωματίων προσέφερε 90 – 95 τ.μ. χώρων κυρίας χρήσης. Φέτος, το ίδιο νεόδμητο και πλήρως ανεξάρτητο σπίτι με πισίνα, διατίθεται με επιφάνεια 70 τ.μ., μειώνοντας π.χ. την επιφάνεια των υπνοδωματίων και δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην διαμόρφωση των εξωτερικών χώρων. Μάλιστα, πολλές νέες κατοικίες διαθέτουν ακόμα κι εξωτερική κουζίνα, αλλά και πέργκολα και μπάρμπεκιου, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα σπίτια αυτά χρησιμοποιούνται περισσότερο το καλοκαίρι, που ούτως ή άλλως, μεγάλο μέρος του χρόνου το περνά κανείς στους εξωτερικούς χώρους της κατοικίας, καταλήγει η ανάλυση της εταιρείας.
    14. Αρθρογραφία

      Engineer

      Πολιτική Συνοχής και ΕΣΠΑ, επιτυχημένο παράδειγμα χρήσης από δήμους και περιφέρειες – Τι θα γίνει με το Ταμείο Ανάκαμψης – Οι συζητήσεις στις Βρυξέλλες στην Εβδομάδα Πόλεων και Περιφερειών ανοίγουν δρόμο για περισσότερα χρήματα στην ελληνική περιφέρεια.
      Η Ευρωπαϊκή Εβδομάδα των Πόλεων και των Περιφερειών (#EURegionsWeek) είναι το ετήσιο πανηγυρικό ραντεβού στις Βρυξέλλες μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και των εκλεγμένων στα όργανα αυτοδιοίκησης, αλλά και στις εθνικές αρχές, όπου συζητούνται τα θέματα κυρίως της Πολιτικής Συνοχής της ΕΕ και φυσικά τα ζητήματα αυτοδιοίκησης.
      Φέτος μάλιστα, στην εβδομάδα που τρέχει αυτήν την περίοδο, στο περιθώριο των πολλών συζητήσεων και συναντήσεων, που έγιναν κυρίως διαδικτυακά, φάνηκε να προκαλείται περισσότερο ενδιαφέρον από άλλες φορές: κυρίως διότι βρίσκονται μπροστά μας οι αποφάσεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για τα χρήματα του νέου ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, όπως τα ξέρουμε οι περισσότεροι στην Ελλάδα.
      Και αυτό που στις Βρυξέλλες φάνηκε πολύ έντονα φέτος ήταν ότι οι δήμοι και οι περιφέρειες όλης της Ευρώπης, της αυτοδιοίκησης συνολικά, δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν στις γραφειοκρατίες και στις εθνικές αρχές το μοναδικό ιστορικά ύψος πόρων που θα αφιερωθεί τα επόμενα χρόνια για επενδύσεις, ενισχύσεις και επιχορηγήσεις σε όλη την Ευρώπη.
      Ειδικά για την Ελλάδα, ως γνωστόν, οι πόροι μπορεί να ξεπεράσουν τα 70 δις ευρώ για τα επόμενα 7-9 χρόνια, αν αξιοποιήσουμε πλήρως τα διαθέσιμα κονδύλια.
      Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα είχε έναν πρωταγωνιστή στην Εβδομάδα των Περιφερειών, καθώς ο Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας είναι Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών.
      Εκείνος μίλησε (σε ορισμένες μόνο από τις επίσημες εκδηλώσεις) επισήμως εκ μέρους της αυτοδιοίκησης με την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην εναρκτήρια εκδήλωση, υποδέχθηκε διαδικτυακά την Καγκελάριο της Γερμανίας, ως Προεδρεύουσα χώρα, Άνγκελα Μέρκελ, συνομίλησε με τον Αντιπρόεδρο της Κομισιόν Φρανς Τίμμερμανς για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, και συζήτησε αναλυτικά με την Επίτροπο Συνοχής και Μεταρρυθμίσεων Ελίζα Φερέϊρα για όλες τις επενδύσεις που τρέχουν, αλλά και των επόμενων χρόνων, από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ.
      Ο Έλληνας περιφερειάρχης, εκ μέρους των συναδέλφων του σε όλη την Ευρώπη, ανέλυσε πραγματικά και με διαφορετικές αφορμές κάθε φορά, τον ρόλο που παίζει η αυτοδιοίκηση στην εφαρμογή όλων των πολιτικών της ΕΕ. Και εν τέλει στα έργα και τις δράσεις που βλέπουν οι πολίτες δίπλα τους κάθε μέρα.
      Αυτό τονίστηκε ιδιαίτερα για την περίοδο της τωρινής πανδημίας, όπου οι δήμοι και οι περιφέρειες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της στήριξης των πολιτών αλλά και στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων, καθημερινά, και σε πολλά επίπεδα.
      Το ζήτημα αναδείχθηκε ιδιαίτερα στη συζήτηση με την Ελίζα Φερέϊρα, καθώς η Κομισιόν επέλεξε να ανακοινώσει τα αποτελέσματα των χρηματοδοτήσεων από την Πολιτική Συνοχής μέσα στην Εβδομάδα των Περιφερειών.
      Ο κοινός τόπος όμως των τοποθετήσεων και το κλίμα που εισπράττει ένας ουδέτερος παρατηρητής φέτος είναι πολύ σαφής: η αυτοδιοίκηση στην Ευρώπη θέλει να έχει λόγο και ρόλο στις επιλογές που την αφορούν, στις αποφάσεις για την κατανομή των κονδυλίων, στα έργα που πρέπει να αποφασίζονται και να γίνονται κοντά στους πολίτες.
      Αυτό μπορεί να είναι πλέον κανόνας για τα έργα της πολιτικής Συνοχής (τις περισσότερες φορές), όσα δηλαδή χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ στην Ελλάδα αλλά τώρα υπάρχουν νέες προκλήσεις μπροστά. Και οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν δείξει ήδη ότι επιθυμούν τον έλεγχο των χρηματοδοτήσεων…
      Τι συμβαίνει με το Ταμείο Ανάκαμψης;
      Λίγες μόνον ημέρες πριν την πρώτη προθεσμία για την υποβολή των εθνικών σχεδίων στις Βρυξέλλες, η Επιτροπή των Περιφερειών ζήτησε ευθέως να έχει ρόλο και λόγο τόσο επί των αποφάσεων όσο και επί της υλοποίησης των έργων και επενδύσεων που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης.
      Το ζήτησε σχεδόν ευθέως ο Απόστολος Τζιτζικώστας. Και – ως εκ θαύματος – η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν ήταν αρνητική σε γενικό επίπεδο. Όπως συνηθίζεται στις Βρυξέλλες, με στρογγυλό τρόπο αποτύπωσε ότι βλέπει τις περιφέρειες και την αυτοδιοίκησης συμμάχους. Δεν το απέκλεισε δηλαδή, αλλά δεν προχώρησε και παραπέρα. Και αυτό γιατί όσον αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης ειδικά οι κυβερνήσεις έχουν προς το παρόν κυρίαρχο ρόλο – και έχουν βάλει και δικαίωμα να κρίνουν τις εκταμιεύσεις προς κάθε κράτος – μέλος…
      Ωστόσο ούτε η Επιτροπή των Περιφερειών σήκωσε τους τόνους…. Αφού στην παρουσίαση του πρώτου βαρομέτρου – έρευνας για το πώς βλέπουν οι πολίτες τη ζωή στις πόλεις και τις περιοχές τους σημείωσε τον ρόλο της αυτοδιοίκησης, τόνισε ότι η μείωση των (αυτοδιοικητικών) πόρων και εσόδων λόγω κορωνοϊού διακινδυνεύει την παροχή δημόσιων υπηρεσιών και ταυτόχρονα έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημιουργία μιας «χαμένης γενιάς λόγω κορονοϊού», ειδικά για την νεολαία και τους ανέργους, αλλά και για τις αυξανόμενες περιφερειακές ανισότητες.
      Στο βάθος η πράσινη οικονομία και ο ψηφιακός μετασχηματισμός
      Η διαφαινόμενη αυτή συστράτευση στην ανάλυση μεταξύ των «γραφειοκρατών» της Κομισιόν και των εκλεγμένων από τους πολίτες αυτοδιοικητικών έκανε ίσως εντύπωση, αλλά φάνηκε μέσα στην εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Εβδομάδας των Περιφερειών ότι είχε νόημα και ουσία…
      Έτσι,  ο Τιμμερμανς, ο οποίος είναι ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, απευθυνόμενος στον Τζιτζικώστα και στους άλλους αυτοδιοικητικούς, κάλεσε τις τοπικές και περιφερειακές αρχές να αναλάβουν την ευθύνη και να διαμορφώσουν την Πράσινη Συμφωνία σε τομείς που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές τους. Και η Επιτροπή των Περιφερειών ευμενώς αποδέχθηκε την πρόσκληση…
      Έτσι δημιουργείται μια, νέα θα λέγαμε, συμμαχία που θα έχει ως στόχο να παράσχει στις τοπικές και περιφερειακές αρχές τη στήριξη και τις γνώσεις που χρειάζονται για να εφαρμόσουν αποτελεσματικότερα την εθνική ανάκαμψη και τα κονδύλια της ΕΕ ώστε η Πράσινη Συμφωνία να καταστεί πραγματική σε κάθε κοινότητα, ιδίως όσον αφορά τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, την ανάπτυξη βιώσιμων μεταφορών και την προστασία των φυσικών οικοτόπων.
      Από τη μία λοιπόν η βασική συνεργασία της ΕΕ με την αυτοδιοίκηση μέσα από την Πολιτική Συνοχής, από την άλλη η νέα συνεργασία με την Κομισιόν για την Πράσινη Συμφωνία, «δένει» η συνεργασία και μένουν οι εθνικές κυβερνήσεις να κάνουν τον επιτελικό σχεδιασμό…
      Θα ακολουθήσει σύντομα, όπως φάνηκε από τις συζητήσεις στις Βρυξέλλες, και αντίστοιχη πολιτική για τον ψηφιακό μετασχηματισμό αν και σε αυτόν τον τομέα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα καθώς χρειάζονται επενδύσεις σε εθνικό επίπεδο (όπως τα δίκτυα 5G) και μεγάλες υποδομές, αλλά σίγουρα στις ψηφιακές δεξιότητες και στην επιχειρηματικότητα θα βρεθεί κοινός τόπος.
      Τι αλλάζει στην Ελλάδα;
      Τι σημασία έχουν όλα αυτά για τον κάθε ελληνικό τόπο; Πολύ συγκεκριμένη… Όπως αποκαλύψαμε πριν λίγες εβδομάδες, ο σχεδιασμός της ελληνικής κυβέρνησης είναι να κατευθυνθεί στις περιφέρειες περίπου το 33% του νέου ΕΣΠΑ. Και για το Ταμείο Ανάκαμψης, που η κυβέρνηση ακόμη δεν έχει ανακοινώσει βασικές λεπτομέρειες αλλά κάνει μόνο γενικές ανακοινώσεις και διαρροές, δεν υπάρχει περιφερειακή διάσταση. Αυτό ακριβώς παλεύουν οι αυτοδιοικητικοί: μέσα από τη συνεργασία με την Κομισιόν να υπάρξει μηχανισμός ώστε η διαχείριση των έργων από το ταμείο Ανάκαμψης να περάσει και μέσα από τις περιφέρειες, ενώ διεκδικούν ταυτόχρονα μεγαλύτερο ποσοστό του νέου ΕΣΠΑ.
      Όλα αυτά μεταφράζονται σε περισσότερα ή λιγότερα εκατομμύρια ευρώ, από το σύνολο των 70 δις, για κάθε περιφέρεια της χώρας στα επόμενα 7, τυπικά, αλλά 10, ουσιαστικά, χρόνια. Και οι περιφέρειες μάλλον έχουν κάθε λόγο να «φωνάζουν» ότι δεν πρέπει να επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος, με έναν αθηνοκεντρικό σχεδιασμό και διαχείριση που δημιούργησε πολλές δυσκολίες.
      Η συνοχή, με κοινωνικό αλλά και χωρικό περιεχόμενο, πρέπει να είναι η βασική συνιστώσα, με διακυβέρνηση όσο το δυνατόν πιο κοντά στον πολίτη. Και αυτό δεν γίνεται από τα γραφεία των Αθηνών – ή κάθε πρωτεύουσας… Ευελπιστούν λοιπόν ότι με τις κατάλληλες συμμαχίες θα αλλάξει προς το καλύτερο το μοντέλο, που έχει επιτυχίες με την Πολιτική Συνοχής αλλά που με τον πακτωλό χρημάτων που προβλέπονται υπάρχει κίνδυνος να μείνουν «απέξω» οι τοπικές κοινωνίες.
      Η ελληνική κυβέρνηση πάντως έχει διακηρύξει ότι θα υπάρξουν πολλές και μεγάλες αλλαγές στη διαχείριση των κοινοτικών πόρων. Οι επόμενες εβδομάδες και λίγοι μήνες θα δείξουν αν θα καταφέρει η Αυτοδιοίκηση να πάρει μεγαλύτερο ρόλο ή αν θα επικρατήσει ένα συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης της κοινοτικής χρηματοδότησης για τα επόμενα χρόνια.
      [Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην ελληνική EurActiv στο πλαίσιο της δράσης «Η Πολιτική Συνοχής δίπλα μας» και αναδημοσιεύεται στο economix.gr στο πλαίσιο της συνεργασίας περιεχομένου των δύο ΜΜΕ]
    15. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η πρώτη δεκάδα
      Ο τελευταίος πίνακας κατάταξης των μεγαλύτερων κατασκευαστικών εταιρειών στον κόσμο δείχνει καθαρά ότι το 2018 ήταν ένα ακόμη θετικό έτος για την κατασκευαστική βιομηχανία. Ο συνολικόςκύκλος εργασιών των κορυφαίων εταιρειών του χώρου  εμφανίζει και πάλι αύξηση, αν και σε σχετικάμικρό ποσοστό: αυξήθηκε στα 1.677 δις US$, έναντι 1.608 δις US$ το προηγούμενο έτος (2017).   Η Κινεζική κυβέρνηση εξακολουθεί να επενδύει σε υποδομές, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, στο πλαίσιο της του Προγράμματος Μια Ζώνη -  Ένας Δρόμος που ξεκίνησε το 2013(γνωστό και ως Ο Δρόμος του Μεταξιού, OBOR, One Belt One Road Initiative), οπότε οι εδρεύουσεςστην Κίνα εταιρείες, βρίσκονται για μια άλλη μια φορά στην κορυφή του πίνακα. Μάλιστα δε δενδιαφαίνονται τάσεις υποχώρησης της κατασκευαστικής δραστηριότητας στην χώρα αυτή, οπότε ηπρωτοκαθεδρία της στον κατασκευαστικό τομέα αναμένεται ότι θα διατηρηθεί και τα προσεχή χρόνια.   Το 2018 η Κίνα εξακολούθησε να αποτελεί την μεγαλύτερη αγορά μηχανημάτων έργων στον κόσμο,με πωλήσεις αυξημένες κατά 30%, στις 325.000 μονάδες.   Στην κορυφή του πίνακα βρίσκεται η κρατική Κινεζική εταιρεία China State Construction andEngineering , της οποίας ο κύκλος εργασιών ανήλθε το 2018 στα 178 δις US$, έναντι 164 δις US$ το2017. Ακολουθεί η China Railway Group με 111δις US$, έναντι 101 δις US$ το 2017, ενώ στην τρίτη θέση κατατάσσεται η επίσης Κινεζική εταιρεία China Railway Construction Corporation με 109 δις US$, έναντι 99 δις US$ το 2017.    Από τις πέντε  πρώτες εταιρείες του πίνακα, οι τέσσερες είναι Κινεζικές, ενώ από τις πρώτες 10 οιπέντε είναι επίσης Κινεζικές.   Η σύνθεση της πρώτης δεκάδας παραμένει η αυτή με το 2017, με κάποιες ανακατατάξεις στην σειρά:η Αμερικανική Bechtel (η μόνη Αμερικανική εταιρεία στην πρώτη δεκάδα) υποχώρησε από την 9η θέση στην 10η και η Ισπανική ACS υποχώρησε από την 6η θέση στην 7η.   Στην 5η θέση του πίνακα βρίσκεται η Γαλλική Vinci, της οποίας ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε από τα49 στα 52US$, εμφανίζοντας όμως μικρότερη αύξηση από ότι τα προηγούμενα χρόνια.   Στην πρώτη δεκάδα κατατάσσονται επίσης η Γαλλική Bouygues (8η) και η Γερμανική Hochtief (9η).   Στον πίνακα των 200 κορυφαίων εταιρειών περιλαμβάνονται και δύο Ελληνικές, η Ελλάκτωρ (στην 147η θέση, με τζίρο 2,193 δις US$) και η ΓΕΚ - ΤΕΡΝΑ (στην 173η θέση, με τζίρο 1,655 δις US$).   Περιλαμβάνεται επίσης και η εδρεύουσα στην Αθήνα εταιρεία Consolidated Contractors Company(CCC ), η οποία δραστηριοποιείται μόνον στις Αραβικές χώρες.     Δείτε αναλυτικά τα στοιχεία της ανάλυσης εδώ:   441295234-World-s-Biggest-Construction-Contractors.pdf      
    16. Αρθρογραφία

      Engineer

      Δύο χρόνια μετά την καταστροφική πυρκαγιά οι εργασίες αποκατάστασης προχωρούν. Ωστόσο οικολόγοι αντιδρούν: Μήλον της έριδος οι βελανιδιές αλλά και ο μόλυβδος.
      Η επίσημη τελετή για το κόψιμο των απαραίτητων για την αποκατάσταση του ιστορικού καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων στις αρχές Μαρτίου επισκιάστηκε για άλλη μια φορά από διαμαρτυρίες. Για τις εργασίες αποκατάστασης πρέπει να κοπούν περίπου 2000 βελανιδιές από δασική έκταση έξω από το Παρίσι. Για την υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας Ροζελίν Μπασελό η διαδικασία αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να αποκατασταθεί η Νοτρ Νταμ όσο το δυνατόν καλύτερα και να επιστρέψει στο μέτρο του εφικτού στην παλιά της εικόνα. Τα ξύλα βελανιδιάς αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του παλιού σκελετού της. Ωστόσο η υπόσχεση για πλήρη αποκατάσταση του μνημείου μέσα σε πέντε χρόνια φαίνεται μάλλον μη ρεαλιστική.
      Μια πυρκαγιά που σόκαρε τον κόσμο
      Οι μνήμες από τη μεγάλη πυρκαγιά στην Παναγία των Παρισίων είναι ακόμη νωπές. Η μεγαλειώδης στέγη του ναού καταστράφηκε ολοσχερώς. Για μέρες τηλεοπτικά δίκτυα από όλο τον κόσμο μετέδιδαν τις θλιβερές εικόνες από την καρδιά κυριολεκτικά της γαλλικής πρωτεύουσας. Ο Ροντόλφ Νερόν, εθελοντής πυροσβέστης που συμμετείχε στις αγωνιώδεις προσπάθειες κατάσβεσης της πυρκαγιάς και διάσωσης του Μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, θυμάται δύο χρόνια μετά: «Πρόκειται για ένα ιστορικό μνημείο που είναι συνυφασμένο με την καρδιά της Γαλλίας. Την ίδια στιγμή όταν καλείσαι να λάβεις μέρος σε μια πυροσβεστική αποστολή δεν σκέφτεσαι πολλά. Σκέφτεσαι τι θα κάνεις και πώς. Σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η διεκπεραίωση του καθήκοντος που καλείσαι να επιτελέσεις».
      Λίγο μετά την πυρκαγιά δωρητές από όλο τον κόσμο δεσμεύτηκαν να συγκεντρώσουν ένα δις ευρώ για τις εργασίες ανοικοδόμησης. Μέχρι στιγμής έχουν μαζευτεί 833 εκατομμύρια από 340.000 δωρητές από 150 χώρες. «Μέχρι σήμερα συνειδητοποιούμε ότι μας ευχαριστούν άνθρωποι για τη δουλειά μας. Τότε δεν είχαμε αντίληψη του τι κάναμε. Ένιωθα απλά ότι έκανα το καθήκον μου» αναφέρει ο Φαμπιέν Φρεμόν, επικεφαλής της πυροσβεστικής υπηρεσίας του Σεν Ζερμέν συρ Μοράν.
      Διαμαρτυρίες και περιβαλλοντικές ενστάσεις
      Η ιστορία με τις βελανιδιές όμως δεν βοηθά τη διαδικασία ανοικοδόμησης -το αντίθετο. Τα μισά δέντρα προέρχονται από δημόσια δάση, τα άλλα μισά από ιδιωτικές εκτάσεις. Πρόκειται ωστόσο για γέρικα δέντρα, που θα κόβονταν έτσι κι αλλιώς, εξηγεί στην DW o Γκιγιόμ Λαριέρ, εκπρόσωπος της γαλλικής υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την προστασία των δασών. Ωστόσο αυτή η αιτιολόγηση δεν επαρκεί για τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και τους ακτιβιστές που αντιδρούν. Σύμφωνα με τη γαλλική περιβαλλοντική οργάνωση Ρομπέν των Δασών το κόψιμο των δέντρων συνεπάγεται τoν ακρωτηριασμό του δάσους. Παράλληλα χρειάζονται πολλά χρόνια για την αναγέννηση των δασικών εκτάσεων, οι οποίες αποτελούν βιοτόπους για ζώα και πουλιά.

      Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι μετά την πυρκαγιά το δημόσιο ινστιτούτο Ineris, το οποίο μελετά το βιομηχανικό περιβάλλον και τη μόλυνση, κατέγραψε μεγάλες ποσότητες μολύβδου που είχαν απελευθερωθεί στην περιοχή γύρω από την Παναγία των Παρισίων. Η γαλλική οργάνωση Ρομπέν των Δασών προσέφυγε μάλιστα δικαστικά κατά των γαλλικών αρχών επειδή δεν έλαβαν άμεσα μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας. Η προσφυγή απορρίφθηκε μετά από μερικούς μήνες. Η οργάνωση εκτιμά μέχρι σήμερα ότι άλλα οικοδομικά υλικά, πιο σύγχρονα και πιο φιλικά προς το περιβάλλον, θα έπρεπε καλύτερα να προτιμηθούν για την αποκατάσταση της Νοτρ Νταμ, δείχνοντας μάλιστα αποφασισμένη να συνεχίσει τον δικαστικό αγώνα.
      Την ίδια ώρα, αν και με αργούς ρυθμούς, οι εργασίες στην Παναγία των Παρισίων συνεχίζονται. Eκατοντάδες εργάτες συνεχίζουν να δουλεύουν στη Νοτρ Νταμ για να την επαναφέρουν στην αρχική της κατάσταση. Ένα δύσκολο εγχείρημα και συγχρόνως μια μεγάλη πρόκληση. Ο τεχνίτης Φερντινάντ ντε Γκιλμπόν που εργάζεται σε μια σκαλωσιά αναφέρει: «Εργαζόμαστε σε ένα κτίσμα που είναι πραγματικά συναρπαστικό από αρχιτεκτονική άποψη. Είναι μοναδική ευκαιρία να μπορείς να βλέπεις το μνημείο από τόσο κοντά καθώς δουλεύεις».
      Λίζα Λουί, Παρίσι/ Afp/ France Télévision
      Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη
      https://www.dw.com/
    17. Αρθρογραφία

      tetris

      Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε να μην ακυρώσει οικοδομικές άδειες στην περιοχή του Αλίμου που εκδόθηκαν βάσει του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ), διαφυλάσσοντας την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την προστασία των πολιτών που εμπιστεύθηκαν το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο. Παράλληλα, προχώρησε σε σημαντικές κρίσεις για τις πολεοδομικές ρυθμίσεις, τονίζοντας ότι οι διατάξεις του ΝΟΚ δεν μπορούν να υπερισχύουν των ειδικών πολεοδομικών κανόνων κάθε περιοχής.
      Το Ανώτατο Δικαστήριο δημοσιοποίησε αποφάσεις που αφορούν προσφυγές για οικοδομές στον Δήμο Αλίμου, αποσαφηνίζοντας το νομικό του σκεπτικό. Το Συμβούλιο της Επικρατείας τόνισε την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 24 του Συντάγματος για την ορθή χωροταξική και πολεοδομική ρύθμιση, στηριζόμενο στη νομολογία.
      Σύμφωνα με το δικαστήριο, οι πολεοδομικές ρυθμίσεις είναι συνταγματικά επιτρεπτές μόνο όταν θεσπίζονται κατόπιν ειδικής επιστημονικής μελέτης, ενώ παράγοντες όπως η υφιστάμενη κατάσταση ή τα ιδιωτικά συμφέροντα μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνο επικουρικά.
      Σε ό,τι αφορά την αναδρομικότητα της απόφασης, το ΣτΕ αποφάσισε να μην ακυρώσει τις οικοδομικές άδειες που εκδόθηκαν βάσει του ΝΟΚ, λαμβάνοντας υπόψη την ασφάλεια δικαίου και την ανάγκη προστασίας των πολιτών που εμπιστεύθηκαν το ισχύον νομικό πλαίσιο. Ωστόσο, ως χρονικό σημείο εφαρμογής της απόφασης όρισε την 11η Δεκεμβρίου, εξαιρώντας από τις ρυθμίσεις τις οικοδομές που δεν είχαν ξεκινήσει εργασίες μέχρι τότε.
      Σε μια λεπτομερή ανάλυση των τροποποιήσεων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ) μέσω των νόμων 4759/2020 και 4819/2021, το δικαστήριο ανέδειξε την επίπτωση της μείωσης του ελάχιστου ύψους ορόφου από 2,65 σε 2,50 μέτρα, σημειώνοντας ότι αυτό αποτέλεσε εργαλείο για την αύξηση του αριθμού των ορόφων των κτιρίων. Σημείωσε επίσης ότι ο οικοδομικός κανονισμός έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές στα 12 χρόνια εφαρμογής του, γεγονός που επηρεάζει τη σταθερότητα του πολεοδομικού σχεδιασμού.
      Ως προς την ουσία των προσφυγών, το ΣτΕ έκρινε ότι οι διατάξεις του ΝΟΚ για το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος των κτιρίων δεν μπορούν να υπερισχύουν των ειδικών πολεοδομικών διατάξεων κάθε περιοχής. Παράλληλα, το δικαστήριο υιοθέτησε μια πιο επιεική στάση απέναντι στα πολεοδομικά κίνητρα, αποδεχόμενο την αύξηση του συντελεστή δόμησης ως αντάλλαγμα για τη μείωση της κάλυψης, τη δημιουργία ενεργειακά αποδοτικών κτιρίων και την αύξηση των κοινόχρηστων χώρων. Αυτή η επιχειρηματολογία υποστηρίχθηκε από το υπουργείο Περιβάλλοντος, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας και τους κατασκευαστές.
      Ιδιαίτερη σημασία έχει και η απόφαση του ΣτΕ για τη μη προσμέτρηση συγκεκριμένων χώρων, όπως τα πατάρια, τα δώματα και οι πισίνες, στον συντελεστή δόμησης. Το δικαστήριο έκρινε ότι αυτό οδηγεί σε έμμεση αύξηση της δόμησης και της οικιστικής πυκνότητας, γεγονός που συνιστά συνταγματική παραβίαση.
      Τέλος, ανέφερε ότι ο νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να τροποποιεί τους όρους δόμησης και να επανακαθορίζει την ισορροπία μεταξύ τους, εφόσον δεν επιδεινώνονται οι συνθήκες διαβίωσης.
    18. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η ορθολογική οργάνωση του χώρου ήταν πάντα ένας παράγοντας συνδεδεμένος με την οικονομική ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις δημιουργούν αξία και βελτιώνουν τη θέση τους στον ανταγωνισμό όταν, μεταξύ άλλων, εκμεταλλεύονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον χώρο στον οποίο εδρεύουν και λειτουργούν. Τις τελευταίες δεκαετίες, ο ορθολογικός χωροταξικός σχεδιασμός, συνδέεται άμεσα και με την προστασία του περιβάλλοντος. Επιβάλλει κανόνες χωρητικότητας και λειτουργίας στις επιχειρήσεις και στις υποδομές τους και, επομένως, αποτρέπει περιβαλλοντικές αυθαιρεσίες. Αντίθετα, σε περιοχές εκτός σχεδίου αλλά και στον ευρύτερο αστικό και περιαστικό χώρο οι επιβλαβείς για το περιβάλλον δραστηριότητες είναι πολύ πιο συχνές.
      Η ιδέα των Επιχειρηματικών Πάρκων βασίζεται ακριβώς στα παραπάνω δεδομένα: προκαθορισμένοι και πολεοδομημένοι χώροι με συγκεκριμένες συμβατές χρήσεις που ορίζονται από χωρικά σχέδια, λαμβάνουν ειδική έγκριση ανάπτυξης για αυτό το σκοπό και πληρούν πολλές από τις προϋποθέσεις αδειοδότησης. Οι χώροι αυτοί διατίθενται να στεγάσουν βιομηχανίες, βιοτεχνίες, logistics και άλλες χρήσεις του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα. Με αυτό τον τρόπο οι επιχειρήσεις λειτουργούν σε ένα ρυθμισμένο πλαίσιο που σέβεται το περιβάλλον, αλλά είναι επίσης απαλλαγμένες από τον “πονοκέφαλο” της συμμόρφωσης με κανόνες που πληρούνται ήδη συνολικά στο Επιχειρηματικό Πάρκο που τις φιλοξενεί. Έτσι, μπορούν να αφιερωθούν απρόσκοπτα, άρα πιο παραγωγικά, στη δραστηριότητά τους και με εύλογο "εξωτερικό" διοικητικό κόστος λειτουργίας. Είναι μια συμφέρουσα λύση για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη -κράτος, κοινωνία και επιχειρήσεις- η οποία εφαρμόζεται σε μεγάλη κλίμακα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
      Στην Ελλάδα, όμως, τα Επιχειρηματικά Πάρκα συχνά υπολειτουργούν και συνολικά στεγάζουν συγκριτικά πολύ λίγες επιχειρήσεις. Γιατί συμβαίνει αυτό;
      Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη (PDF)
      Η νέα έρευνα που δημοσιεύει η διαΝΕΟσις και πραγματοποιήθηκε από ερευνητική ομάδα της συμβουλευτικής εταιρείας Re.De-Plan AE Consultants με την επιστημονική υποστήριξη και επιμέλεια της Αθηνάς Γιαννακού, καθηγήτριας στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ έχει ως στόχο να αναδείξει την αξία των Επιχειρηματικών Πάρκων “ως εργαλεία ανταγωνιστικότητας και περιβαλλοντικής προστασίας”. Η έρευνα, την οποία μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη εδώ, ανατρέχει στο ιστορικό των ρυθμίσεων για τις χρήσεις γης στην Ελλάδα, αλλά και σχολιάζει εκτενώς απόπειρες του παρελθόντος να αναπτυχθούν Επιχειρηματικά Πάρκα, ή, όπως ευρύτερα ονομάζονται, “οργανωμένοι υποδοχείς”, υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο τους παράγοντες που συνδέονται με τη σημερινή κατάσταση. Τέλος, αναδεικνύει τη χρησιμότητα ενός "Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την ανάπτυξη οργανωμένων υποδοχέων επιχειρηματικότητας" και μάλιστα, οι συγγραφείς καταθέτουν συγκεκριμένη πρόταση ενός τέτοιου Σχεδίου καθώς και επιχειρούν να εκτιμήσουν ποσοτικά τον αντίκτυπο που αυτό θα είχε στην οικονομία.
      Η κατάσταση σήμερα
      Διαβάστε την επιτελική σύνοψη της μελέτης (PDF)
      Τη δεκαετία 2010-2020, μια περίοδο σημαντικής αποεπένδυσης για την Ελλάδα, η συμβολή της μεταποίησης παρέμεινε εν πολλοίς σταθερή, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επομένως, υπάρχει η ανάγκη να δοθούν κίνητρα για περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα. Όπως αναφέραμε παραπάνω, η λειτουργία Επιχειρηματικών Πάρκων ενθαρρύνει τις επενδύσεις καθώς αφαιρούν κόστος από τις επιχειρήσεις ενώ παράλληλα με κατάλληλο σχεδιασμό και εφαρμογή, ωφελούν την κοινωνία και το περιβάλλον.
      Ωστόσο, τα Επιχειρηματικά Πάρκα (οργανωμένοι υποδοχείς) που λειτουργούν πλήρως σήμερα στην Ελλάδα είναι λίγα, μόλις 26 σύμφωνα με υπολογισμούς της συγγραφικής ομάδας. Εκτός από τον περιορισμένο αριθμό τους είναι επιπλέον άνισα κατανεμημένα, συγκριτικά με τις ανάγκες της μεταποίησης στη χώρα. Για παράδειγμα, περίπου το 44% της μεταποιητικής δραστηριότητας της χώρας αφορά στην Αττική και στη Βοιωτία (λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης βιομηχανιών στην περιοχή των Οινοφύτων). Ωστόσο, μόνο 4 Επιχειρηματικά Πάρκα, δηλαδή μόλις 2,86% του συνόλου, λειτουργούν στην επικράτεια αυτών των δύο νομών. Μάλιστα, η λειτουργία αυτών των τεσσάρων υποδοχέων είναι κι αυτή ανομοιογενής: ο ένας (Θίσβη) ανήκει εξολοκλήρου σε μια επιχείρηση, ο δεύτερος (Σχιστό) παρουσιάζει υψηλά ποσοστά πληρότητας, ο τρίτος (Άνω Λιόσια) "αντιμετωπίζει σημαντικά λειτουργικά ζητήματα" και ο τέταρτος (Κερατέα) βρίσκεται στην Ανατολική Αττική, που, όπως γράφουν οι ερευνητές ,"δεν αποτελεί περιοχή προτίμησης των επιχειρήσεων". Οι συγγραφείς παρατηρούν επίσης ότι αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ Επιχειρηματικών Πάρκων και αναγκών της βιομηχανίας δεν περιορίζεται στην Αττική και στη Βοιωτία, αλλά είναι γενικευμένη.
      Όμως, εφόσον οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν λειτουργούν μέσα σε Επιχειρηματικά Πάρκα, πού λειτουργούν τελικά; Ο όρος που περιγράφει τις περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση βιομηχανιών, αλλά χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, είναι "Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις". Πρόκειται για "βιομηχανικές περιοχές" που δεν σχεδιάστηκαν ποτέ ως τέτοιες, αλλά για πολλούς, διαφορετικούς λόγους προσέλκυσαν επιχειρήσεις να εγκατασταθούν εκεί και μετατράπηκαν "από τα κάτω" σε χώρους φιλοξενίας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά προβλήματα με αυτές τις περιοχές, τόσα που ο όρος Άτυπη Βιομηχανική Συγκέντρωση συχνά καταλήγει να είναι ευφημισμός.
      "Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις σε περιοχές χωρίς δίκτυα και υποδομές πρόσβασης και περιβαλλοντικής διαχείρισης", παρατηρούν οι συγγραφείς, "αναπτύχθηκαν κατά εκατοντάδες και συνεχίζουν να φιλοξενούν τη βιομηχανία, τα logistics, τις μικρές και μεσαίες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, καθιστώντας το μοντέλο της παρόδιας δόμησης στις επαρχιακές και τις εθνικές οδούς τη δεσπόζουσα κατεύθυνση χωρικής οργάνωσης των επαγγελματικών εγκαταστάσεων". Σε ένα άλλο σημείο σημειώνουν: "Όταν οι αναπτυξιακές προοπτικές μιας περιοχής σχεδιάζονται χωρίς να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις ιδιαιτερότητες του χώρου (...), αλλά αντίθετα εστιάζουν μόνο στους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί η ανάπτυξη διάφορων οικονομικών μεγεθών, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παραγκωνίζεται ο βασικός (και μακροπρόθεσμος) στόχος της ανάπτυξης, που δεν είναι άλλος από τη συνεχή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων μιας συγκεκριμένης περιοχής και γενικότερα της χώρας".
      Χωροταξία και χρήσεις γης
      Πέρα, όμως, από τις ευρύτερες κοινωνικές ή περιβαλλοντικές συνέπειες, το άναρχο τοπίο το οποίο περιγράφουν οι συγγραφείς έχει συνέπειες και για την ίδια την ανάπτυξη της μεταποίησης και τελικά για το σύνολο της οικονομίας. Ο ελλιπής σχεδιασμός των Επιχειρηματικών Πάρκων, όπου υπάρχουν, και η έλλειψή τους εκεί που θα έπρεπε να υπάρχουν, αφήνουν χώρο για τη ρύθμιση των θεμάτων (περιβάλλοντος, χωροταξίας, οικονομικών, κλπ.) που αναπόφευκτα θα προκύψουν με ευκαιριακές ρυθμίσεις. Τέτοιες ρυθμίσεις, ειδικά όσον αφορά στη δόμηση σε περιοχές χωρίς καθορισμένες χρήσεις, με τη σειρά τους, δημιουργούν ένα πλαίσιο αβεβαιότητας (μπορεί, πχ. να καταπέσουν οποιαδήποτε στιγμή στο Συμβούλιο της Επικρατείας), το οποίο τελικά βλάπτει τις ίδιες τις επενδύσεις, τις οποίες υποτίθεται διευκολύνουν. "Σε διάστημα 35 ετών που η χώρα προσπαθεί να οργανωθεί χωροταξικά", παρατηρούν οι συγγραφείς, "μόνο το 20% περίπου των εκτάσεων των δημοτικών ενοτήτων της επικράτειας διαθέτουν θεσμοθετημένες χρήσεις γης, γεγονός που εκτός των άλλων αποτελεί τον κύριο παράγοντα αβεβαιότητας, με σοβαρές επιπτώσεις στον σχεδιασμό των επενδύσεων".
      Η μελέτη παραθέτει ένα ενδιαφέρον χρονικό των χωροταξικών νόμων στην Ελλάδα. Οι συγγραφείς αναφέρονται στους νόμους που έθεσαν τις βάσεις του χωροταξικού σχεδιασμού στη χώρα: από το άρθρο 24 του Συντάγματος του 1975 που έδωσε στο κράτος επισήμως την αρμοδιότητα της προστασίας του περιβάλλοντος μέχρι τον Ν.947/1979 που εισήγαγε τον όρο "χρήσεις γης" αλλά έμεινε ανεφάρμοστος και τον Ν.1337/1983 που αποτελεί τη βάση της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας μέχρι σήμερα και εισάγει τις Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου. Οι πρόσφατοι Ν.4685/2020 και 4759/2020, καθώς και το ΠΔ 59/2018 κλείνουν αυτή τη σειρά νομοθεσίας, διευρύνοντας τις γενικές και ειδικές κατηγορίες χρήσεων γης και εισάγοντας νέες που σχετίζονται με την οικονομική δραστηριότητα.
      Το θεσμικό πλαίσιο των Επιχειρηματικών Πάρκων
      Παρότι τα Επιχειρηματικά Πάρκα ποτέ δεν έγιναν ο κανόνας για την εγκατάσταση των επιχειρήσεων, τα τελευταία 50-60 χρόνια λειτουργούν κάποια από αυτά στη χώρα. Πώς, αλήθεια, θεσμοθετήθηκαν; Πώς εξελίχθηκαν στον χρόνο και ποιοι κανόνες ισχύουν γι’ αυτά;
      Η πρώτη αναφορά ελληνικού νόμου σε Βιομηχανικές Περιοχές, στις γνωστές σήμερα ΒΙΠΕ, είναι στον Ν.4458 του 1965. Ένα χρόνο αργότερα, η τότε τράπεζα ΕΤΒΑ ίδρυσε ανώνυμη εταιρεία για την εκμετάλλευση των ΒΙΠΕ. Περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, ο Ν.742/1977 θεσπίζει τις 25 πρώτες ΒΙΠΕ της χώρας με κριτήρια γεωγραφικού προσδιορισμού. Ωστόσο, η θεσμοθέτηση αυτή έγινε, όπως γράφουν οι ερευνητές, "με προτεραιότητες που όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεν μπόρεσαν να ταυτιστούν και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της βιομηχανίας και της ευρύτερης επιχειρηματικότητας επαρκώς, τόσο χωρικά όσο και από πλευράς βιωσιμότητας". Στο μεταξύ και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα αστικοποιήθηκε ραγδαία. Επομένως, το κράτος επέσπευσε τη διαδικασία θεσμοθέτησης χρήσεων γης και αποφάσισε να παραχωρήσει το δικαίωμα ανάπτυξης οργανωμένων υποδοχέων και σε φορείς της ιδιωτικής οικονομίας, με ή χωρίς τη συμμετοχή του δημοσίου με τον Ν.2545/1997. Με τον νόμο αυτό ιδρύονται οι Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές Περιοχές (ΒΕΠΕ), μια "ομπρέλα" που περιλαμβάνει ΒΙΠΕ, ΒΙΠΑ (Βιομηχανικό Πάρκο), ΒΙΟΠΑ  (Βιοτεχνικό Πάρκο) και Τεχνόπολη. Συνδυαστικά με αυτούς τους δύο νόμους, του 1965 και του 1997 θεσμοθετήθηκαν 50 οργανωμένοι υποδοχείς, ενώ ακόμη 5 θεσμοθετήθηκαν με τον νεότερο νόμο 3982 του 2011 (που καθιερώνει και τον όρο "Επιχειρηματικά Πάρκα") και βρίσκονται μέχρι σήμερα σε διάφορα στάδια υλοποίησης.
      Ο νέος νόμος
      Πέρυσι ψηφίστηκε ο Ν.4982/2022 που αποτελεί πλέον το νέο θεσμικό πλαίσιο για την ίδρυση, ανάπτυξη και διαχείριση Επιχειρηματικών Πάρκων. Τον Ιανουάριο του 2022, όσο ο νόμος βρισκόταν ακόμα σε δημόσια διαβούλευση, ο πολιτικός μηχανικός, διευθύνων σύμβουλος της Re.De-Plan και μέλος της ομάδας της μελέτης, Μανώλης Μπαλτάς είχε δημοσιεύσει μέσα από την ιστοσελίδα της διαΝΕΟσις "12 προτάσεις για τα νέα Επιχειρηματικά Πάρκα". Συνολικά εκείνο το πιο παλιό κείμενο, που περιλαμβάνεται και στη μελέτη, παραμένει επίκαιρο καθώς περιλαμβάνει ευρύτερες κατευθύνσεις και ιδέες που είναι χρήσιμες για τη συνεχή βελτίωση του σχετικού πλαισίου. Προτείνει την κατάρτιση μιας Εθνικής Στρατηγικής για τη Χωροθεσία, ώστε τα Επιχειρηματικά Πάρκα να είναι ένα μόνο μέρος της. Συστήνει στοχευμένες παρεμβάσεις για τις διάφορες πιθανές περιπτώσεις φορέων υλοποίησης ενός Επιχειρηματικού Πάρκου (πχ. δημόσιο-δήμοι, ένας ιδιώτης-ιδιοκτήτης, πολλοί ιδιώτες-ιδιοκτήτες, κλπ). Προτείνει επίσης μια σειρά από σχετικά μη οικονομικά κίνητρα, όπως είναι πχ. η εξυπηρέτηση αναγκών στάθμευσης εντός του πάρκου, όπου αυτό είναι εφικτό ή απαλλαγές από τον φόρο μεταβίβασης.
      Στο πεδίο της αδειοδότησης, το κείμενο προτείνει τη σύσταση ειδικής υπηρεσίας (ΕΥΔ) για τις αδειοδοτήσεις, με οικονομικά κίνητρα, εντός της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, με εκχώρηση μέρους των διαδικασιών ελέγχου της αδειοδότησης σε πιστοποιημένους φορείς της ιδιωτικής οικονομίας, πιο σαφείς προθεσμίες ανταπόκρισης και αντικειμενικές διαδικασίες αξιολόγησης περισσότερων πτυχών μιας επένδυσης που αφορά  σε Επιχειρηματικό Πάρκο. Υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη για μια καλύτερη οργάνωση, αλλά και διεύρυνση των επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων εντός των Επιχειρηματικών Πάρκων (ειδικά όσων λειτουργούν βάσει ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ). Στο ίδιο κείμενο υπάρχουν αρκετές τεχνικές προτάσεις για την απλοποίηση της περιβαλλοντικής και της δασικής νομοθεσίας που αφορά στα Επιχειρηματικά Πάρκα, προκειμένου να μειωθεί περαιτέρω ο χρόνος αδειοδότησης τους.
      Το κείμενο ασχολείται επίσης με τους όρους γύρω από την ιδιωτική χρηματοδότηση Επιχειρηματικών Πάρκων και ο συγγραφέας εισηγείται "σημαντικές αναδιαρθρώσεις" για την πιστοποίηση ενός υποδοχέα ως πάρκου - πχ. απλοποίηση διαδικασιών εφαρμογής ρυμοτομικού σχεδίου, επίσπευση της πραγματοποίησης έργων υποδομής, πιο αποτελεσματική εποπτεία των φορέων από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας κ.ά. Επιπλέον, προτείνονται συγκεκριμένες αλλαγές στους κανόνες εγκατάστασης και λειτουργίας επιχειρήσεων μέσα στα Επιχειρηματικά Πάρκα και επισημαίνεται ο εκσυγχρονισμός των όρων με τους οποίους λειτουργούν οι φορείς διαχείρισης των πάρκων ώστε να διασφαλίζεται μια πιο ομαλή σχέση με τις επιχειρήσεις. Ακόμα, παρατίθενται προτάσεις για την καλύτερη κατάρτιση χρηματοδοτικών προγραμμάτων γύρω από τα Επιχειρηματικά Πάρκα και προτείνονται αλλαγές στις δομές διακυβέρνησης - στην αδειοδότηση των πάρκων, στους φορείς που αδειοδοτούν, καθώς και στη γνωμοδότηση ή την επίλυση διαφορών. Τέλος, ο συγγραφέας προτείνει τη θεσμοθέτηση μιας Συντονιστικής Επιτροπής Παρακολούθησης της εφαρμογής του νόμου για τα Επιχειρηματικά Πάρκα, υπό την εποπτεία της Κυβερνητικής Επιτροπής  Βιομηχανίας, αποτελούμενη από εκπροσώπους 9 σχετικών φορέων (από Γενικές Γραμματείες Υπουργείων έως την ΚΕΔΕ, την ΚΕΕ και τον ΣΕΒ ).
      Ένα σημαντικό μέρος αυτών των τεχνικών προτάσεων για αλλαγές πράγματι υιοθετήθηκαν στο τελικό κείμενο του νόμου. Πιο συγκεκριμένα, ο νόμος αίρει κάποια από τα εμπόδια προκειμένου οι Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις της Αττικής να μετεξελιχθούν σε Επιχειρηματικά Πάρκα. Ακόμα, δίνει τη δυνατότητα σε Επιχειρηματικά Πάρκα να εγκατασταθούν σε δύο ή περισσότερους χώρους, κάτι που διευκολύνει τις δραστηριότητες της εφοδιαστικής αλυσίδας στα εμπορευματικά λιμάνια. Επίσης, εκσυγχρονίζει τη νομοθεσία για την αδειοδότηση των ρεμάτων, απλοποιεί το σύστημα απόδοσης των εισφορών σε χρήμα απευθείας στους φορείς υλοποίησης και, τέλος, δίνει νέα κίνητρα για την ανάπτυξη επιχειρηματικών πάρκων (πχ. ένταξη των εισφορών σε χρήμα στις δαπάνες που εκπίπτουν φορολογικά).
      Ωστόσο, η μελέτη αναδεικνύει και σημεία που μένουν να ρυθμιστούν ακόμη, κάνοντας τις σχετικές προτάσεις. Ως το μεγαλύτερο πρόβλημα που ανακύπτει από την εφαρμογή του νέου νόμου οι συγγραφείς ξεχωρίζουν την απαίτηση του νόμου να υπάρχει πλήρης κυριότητα (ή εναλλακτικά 80% + 20% με δικαίωμα συμφωνιών ή απαλλοτρίωσης) της έκτασης για την έγκριση ανάπτυξης ενός νέου Επιχειρηματικού Πάρκου ή για την επέκταση κάποιου οργανωμένου υποδοχέα που υπάρχει ήδη. Γιατί είναι όμως τόσο δύσκολο να συμβεί αυτό; Τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια θεσπίστηκαν σχετικά πρόσφατα και αποτελούν πλέον το νέο εργαλείο πολεοδομικού σχεδιασμού 1ου επιπέδου, στη θέση των παλιών ΓΠΣ. Κατά την επόνηση των ΤΠΣ λαμβάνονται πράγματι υπόψη οι παράμετροι του νέου νόμου για τα Πάρκα σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς – πράγμα που, σε κάθε περίπτωση, είναι σχετικώς αδύνατο λόγω της δομής της ελληνικής ιδιοκτησίας (μικροί κλήροι).
      Όμως, σήμερα υπάρχουν πάρα πολλές  περιοχές, 467 συγκεκριμένα που διαθέτουν εγκεκριμένες-θεσμοθετημένες χρήσεις γης βιομηχανίας, με βάση τα έως σήμερα ισχύοντα ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ (Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο / Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτών Πόλεων). Οι περιοχές αυτές (με χρήσεις γης βιομηχανίας-βιοτεχνίας βάσει εγκεκριμένων ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ σε ισχύ) έχουν καθεστώς πολυϊδιοκτησίας. "Το γεγονός αυτό", γράφουν οι ερευνητές, "καθιστά ανέφικτη την οργάνωση-πολεοδόμηση αυτών των περιοχών, κατά κανόνα Άτυπων Βιομηχανικών Συγκεντρώσεων, και ως εκ τούτου αδρανοποιεί πλήρως το θεσμικά ρυθμισμένο χωροταξικό περιβάλλον της χώρας για τις επαγγελματικές εγκαταστάσεις βιομηχανίας-βιοτεχνίας".
      Επιπλέον, οι συγγραφείς παρατηρούν ότι "το νέο καθεστώς διοίκησης-διαχείρισης [σσ. που προβλέπει ο νέος νόμος] δεν φαίνεται να αποτρέπει συγκρουσιακές καταστάσεις μεταξύ φορέων διαχείρισης και εγκατεστημένων επιχειρήσεων, ενώ υπάρχει ενδεχόμενο περαιτέρω όξυνσής τους, κατάσταση η οποία θα έπρεπε να έχει αποφευχθεί μέσα από διάλογο για την επίτευξη των μέγιστων δυνατών συγκλίσεων και συναινέσεων".
      Η ανάγκη για ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης
      Τι μπορεί να γίνει όμως σήμερα; Ίσως η πιο σημαντική συνεισφορά της μελέτης είναι η προσπάθεια των συγγραφέων να αναδείξουν την ανάγκη για ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης γύρω από τα Επιχειρηματικά Πάρκα. Προτού παραθέσουν τη δική τους θέση, παρουσιάζουν δύο πρόσφατες άλλες μελέτες γύρω από τα Επιχειρηματικά Πάρκα και την καλύτερη δυνατή ανάπτυξή τους. Η πρώτη μελέτη ανατέθηκε από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας και παραδόθηκε το 2018, ενώ αναθεωρήθηκε το 2021. Η μελέτη αυτή καταγράφει τις Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις ανά την ελληνική επικράτεια και επιπλέον υπογραμμίζει τις ανάγκες ανάπτυξης Επιχειρηματικών Πάρκων ανά τύπο - άλλωστε με βάση αυτή τη μελέτη διαμορφώνεται και η σχετική νομοθεσία για τα Επιχειρηματικά Πάρκα.
      Η δεύτερη σχετική μελέτη ανατέθηκε από την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων το 2018 και αποτελεί και αυτή μια απόπειρα κατάρτισης ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Επιχειρηματικά Πάρκα. Τα κατά τόπoυς επιμελητήρια-μέλη της Ένωσης υπέδειξαν τόσο της Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις στην επικράτειά τους, όσο και τις πιο κατάλληλες τοποθεσίες για την ανάπτυξη νέων Επιχειρηματικών Πάρκων.
      Η συγγραφική ομάδα "πάτησε" επάνω στα αποτελέσματα της μελέτης της ΚΕΕ προκειμένου να καταρτίσει τη δική της πρόταση για ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Τον Μάιο του 2020 και τον Ιούνιο του 2021, οι ερευνητές απευθύνθηκαν, με στοχευμένα ερωτηματολόγια, στους Δήμους εκείνους εντός των ορίων των οποίων η μελέτη της ΚΕΕ πρότεινε να αναπτυχθούν νέα Επιχειρηματικά Πάρκα. Με αυτή την μεθοδολογία, οι συγγραφείς συνέλεξαν και επεξεργάστηκαν τα δεδομένα και επιχείρησαν να καταθέσουν μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση που εκτείνεται σε βάθος 20ετίας. Η πρότασή τους αυτή αφορά στην ανάπτυξη Επιχειρηματικών Πάρκων σε 73 περιοχές, συνολικής επιφάνειας περίπου 100.000 στρεμμάτων σε ολόκληρη την Ελλάδα, με συνολικό προϋπολογισμό Є1,14 δισ. (με δημόσια συμμετοχή στο 40%, δηλαδή περίπου Є23 εκατ. κάθε χρόνο για 20 χρόνια).
      Πέρα από την πρόταση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης, οι ερευνητές επιχειρήσαν ακόμη να υπολογίσουν τα οφέλη που θα είχε μια υποθετική πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου για την ελληνική οικονομία - φυσικά τέτοιου είδους εκτιμήσεις πάντοτε συνοδεύονται από σημαντικούς περιορισμούς. Με την παραδοχή επομένως, ότι θα δημιουργηθούν 73 Επιχειρηματικά Πάρκα συνολικής έκτασης 100.000 στρεμμάτων και με 25.300 περίπου στρέμματα επαγγελματικών κτιρίων, οι συγγραφείς υπολόγισαν ότι μπορεί να αποδώσουν συνολικά οικονομική ανάπτυξη περίπου Є13,8 δισ. ή 7,7% του ΑΕΠ (σε όρους 2018).
      Επιχείρησαν επίσης, να υπολογίσουν τις θέσεις εργασίας, τις οποίες μπορεί να δημιουργήσει τόσο η ανάπτυξη αυτών των 73 Πάρκων, όσο και, τελικά, η δραστηριότητα μέσα σε αυτά. Το όφελος από την ανάπτυξη των έργων υποδομής υπολογίστηκε σε 13.414 θέσεις απασχόλησης ενώ για την ανάπτυξη των νέων κτηριακών εγκαταστάσεων σε 152.840 θέσεις απασχόλησης. Τέλος, υπολόγισαν επίσης ότι οι μόνιμες θέσεις εργασίας για τη λειτουργία των επιχειρήσεων  θα είναι από 46.475, αν το σύνολο των επιχειρήσεων που θα εγκατασταθούν στα επιχειρηματικά πάρκα του Εθνικού Σχεδίου είναι εντάσεως κεφαλαίου (που είναι συνήθως οι πιο παραγωγικές), έως 139.425 θέσεις, αν οι επιχειρήσεις που θα εγκατασταθούν είναι μόνο εντάσεως εργασίας..
      Συνοπτικά, η ανάπτυξη Επιχειρηματικών Πάρκων είναι μια διεθνώς καθιερωμένη πρακτική, η οποία, αν γίνεται σωστά, προσφέρει σημαντικά οφέλη για όλους τους εμπλεκόμενους: επιχειρήσεις, κράτος και, ευρύτερα, το κοινωνικό σύνολο. Η Ελλάδα, παρά τα βήματα που έχουν γίνει, δεν έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί τη συγκεκριμένη αναπτυξιακή ευκαιρία. Οι οργανωμένοι υποδοχείς στη χώρα συχνά δεν αντιστοιχούν στις περιοχές με σημαντική βιομηχανική παραγωγή. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις συγκεντρώνονται σε Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις, πχ. σε περιοχές γύρω από τις εθνικές οδούς, και λειτουργούν συχνά σε ένα πλαίσιο αβεβαιότητας πολλών, μικρών "ρυθμίσεων ευκαιρίας", το οποίο είναι πιθανό να εμποδίζει σημαντικές επενδύσεις. Η νέα μελέτη που δημοσιεύει η διαΝΕΟσις αποτυπώνει με λεπτομέρεια την κατάσταση και επιπλέον παραθέτει τις θεσμικές παρεμβάσεις που οι συγγραφείς θεωρούν κατάλληλες προκειμένου να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια.
      ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΠΑΡΚΑ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ (PDF)
      ΕΠΙΤΕΛΙΚΗ ΣΥΝΟΨΗ ΜΕΛΕΤΗΣ (PDF)
    19. Αρθρογραφία

      Engineer

      Τα τελευταία χρόνια το σχετικό κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτοξευτεί. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν πληρώνουν για στέγαση το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους μεταξύ των χωρών της ΕΕ, περίπου 37%.
      Περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόμη πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για στέγαση -επίσης το πιο μεγάλο ποσοστό στην Ευρώπη. 3 στους 4 ενοικιαστές ηλικίας 18 έως 44 ετών δηλώνουν ότι το ενοίκιο που πληρώνουν τους προκαλεί άγχος. Οι εμπειρικές καταγραφές της αναζήτησης σπιτιού στην Αθήνα, συνήθως γραμμένες σε απελπισμένο τόνο, συμπληρώνουν την ίδια εικόνα.
      Πώς φτάσαμε όμως να έχουμε την πιο ακριβή, συγκριτικά με το εισόδημα, στέγαση στην Ευρώπη; Μια εξήγηση είναι η μεγάλη μείωση των εισοδημάτων. Από το 2009 μέχρι το 2014 οι Έλληνες έχασαν περισσότερο από 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Την ίδια περίοδο, οι τουρίστες στις πόλεις και στα νησιά αυξάνονταν. Οι ιδιοκτήτες βρήκαν νέες επιλογές εκμετάλλευσης των ακινήτων τους, όπως οι βραχυχρόνιες μισθώσεις, οι οποίες επηρέασαν με τη σειρά τους τις τιμές και τα ενοίκια.
      Όμως, πριν ακόμη συμβούν τα παραπάνω, η Ελλάδα ήταν ήδη μια χώρα χωρίς σπουδαία στεγαστική πολιτική. Μέσα στην καταιγίδα της κρίσης διαλύθηκε ό,τι υπήρχε: το 2012 ο ΟΕΚ, ο κρατικός φορέας που έτρεχε τα πιο μαζικά προγράμματα στέγασης στη χώρα, καταργήθηκε χωρίς να αντικατασταθεί.
      ­Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Της Έρευνας (PDF)
      Το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για τη στεγαστική πολιτική έχει ανοίξει ξανά. Όλοι αναγνωρίζουν το πρόβλημα και τις ευρύτερες συνέπειές του, π.χ. στο δημογραφικό προφίλ της χώρας. Η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μέτρα που μένουν να εφαρμοστούν, ενώ και τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν κάνει προτάσεις. Πώς μπορεί όμως να μοιάζει μια σύγχρονη και αποτελεσματική στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα;
      Για να απαντήσει κάποιος σε αυτή την ερώτηση πρέπει πρώτα να κοιτάξει πίσω: στη στεγαστική πολιτική που είχε στο παρελθόν η Ελλάδα, στο αποτύπωμα, στις ανεπάρκειες, αλλά και στο τέλος της.
      Ο "ξαφνικός θάνατος" του ΟΕΚ
      Στις 12 Φεβρουαρίου 2012, σε μια δραματική συνεδρίαση της Βουλής, όσο στην οδό Σταδίου καίγονταν οι κινηματογράφοι Αττικόν και Απόλλων, ψηφίστηκε ο Ν. 4046/2012, το δεύτερο μνημόνιο. Ο νόμος, ένα εκτενές κείμενο 574 σελίδων με πολλά παραρτήματα, όπως και τα υπόλοιπα μνημόνια, προέβλεπε σημαντικές περικοπές και εκατοντάδες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε μέχρι τότε το κράτος.
      Η ψήφισή του εξασφάλισε απαραίτητη χρηματοδότηση και "ξεκλείδωσε" τη μείωση του χρέους, που έγινε γνωστή ως PSI. Όμως ήμασταν ίσως στην πιο σκοτεινή στιγμή της ελληνικής κρίσης. Η αναταραχή στη χώρα, που είχε χάσει 15% του ΑΕΠ της μέσα σε δύο χρόνια, ήταν τόσο μεγάλη που λίγοι ασχολήθηκαν τότε με ένα σύντομο απόσπασμα στο Παράρτημα 5 του νόμου. Εκεί έγραφε ότι, στο πλαίσιο της μείωσης του μη μισθολογικού εργασιακού κόστους, πρέπει "να υιοθετηθεί νομοθεσία να κλείσουν μέσα σε 6 μήνες μικροί φορείς ειδικού σκοπού που ασχολούνται με κοινωνικές δαπάνες οι οποίες δεν αποτελούν προτεραιότητα".
      Οι δύο φορείς "που δεν αποτελούν προτεραιότητα" στους οποίους αναφερόταν το απόσπασμα ήταν ο Οργανισμός Εργατικής Εστίας και ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας. Ο πρώτος, ο πιο μικρός σε μέγεθος από τους δύο, είχε ως αντικείμενο τη "μετεργασιακή μέριμνα" (προγράμματα οικονομικών διακοπών και κουπόνια μειωμένου εισιτηρίου σε θέατρα και άλλα θεάματα), αλλά και την υποστήριξη της λειτουργίας των συνδικάτων.
      Ο δεύτερος, ο ΟΕΚ, πραγματοποιούσε την κρατική στεγαστική πολιτική για τους μισθωτούς εργαζόμενους. Στην πραγματικότητα, ήταν ο οργανισμός που επί έξι δεκαετίες "έτρεχε" τα πιο μαζικά έργα στέγασης που πραγματοποιούνταν στη χώρα, είτε αυτά ήταν κατασκευαστικά είτε αφορούσαν στήριξη για την απόκτηση σπιτιού από την αγορά.
      Το 2012, όταν έκλεισε ο ΟΕΚ, τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί ασχολούνταν με άλλες περικοπές του δεύτερου μνημονίου, όπως αυτές των συντάξεων. Επομένως, εκτός από τη μικρή αναφορά του ίδιου του μνημονίου σε "μείωση του μη μισθολογικού κόστους", δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες που να εξηγούν την απόφαση.
      Γιατί μπορεί η Ελλάδα και οι δανειστές της να συμφώνησαν τελικά τότε να κλείσουν τον ΟΕΚ; Όταν κάποιος κάνει την ερώτηση σε ανθρώπους, οι οποίοι είχαν κάποια σχέση με τον οργανισμό εκείνη την περίοδο, οι απαντήσεις που παίρνει είναι διάφορες: "Ίσως θεωρήθηκε ότι το κράτος δεν μπορεί να λειτουργεί ως τράπεζα ή ως κατασκευαστική εταιρεία"· "Δεν υπήρχε τότε επείγον στεγαστικό πρόβλημα: το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλό και εκείνη την περίοδο, λόγω της κρίσης, οι τιμές και τα ενοίκια ήταν χαμηλά"· "Ίσως σκέφτηκαν ότι όπου υπάρχουν δημόσια έργα υπάρχει και διαφθορά ή ότι ο οργανισμός ήταν ανταγωνιστικός προς τον ιδιωτικό τομέα"· "Κυκλοφορεί ένα 'ράδιο αρβύλα' ότι έλειπαν περίπου 300 εκατομμύρια ευρώ για να κλείσει η συμφωνία για το μνημόνιο, ένα ποσό που αντιστοιχούσε περίπου στο αποθεματικό του οργανισμού τότε".
      Τον Απρίλιο του 2013, ο ΟΕΚ τυπικά απορροφήθηκε από τον τότε ΟΑΕΔ (πλέον ΔΥΠΑ). Όμως στην πραγματικότητα σταμάτησε κάθε νέα δραστηριότητα. Σταμάτησε να εκδίδει νέα δάνεια, να επιδοτεί το επιτόκιο στεγαστικών δανείων ή να δίνει επιδόματα ενοικίου. Σταμάτησε, επίσης να σχεδιάζει νέους οικισμούς και να κατασκευάζει κατοικίες. Από τότε μέχρι σήμερα, η λειτουργία του αφορά όσα είχαν σχεδιαστεί ή μείνει "ανοιχτά" πριν από το 2012: παρακολούθηση δανείων που είχαν ήδη εκδοθεί και ολοκλήρωση των έργων που είχαν ήδη αρχίσει.
      Στενό με φόντο την Ακρόπολη, 2023 | Φωτογραφία: διαΝΕΟσις Αντιπαροχή για "μικρούς παίκτες"
      Πώς φτάσαμε όμως στο μεγάλο κενό της στεγαστικής πολιτικής; Το ελληνικό κράτος, παρότι είχε κάποια στεγαστική πολιτική, αυτή δεν ήταν ποτέ πολύ ισχυρή και οργανωμένη, αντίστοιχα με άλλες χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης. Ποια ήταν η παρέμβαση του κράτους για να αποκτήσουν σπίτι οι Έλληνες; "Στην Ελλάδα το κράτος δεν ασχολήθηκε ποτέ ιδιαίτερα σοβαρά με τη στέγαση", παρατηρεί ο επίκουρος καθηγητής Πολεοδομίας και Διαχείρισης Ακινήτων στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Νίκος Τριανταφυλλόπουλος. "Υπήρξαν ασφαλώς ο ΟΕΚ και κάποιες προσπάθειες να δημιουργηθούν στεγαστικές τράπεζες, όπως παλιότερα η Κτηματική και η Στεγαστική Τράπεζα και να διευκολυνθεί έτσι η έκδοση στεγαστικών δανείων. Όμως, η στεγαστική πολιτική ασκήθηκε κυρίως με έναν έμμεσο τρόπο, με την ενθάρρυνση της αντιπαροχής, αλλά και με καταπατήσεις και έπειτα νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων. Η κοινωνική κατοικία, ενώ υπήρξε κι αυτή, δεν αναπτύχθηκε ποτέ σε τέτοια κλίμακα ώστε να κάνει σημαντική διαφορά".
      Παρόμοια είναι και η οπτική του ομότιμου καθηγητή Ανθρώπινης Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Θωμά Μαλούτα: "Στην Ελλάδα είχαμε ένα αναπτυξιακό μοντέλο το οποίο ήταν αρκετά διαφορετικό από αυτό των ευρωπαϊκών βιομηχανικών χωρών, που έβλεπαν τη στέγαση ως έναν τρόπο για να εξασφαλίσουν την ύπαρξη και την επιβίωση των εργαζομένων", λέει. "Στην Ελλάδα, η εποχή της μεγάλης γεωγραφικής μετακίνησης από την επαρχία προς τις πόλεις μεταπολεμικά δεν ήταν ακριβώς μια εποχή εκβιομηχάνισης: όσοι έφυγαν από την ύπαιθρο δεν έβρισκαν εύκολα δουλειά ούτε στις πόλεις -σχεδόν άλλοι τόσοι, άλλωστε, μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Επομένως, ούτε το κράτος ούτε οι εργοδότες είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διατηρήσουν τους εργαζόμενους ευχαριστημένους και σε επαρκή αριθμό.
      Σε αυτό το πλαίσιο, η στέγαση έγινε περισσότερο ατομικό και οικογενειακό μέλημα παρά δημόσιο. Έπρεπε να 'στήσεις' τη δική σου ιδιοκατοίκηση, λίγο-πολύ με τα δικά σου χέρια. Αντίστοιχα, το πολιτικό σύστημα φρόντισε να περιχαρακώσει τον τομέα της κατοικίας ως έναν χώρο που μπορούσαν να λειτουργήσουν και να αναπαράγονται οι μικροί παίκτες: ο μικρός οικοπεδούχος και ο μικρός κατασκευαστής. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν πολύ δύσκολο για τις τράπεζες να εμπλακούν με τον στεγαστικό τομέα. Από την άλλη μεριά ο μικρός εργολάβος ήταν προστατευμένος από την είσοδο των μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών στην αγορά. Ο μεγάλος δεν είχε, ανά μονάδα, μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους από αυτό που είχε ο μικρός. Έτσι, οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μεγαλύτερα, κρατικά ή ιδιωτικά έργα κατοικιών εν πολλοίς απείχαν".
      Η αντιπαροχή, δηλαδή η ανταλλαγή γης με διαμερίσματα, ήταν μια συναλλαγή που επέτρεψε σε πολλούς Έλληνες να αποκτήσουν σπίτι χωρίς να το πληρώσουν με μετρητά και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της Αθήνας και άλλων ελληνικών πόλεων. Το ντοκιμαντέρ "Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας" (2021), βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Ιωάννας Θεοχαροπούλου -αντίστοιχα η παραγωγή και η έκδοση χρηματοδοτήθηκαν από το Ίδρυμα Ωνάση-, καταγράφει με λεπτομέρεια την εποχή της αντιπαροχής, από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα. Παρακολουθεί αρκετές προσωπικές ιστορίες, κυρίως οικοδόμων και εργολάβων και των συζύγων τους. Στη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, ένας "χτίστης" αφηγείται το πώς κουβάλησε λάσπη με έναν τενεκέ από το ισόγειο, για να χτίσει τον έκτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Μία από τις "νοικοκυρές" θυμάται πώς βοήθησε τον σύζυγό της να χτίσει το δικό τους σπίτι -έπρεπε να βιαστούν για να είναι έτοιμο πριν έρθει ο χειμώνας. Την ίδια εποχή δεν ήταν ασυνήθιστο οι οικοδόμοι να κάνουν τις δικές τους μικρές αισθητικές παρεμβάσεις στα σχέδια των πολυκατοικιών που ετοίμαζαν οι μηχανικοί -ένα συνηθισμένο παράδειγμα είναι τα μοτίβα των τοίχων έξω από τα παράθυρα των λουτρών.
      Οι ανθρώπινες ιστορίες γύρω από το χτίσιμο της πόλης φανερώνουν εν πολλοίς την απουσία μιας σημαντικής κεντρικής παρέμβασης, ενός σχεδίου. Ωστόσο, αναδεικνύουν και την ιδιαιτερότητα της Αθήνας, τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. "Γυρίζοντας το ντοκιμαντέρ είδαμε μία-μία τις προκαταλήψεις μας για την Αθήνα να καταπέφτουν", λέει ο Τάσος Λάγγης, ο οποίος μαζί με τον Γιάννη Γαϊτανίδη έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε το φιλμ. "Είμαι ένας άνθρωπος περίπου 50 ετών και μεγάλωσα ακούγοντας συχνά για το κακό που έκανε η αντιπαροχή στις πόλεις, ότι η Αθήνα 'δεν βλέπεται'. Με την εμπειρία του ντοκιμαντέρ όλο αυτό κατέρρευσε. Γνωρίσαμε ανθρώπους που τότε ήταν νέοι και χτυπημένοι από τη μεταπολεμική φτώχεια. Το μοναδικό πράγμα που ήθελαν ήταν ό,τι θέλουμε κι εμείς σήμερα: να ζήσουν με την οικογένειά τους σε ένα σπίτι με καλές συνθήκες, ασφαλείς υγειονομικές συνθήκες και με μια προοπτική προκοπής. Άρχισαν με αυτό το όνειρο, με αυτές τις ανάγκες και το κατάφεραν. Αυτή η οπτική της Αθήνας, ως μιας πόλης που χτίστηκε με βάση αυτά τα συναισθήματα και τις επιθυμίες, ήταν μια μεγάλη έκπληξη για εμένα. Η Αθήνα δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με πόλεις στην Τουρκία και στη Μέση Ανατολή, ούτε όμως με ευρωπαϊκές πόλεις, όπως η Ρώμη ή το Παρίσι. Είναι κάτι μοναδικό, το οποίο ίσως επειδή μας είναι τόσο οικείο έχει γίνει, κατά κάποιον τρόπο, αόρατο".
      Από την άλλη πλευρά, τα όποια μέτρα του κράτους για τη στέγαση ήταν περιορισμένα σε κλίμακα και εφαρμόζονταν πάντοτε στο περιθώριο -σπανιότερα οδήγησαν την ανάπτυξη των πόλεων ή της άλλαξαν κατεύθυνση. Εξάλλου, αφορούσαν μόνο συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού.
      Κάποιες γνωστές παρεμβάσεις έγιναν για να αποκτήσουν γη οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία μετά το 1922, ενώ σε πολλές ελληνικές πόλεις χτίστηκαν προσφυγικοί οικισμοί (η Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στέγασης που πραγματοποίησε μια επιτυχημένη ανάπλαση στα προσφυγικά του Ταύρου σταμάτησε κι αυτή να λειτουργεί το 2010). Το ελληνικό κράτος φρόντισε επίσης να στεγάσει κάποιους φοιτητές με τις φοιτητικές εστίες, να διευκολύνει τους άστεγους και, μέχρι πρόσφατα, τους πρόσφυγες το πρώτο διάστημα μετά την αναγνώριση του ασύλου.
      Τι ήταν ο ΟΕΚ;
      Ημεγαλύτερη, με διαφορά, ομάδα για τη στέγαση της οποίας μερίμνησε κάπως το ελληνικό κράτος ήταν οι μισθωτοί εργαζόμενοι. O OEK, ένας οργανισμός που λειτούργησε από το 1954 και για 58 ακόμη χρόνια, εισέπραττε από το ΙΚΑ ένα μικρό μέρος των εισφορών των εργοδοτών (στο 0,75% όταν έκλεισε) και του μισθού των εργαζομένων (1%), προκειμένου να πραγματοποιεί προγράμματα στέγασης. Ήταν δηλαδή ένας αυτοχρηματοδοτούμενος οργανισμός, που δεν επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού οι εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών χρηματοδοτούσαν ολόκληρη τη δραστηριότητά του, ακόμη και τους μισθούς του προσωπικού.
      Συνολικά, το ποσό από τις εισφορές αυτές ήταν σημαντικό, κοντά στα 650 εκατομμύρια ευρώ ετησίως τα τελευταία χρόνια πριν από το κλείσιμο, αλλά συνήθως το ΙΚΑ απέδιδε πολύ λιγότερα, συχνά λιγότερα από τα μισά. Ταυτόχρονα με το κλείσιμο του ΟΕΚ το 2012, καταργήθηκε η σχετική εισφορά των εργοδοτών, ενώ το 2020, οκτώ χρόνια αργότερα, καταργήθηκε η αντίστοιχη εισφορά των εργαζομένων.
      Ο ΟΕΚ ήταν ένας μάλλον ασυνήθιστος οργανισμός στο πλαίσιο του ελληνικού Δημοσίου. Πριν από το κλείσιμο, εργάζονταν εκεί περίπου 730 εργαζόμενοι: μεταξύ τους ήταν 200 πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι, γεωπόνοι ή γεωφυσικοί και 100 οικονομολόγοι, μαθηματικοί ή λογιστές. Μαζί με κάποιους συμβασιούχους και με τους μαθητευόμενους των προγραμμάτων stage, το προσωπικό είχε κάποια στιγμή προσεγγίσει τους 1.000 εργαζομένους σε τοπικά γραφεία, σε όλες τις περιφέρειες της χώρας.
      Φυσικά, ο ΟΕΚ δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αν υπήρχε κάτι ασυνήθιστο ήταν το ότι είχε σχετικά μικρή δραστηριότητα σε σύγκριση με άλλους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς οργανισμούς. Για παράδειγμα, αντίστοιχοι αυστριακοί και ολλανδικοί φορείς διαχειρίζονται (με πολύ διαφορετικά μοντέλα από το ελληνικό) περισσότερο από το 20% του συνόλου των κατοικιών στις χώρες τους. Όλοι οι σχετικοί οργανισμοί στην Ευρώπη συμμετέχουν στη συνομοσπονδία παρόχων κοινωνικής κατοικίας Housing Europe και συνολικά διαχειρίζονται σχεδόν 25 εκατομμύρια κατοικίες. Η Ελλάδα δεν συμμετέχει πια, παρά μόνο μέσω της Αναπτυξιακής Μείζονος Αστικής Θεσσαλονίκης, που εντάχθηκε τους τελευταίους μήνες έχοντας δημοσιεύσει μια σχετική μελέτη το 2020.
      Όπως συμβαίνει συχνά με την ελληνική δημόσια διοίκηση, έτσι και στην περίπτωση του πρώην ΟΕΚ, τα δημόσια διαθέσιμα δεδομένα σπανίζουν. Σύμφωνα με υπολογισμούς που είχε κατά καιρούς δημοσιοποιήσει ο οργανισμός (χωρίς σχολαστική τεκμηρίωση) συνολικά 700.000 νοικοκυριά υποστηρίχθηκαν οικονομικά στο να αποκτήσουν ή να νοικιάσουν σπίτι όσο καιρό αυτός λειτουργούσε: 100.000 αγόρασαν έτοιμη κατοικία με δάνειο, 362.000 έχτισαν σπίτι με δάνειο, 238.000 επισκεύασαν το σπίτι τους με δάνειο και 100.000 (ή πιθανόν περισσότεροι) κάθε χρόνο λάμβαναν επίδομα ενοικίου συνολικού ύψους 1.000 έως 1.200 ευρώ. Αντίστοιχα, περίπου 500 οικισμοί κοινωνικών κατοικιών στεγάζουν μέχρι σήμερα περίπου 50.000 νοικοκυριά.
      Ο ΟΕΚ έδινε περισσότερα δάνεια, απ’ ό,τι κατασκεύαζε κατοικίες. Τα δάνεια και τα επιδόματα συνήθως αποτελούσαν περισσότερο από το 70% των εξόδων του οργανισμού. Όμως κι αυτό δεν ίσχυε πάντοτε. Για παράδειγμα, μετά το 2007, όταν οι τρίτεκνοι αναγνωρίστηκαν ως πολύτεκνοι, τότε οι μισθωτοί τρίτεκνοι έγιναν αμέσως δικαιούχοι στεγαστικού δανείου. Τα έξοδα για δάνεια αυξήθηκαν ξαφνικά κατά επιπλέον 160-195 εκατ. ευρώ τον χρόνο και το μέρος των εξόδων του ΟΕΚ που αφορούσε δάνεια είχε εκτιναχθεί στο 95% μέσα σε δύο χρόνια.
      Τα επιδόματα ενοικίου στα μέσα της δεκαετίας του 2000 κόστιζαν περισσότερο από 150 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Όμως, τότε οι υπηρεσίες του Δημοσίου δεν "συνομιλούσαν" τόσο συχνά η μία με την άλλη και η διασταύρωση των στοιχείων των δικαιούχων ήταν πιο δύσκολη. Εργαζόμενοι στον πρώην οργανισμό λένε ότι "η διαδικασία της διασταύρωσης ίσως δεν ήταν πάντα εξαντλητική". Από την άλλη μεριά, το 2012 η Ελλάδα έμεινε χωρίς καμία επιδότηση του ενοικίου για πέντε χρόνια μέχρι το 2017. Τότε θεσπίστηκε ένα νέο, χαμηλό επίδομα, ως όρος του μνημονίου, και δίνεται μέχρι σήμερα από τον ΟΠΕΚΑ.
      Συγκριτικά με το σύνολο των κατοικιών στη χώρα, οι κατοικίες που κατασκεύασε ο ΟΕΚ είναι λίγες και, επομένως, δεν έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων. Αλλά άφησαν αποτύπωμα, κυρίως στις πιο μικρές πόλεις. Οι κατοικίες αυτές συνήθως χτίζονταν μακριά από το κέντρο και, επομένως, ήταν ένας έμμεσος τρόπος να επεκταθούν οι πόλεις προς μια κατεύθυνση. Μια σειρά από απαραίτητες εγκαταστάσεις, όπως το δίκτυο ηλεκτροδότησης ή η αποχέτευση, έφτασαν σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους δικαιούχους του ΟΕΚ. Αφού υπήρχε νερό, ρεύμα και αποχέτευση, πολύ περισσότεροι έχτιζαν στις ενδιάμεσες περιοχές.
      Ο πρώην OEK διαχειριζόταν τη γη (σε κάποιες περιπτώσεις την αγόραζε), την ενέτασσε στο σχέδιο πόλης αν ήταν εκτός, εκπονούσε πολεοδομική μελέτη, δημοπρατούσε την κατασκευή και την επέβλεπε. Έπειτα επέλεγε, μέσω κλήρωσης, τους δικαιούχους και καθόριζε το τίμημα που αυτοί θα πλήρωναν.
      Οι κατοικίες του ΟΕΚ, συνήθως εμβαδού 80 έως 130 τ.μ. σε διώροφα ή τετραώροφα κτήρια, υπάρχουν σε οικισμούς σε όλη την επικράτεια. Παρότι οι δύο πιο μεγάλοι, με διαφορά, οικισμοί τους οποίους έχτισε ο ΟΕΚ βρίσκονται στην Αττική, οι κοινωνικές κατοικίες είναι περισσότερες στην περιφέρεια.
      Η ελληνική εκδοχή της κοινωνικής κατοικίας εστίαζε σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιοκτησία και την ιδιοκατοίκηση. Στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης οι κοινωνικές κατοικίες διατίθενται συνήθως προς ενοικίαση, δημιουργώντας μία, κατά κάποιον τρόπο, παράλληλη αγορά, που "ανταγωνίζεται" τα ενοίκια της ελεύθερης αγοράς -και πιθανόν συμβάλλει στο να μειωθούν. Επιπλέον, μια τέτοια αγορά ενοικιαζόμενης κοινωνικής κατοικίας δημιουργεί ένα "απόθεμα" κατοικιών, το οποίο το κράτος μπορεί να παραχωρεί, με χαμηλό ενοίκιο, σε όσους πληρούν τα σχετικά κριτήρια κάθε χρονική στιγμή. Στην Ελλάδα, οι κοινωνικές κατοικίες παραχωρούνταν στον δικαιούχο έναντι χαμηλού αντιτίμου, και αφότου το πλήρωνε γινόταν ο ίδιος ιδιοκτήτης τους, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάστασή του αργότερα.
      Επομένως, η στιγμή που θα γινόταν η κλήρωση για τους δικαιούχους είχε ξεχωριστή σημασία. Αρκετοί από τους συνομιλητές μας για τις ανάγκες αυτού του άρθρου περιέγραψαν, όχι χωρίς ειρωνεία, αυτή την περίοδο σαν "μια μεγάλη γιορτή", όπου "εμφανίζονταν όλες οι αρχές του κράτους".
      Πόσο όμως θα πλήρωναν τελικά οι δικαιούχοι για το καινούργιο σπίτι τους; Είναι κάτι που το μάθαιναν μετά από πολύ καιρό. Μετά την κλήρωση άρχιζε η διαδικασία υπολογισμού του κόστους της κατασκευής και καθορισμού του αντιτίμου της κάθε κατοικίας. Το προσωπικό του ΟΕΚ συνυπολόγιζε το κόστος της γης και της ανέγερσης του οικισμού και της κατοικίας, και υπολόγιζε ένα ενιαίο κόστος ανά τ.μ. για τους κατοίκους του κάθε οικισμού. Τη δεκαετία του 2000 αυτό το κόστος ήταν συνήθως κοντά στα 400 ευρώ, παρότι υπήρχαν οικισμοί που χρεώνονταν πολύ περισσότερο, ακόμα και περισσότερο από τα διπλάσια. Ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία. Ο καθορισμός του κόστους μπορεί να διαρκούσε αρκετά χρόνια και, στο μεταξύ, ο δικαιούχος πλήρωνε ένα αντίτιμο κάθε μήνα, έναντι. Δεν ήταν ασυνήθιστο δικαιούχοι ή σύλλογοι οικιστών να ισχυρίζονται ότι η κατοικία τους ή ο οικισμός τους έχει κακοτεχνίες και να διεκδικούν χαμηλότερο αντίτιμο, αφότου είχαν ήδη μετακομίσει.
      Την τελευταία δεκαετία, οι, πολύ λιγότεροι, εργαζόμενοι του πρώην ΟΕΚ (και αναλογικά, ακόμα λιγότεροι μηχανικοί) που έχουν παραμείνει στη ΔΥΠΑ ουσιαστικά διαχειρίζονται μόνο ανοιχτές υποθέσεις. Από τη φύση των ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, καταλαβαίνει κάποιος ότι η διαχείριση που ασκούσε ο οργανισμός δεν ήταν πάντα ιδανική. Πέντε χρόνια μετά το κλείσιμο, το 2017, ορίστηκε μέγιστη τιμή ανά τ.μ. για τους οικισμούς που δεν είχαν ακόμη τιμολογηθεί και ανακοινώθηκαν πολύ ευνοϊκές ρυθμίσεις για όσους ακόμη χρωστούσαν.
      Πολλά από τα δάνεια του ΟΕΚ ήταν "κόκκινα". Το 2018 ρυθμίστηκαν με πολύ ευνοϊκές ρυθμίσεις και με κούρεμα τόκων υπερημερίας. Ταυτόχρονα, παραμένει μέχρι σήμερα ο γρίφος της αξιοποίησης της αρκετά μεγάλης περιουσίας του πρώην ΟΕΚ: σύμφωνα με ανεπίσημους υπολογισμούς, πρόκειται για εκτάσεις τουλάχιστον 4.500 στρεμμάτων σε όλη την Ελλάδα, συνήθως δωρεές δήμων ή περιφερειών, στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους εκτός σχεδίου πόλης.
      Ένα χωριό από το μέλλον
      Υπάρχει ένα "παιδί" της ελληνικής στεγαστικής πολιτικής, που σήμερα έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Βόρεια της Αθήνας, στην Πεύκη, βρίσκεται το Ηλιακό Χωριό, δηλαδή 435 κατοικίες, οργανωμένες σε κτήρια δύο, τεσσάρων και έξι ορόφων. Πρόκειται για τον δεύτερο μεγαλύτερο οικισμό του ΟΕΚ, μετά το Ολυμπιακό Χωριό με τις 2.300 κατοικίες. Το Ηλιακό Χωριό σχεδιάστηκε την περίοδο 1978 έως 1981 από το γραφείο του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τομπάζη και κατασκευάστηκε μέχρι το 1989 με τέτοιο τρόπο ώστε τα κτήρια να είναι ενεργειακά αποδοτικά με πολλούς, καινοτόμους τρόπους.
      Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 δεν υπήρχε η συζήτηση περί κλιματικής αλλαγής και ήμασταν πολύ μακριά από τους αλλεπάλληλους κύκλους των σημερινών προγραμμάτων "Εξοικονομώ". Όμως τότε ο κόσμος άφηνε πίσω του δύο μεγάλες πετρελαϊκές κρίσεις. "Tο Ηλιακό Χωριό ήταν ένα πιλοτικό έργο στα σπάργανα της ενασχόλησης με την 'ηλιακή' όπως ονομάστηκε αρχικά αρχιτεκτονική ή τον βιοκλιματικό σχεδιασμό, όπως τον αποκαλούμε σήμερα", λέει ο αρχιτέκτονας Άκης Τηλεμάχου, ο οποίος είναι σήμερα συνεργάτης του γραφείου Τομπάζη. Στο "χωριό" συνυπήρχαν συστήματα μόνωσης μαζί με, ιδιαίτερα καινοτόμα για την εποχή, "ενεργητικά συστήματα", που σχεδιάστηκαν για να παρέχουν θέρμανση και ζεστό νερό στις κατοικίες εξοικονομώντας ενέργεια. Τότε χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα τεχνολογίες όπως το αποκεντρωμένο σύστημα αντλιών θερμότητας, συλλέκτες αέρος, επίπεδοι συλλέκτες νερού, διεποχιακή αποθήκευση θερμότητας με συλλέκτες νερού και μια μεγάλη υδατοδεξαμενή όγκου 600 κυβικών μέτρων.
      Ηλιακό Χωριό, 2023 | Φωτογραφία: διαΝΕΟσις Τα "ενεργητικά" συστήματα αυτά είχαν σχεδιαστεί ως μια πιθανή απάντηση στις πετρελαϊκές κρίσεις: με πιο ενεργειακά αποδοτικές κατοικίες οι άνθρωποι ήταν λιγότερο εξαρτημένοι από την τιμή του πετρελαίου και από το καρτέλ του ΟΠΕΚ. Το ενδιαφέρον μάλιστα για το πόσο καλά μπορεί να λειτουργούν οι πρωτοπόρες ενεργειακές κατοικίες ήταν ευρύτερο: το γερμανικό Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας πλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του κόστους της μελέτης για την ανάπτυξη του Ηλιακού Χωριού. Αντίστοιχα, ερευνητές του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μετρούσαν, τα πρώτα χρόνια μετά τα εγκαίνια, την απόδοση των συστημάτων.
      Μια βόλτα στο Ηλιακό Χωριό σήμερα μαρτυρά ότι τα περισσότερα από αυτά τα συστήματα δεν δουλεύουν όπως σχεδιάστηκαν -κάποια δεν λειτούργησαν ποτέ. Στις ταράτσες των σπιτιών τα περισσότερα ηλιακά πάνελ είναι φθαρμένα. Άλλα έχουν πλέον απομακρυνθεί· οι σιδεριές στις οποίες στηρίζονταν χάσκουν γυμνές και σε κάποιες από αυτές οι κάτοικοι έχουν στερεώσει συμβατικούς ηλιακούς θερμοσίφωνες. Σποραδικά εμφανίζονται πεταμένα μονωτικά υλικά. Τελικά, το 2019 το Ηλιακό Χωριό έκανε ό,τι θεωρητικά δεν είχε ανάγκη να κάνει: συνδέθηκε με το δίκτυο του φυσικού αερίου.
      Γιατί όμως, παρότι η αρχική ιδέα πίσω από την κατασκευή του Ηλιακού Χωριού με τα χρόνια γινόταν ολοένα και πιο επίκαιρη, το ίδιο το χωριό φαινόταν να την εγκαταλείπει; Οι πρώτες αξιολογήσεις του ΑΠΘ διαπίστωναν ότι οι κάτοικοι, παρότι είχαν εκπαιδευτεί γύρω από τα συστήματα που είχαν τότε εγκατασταθεί, δυσκολεύονταν να τα λειτουργήσουν με σωστό τρόπο. Τοποθετούσαν έπιπλα στους νότιους τοίχους, τα οποία "έκλειναν" τους τοίχους θερμικής αποθήκευσης σε κάποια από τα κτήρια του οικισμού και έτσι τον χειμώνα τα σπίτια ήταν πιο κρύα. "Αν κάποιος αφήνει τα παντζούρια κλειστά ή την τέντα κατεβασμένη στον χώρο του 'θερμοκηπίου' κατά τη διάρκεια μιας χειμωνιάτικης μέρας ή έχει τοποθετήσει έπιπλα ή πράγματα που σκιάζουν π.χ. τον πάγκο νερού, γιατί αυξήθηκαν οι ανάγκες της οικογενείας του σε χώρους, θα υπάρξει μείωση του κέρδους θερμότητας που περιμένουμε", εξηγεί ο Άκης Τηλεμάχου.
      Από την άλλη πλευρά, πόσο εύκολο ήταν οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί να έχουν τον νου τους σε όλα αυτά τα άγνωστα και απαιτητικά συστήματα, ενώ παράλληλα συνέχιζαν τις δουλειές τους και τις ζωές τους; Και, όσο οι σχετικές τεχνολογίες βελτιώνονταν, γιατί δεν αναβαθμίστηκαν τα ίδια τα συστήματα; "Πέραν της συντήρησης των έργων ή της κατάρτισης των κατοίκων, έργα των οποίων η λειτουργία ή και η ίδια η φύση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εκτενή χρήση μηχανολογικών ή άλλων τεχνολογιών, κινδυνεύουν εύκολα να θεωρηθούν παρωχημένα με τους σύγχρονους ρυθμούς εξέλιξης των αντίστοιχων τεχνολογιών. Για να εξασφαλίζεται η λειτουργία τους, θα πρέπει να εξασφαλίζεται και η ενημέρωση ή η αναβάθμισή τους. Επιπλέον τα τελευταία χρόνια είχαμε σχετικά φθηνή ενέργεια", λέει ο Άκης Τηλεμάχου.
      Ωστόσο, θα ήταν άδικο το αποτύπωμα του Ηλιακού Χωριού να περιοριστεί μόνο στα συστήματα που δεν λειτούργησαν. Είναι σίγουρα ενδιαφέρον, ίσως το πιο ενδιαφέρον, ότι το ελληνικό κράτος έκανε μια τέτοια υπέρβαση. Είχε την ικανότητα να φανταστεί και να προκρίνει, ακόμη και κατ’ εξαίρεση της συνηθισμένης δραστηριότητας του ΟΕΚ, την κατασκευή ενός τέτοιου οικισμού εκείνη την περίοδο.
      Πέρα από αυτό, το Ηλιακό Χωριό παραμένει περισσότερο από 30 χρόνια αργότερα ένας ζωντανός οικισμός. Τα κτήρια έχουν σωστό προσανατολισμό, είναι οργανωμένα σε κομψά οικοδομικά τετράγωνα με επαρκή δημόσιο χώρο, με πλατείες και αίθρια -πράγματα τα οποία σπανίζουν στις ελληνικές πόλεις. Είναι επίσης πιθανό να συνέβαλε στο "ζωντάνεμα" ολόκληρης της περιοχής. Περπατώντας από το Μαρούσι προς την τοποθεσία του, επί πολλά οικοδομικά τετράγωνα τα περισσότερα κτήρια φαίνεται να έχουν χτιστεί τουλάχιστον μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, παράλληλα ή αργότερα από τον οικισμό.
      Όπως ένας μυς του ανθρώπινου σώματος, έτσι και μια κρατική υπηρεσία, αν μείνει αδρανής για πολύ καιρό ατροφεί. Μετά το κλείσιμο του ΟΕΚ το 2012 και τη μη αντικατάστασή του από κάτι άλλο, το ελληνικό κράτος έχασε τη δυνατότητα να "τρέχει" αντίστοιχα έργα. Δεν μπορεί πια να ασκεί στεγαστική πολιτική και, μέσα από αυτή, να επιδρά θετικά στην ανάπτυξη των πόλεων, να φαντάζεται ένα βιώσιμο μέλλον και να προσαρμόζεται σε αυτό.
      Ηλιακό Χωριό, 2023 | Φωτογραφία: διαΝΕΟσις -------
      Μετά από μια δεκαετία χωρίς στεγαστική πολιτική, ήρθε μια δύσκολη στεγαστική κρίση. Πώς μπορεί να σχεδιαστούν τα κατάλληλα μέτρα από το μηδέν, αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος; Ποιος θα τα εφαρμόσει, πόσοι και ποιοι άνθρωποι; Πόσα χρήματα χρειάζονται και πώς μπορεί να βρεθούν, αλλά και να έχουν τον μικρότερο δυνατό δημοσιονομικό αντίκτυπο; Και, τελικά, μετά την εμπειρία των μνημονίων, μπορεί να ξαναβρεί το ελληνικό κράτος την ικανότητά του να υπερβεί την εποχή του, αυτή τη φορά με επιτυχία;
      Είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα, το να γίνουν οι παραπάνω ερωτήσεις και να απασχολήσουν τον δημόσιο διάλογο. Όμως, πώς μπορεί να μοιάζουν οι απαντήσεις; Σε αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο κάποιος να στρέψει το βλέμμα του έξω από τη χώρα, στην υπόλοιπη Ευρώπη. Διαφορετικές χώρες έχουν άλλους τρόπους να ασκούν στεγαστική πολιτική, οι οποίοι σχηματίστηκαν σε διαφορετικές συνθήκες. Είναι δύσκολο, και πιθανόν καταδικασμένο να αποτύχει, τα μέτρα που πήρε μια χώρα να μεταφερθούν αυτούσια στο περιβάλλον μιας άλλης. Όμως, οι διαφορετικές οπτικές πάνω στο ζήτημα της στέγασης φανερώνουν τα προβλήματα που πρέπει να λυθούν και τις επιλογές που υπάρχουν.
      Ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες στην Αυστρία
      Το 1995 ο "starchitect" Ζαν Νουβέλ, που μεταξύ άλλων έχει σχεδιάσει τη Φιλαρμονική του Παρισιού και την επέκταση του Εθνικού Μουσείου Τέχνης στη Μαδρίτη, παρέδωσε τα σχέδιά του για την αναμόρφωση του πρώτου από τους τέσσερις πύργους του Gasometer. Σχεδόν ταυτόχρονα, ακόμη τρεις αυστριακοί αρχιτέκτονες παρέδωσαν αντίστοιχα σχέδια για τους υπόλοιπους τρεις πύργους. Τα Gasometers, τέσσερις μεγάλες, κυκλικές δεξαμενές γκαζιού (με ύψος 70 και διάμετρο 60 μέτρα η καθεμία) κοντά στο κέντρο της Βιέννης χτίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Όμως, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ήταν έρημες ήδη επί περισσότερα από 30 χρόνια.
      Τα σχέδια του Νουβέλ και των υπόλοιπων αρχιτεκτόνων προέβλεπαν την αναμόρφωση των δεξαμενών σε χώρους συναυλιών, εμπορικά κέντρα, κινηματογράφους, γυμναστήρια, φοιτητικές εστίες και κατοικίες. Το έργο ολοκληρώθηκε τελικά έξι χρόνια αργότερα και μεταμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό ολόκληρη την περιοχή. Σήμερα, αποτελεί από μόνο του μια ζωντανή γειτονιά όπου κινούνται καθημερινά ή κατοικούν περισσότεροι από 4.000 άνθρωποι. Ο χώρος έχει αποκτήσει πλέον και τουριστικό ενδιαφέρον: εκεί πραγματοποιούνται τακτικά ξεναγήσεις για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα για τις παλιές δεξαμενές και για την ανάπλασή τους.
      Ωστόσο, αξίζει κάποιος να σταθεί λίγο περισσότερο στις κατοικίες μέσα στα Gasometers. Από τις 800 συνολικά κατοικίες, οι περισσότερες, περίπου 600, είναι κοινωνικές κατοικίες. Ιδιοκτήτης είναι ο δήμος της Βιέννης και τα διαμερίσματα διατίθενται για ενοικίαση σε δικαιούχους των αντίστοιχων προγραμμάτων κοινωνικής στέγασης. Οι ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες είναι κάτι μάλλον συνηθισμένο στην Αυστρία. Στη Βιέννη, μια πόλη 1,9 εκατομμυρίων κατοίκων, ο δήμος καθώς και κάποιοι μη κερδοσκοπικοί συνεταιρισμοί διαχειρίζονται περίπου 200.000 ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες. Σε ολόκληρη τη χώρα, 1 στις 5 κατοικίες είναι ενοικιαζόμενη κοινωνική κατοικία, ενώ η Αυστρία είναι μία από τις μόλις έξι χώρες του ΟΟΣΑ όπου, από το 2010 μέχρι το 2018, το ποσοστό αυτών των κατοικιών αναλογικά με το σύνολο αυξήθηκε. Τα κριτήρια για τους δικαιούχους ενοικίασης κοινωνικών κατοικιών είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρα: έχει υπολογιστεί ότι περιλαμβάνουν τη μεγάλη πλειοψηφία, περίπου 80%, των νοικοκυριών στη χώρα.
      Οι τέσσερις πύργοι του Gasometer | Πηγή: Shutterstock "Το σύστημα κοινωνικής στέγασης στην Αυστρία άρχισε με την εκβιομηχάνιση", εξηγεί η πρέσβης της χώρας στην Αθήνα, Ερμίνε Πόπελερ. "Σε κάποια μέρη, όπως στη Στυρία, η ανάπτυξη αυτή συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη βιομηχανία: εκεί υπήρχε μεγάλη ανάγκη για εργάτες στα ορυχεία. Από την άλλη πλευρά, η Βιέννη, ως έδρα του οίκου των Αψβούργων στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πολύ ελκυστική για τους ανθρώπους να μείνουν και να εργαστούν. Επομένως δημιουργήθηκε και εκεί μια σημαντική ανάγκη για στέγαση. Η πόλη της Βιέννης αποφάσισε τότε να αρχίσει το σύστημα της κοινωνικής κατοικίας ενώ, παράλληλα, δημιουργήθηκαν και οι πρώτοι συνεταιρισμοί".
      Πώς λειτουργεί όμως στην πράξη ένα τόσο παλιό σύστημα, όπου η παρέμβαση του κράτους είναι τόσο σημαντική; Πώς οργανώνεται; "Η κάθε πόλη έχει τα δικά της κριτήρια για τους δικαιούχους", εξηγεί η Ερμίνε Πόπελερ. "Οι εκατοντάδες μη κερδοσκοπικοί συνεταιρισμοί στέγης χρηματοδοτούνται μέσω ειδικών δανείων από στεγαστικές τράπεζες. Εισπράττουν επίσης εισφορές από τους δήμους και φυσικά εισπράττουν τα ενοίκια που πληρώνουν οι δικαιούχοι. Με αυτό τον τρόπο έχουν κεφάλαιο που το χρησιμοποιούν για τη διαχείριση των κατοικιών και για τις απαραίτητες επενδύσεις σε υποδομές".
      Παρότι η Αυστρία επιδοτεί κάποια δάνεια ή σπανιότερα παρέχει χρηματοδότηση για την απόκτηση σπιτιού σε πολύ φτωχά νοικοκυριά, η βάση της αυστριακής στεγαστικής πολιτικής είναι οι ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες. Είναι μάλλον αναμενόμενο ότι τα ενοίκια, που καθορίζονται κυρίως από την περιοχή και από το κόστος κατασκευής της κοινωνικής κατοικίας είναι αισθητά χαμηλότερα από αυτά της ελεύθερης αγοράς. Πρόκειται για μια παράλληλη αγορά ακινήτων. Επηρεάζει άραγε αυτό τις τιμές στην ελεύθερη αγορά; "Σίγουρα, υπάρχει μια σύνδεση της κρατικά επιδοτούμενης αγοράς κατοικίας με την ελεύθερη", λέει η Ερμίνε Πόπελερ. "Αυτό βέβαια δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Για παράδειγμα, οι τιμές των πολυτελών κατοικιών ακολουθούν τη διεθνή αγορά πολυτελών κατοικιών χωρίς να επηρεάζονται από ό,τι συμβαίνει στην κοινωνική κατοικία".
      Συνδυασμός πολλών παρεμβάσεων στη Γαλλία
      ΗΓαλλία είναι κι αυτή μια χώρα με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο σύστημα ενοικιαζόμενων κοινωνικών κατοικιών: περίπου 14% του συνόλου των κατοικιών στη χώρα λειτουργούν με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, η χρηματοδότηση του συστήματος διαφέρει από την αντίστοιχη της Αυστρίας. "Υπάρχει ένας ειδικός μηχανισμός, το 1% των μισθών για τη στέγη", λέει ο Γάλλος πολεοδόμος, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα real estate του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, Αρτούρ Ακολέν. "Πλέον βέβαια η εισφορά για την κοινωνική κατοικία έχει μειωθεί στο 0,45%, αλλά έχει μείνει το όνομα. Αυτό το ποσοστό κρατείται από όλους τους μισθούς που πληρώνονται στη χώρα από επιχειρήσεις ενός μεγέθους και πάνω, και παρέχει κεφάλαιο στην ενοικιαζόμενη κοινωνική κατοικία. Ένα μικρότερο μέρος του χρησιμοποιείται για την υποστήριξη της αγοράς κατοικίας. Οι επιχειρήσεις έχουν επίσης κάποιο λόγο στο πώς μοιράζονται αυτά τα χρήματα και κάποιες φορές ζητούν επιπλέον προνόμια για τους εργαζόμενους του κλάδου τους".
      Πρόκειται επίσης για ένα σύστημα νεότερο από αυτό της Αυστρίας. Σχεδόν ταυτόχρονα με την ανοικοδόμηση μετά τον πόλεμο, οι Γάλλοι μετακινήθηκαν μαζικά από την περιφέρεια προς τις πόλεις, δημιουργώντας έτσι νέες ανάγκες στέγασης. Για να ικανοποιηθούν οι νέες ανάγκες, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 οι αρχές κατασκεύασαν τεράστια συγκροτήματα κοινωνικών κατοικιών με εκατοντάδες διαμερίσματα το καθένα στα προάστια των γαλλικών πόλεων. Πολλά από αυτά τα συγκροτήματα εξελίχθηκαν σε γκέτο. "Παρότι έχουν γίνει νεότερες επενδύσεις στην εκ νέου ανάπτυξη, είναι γεγονός ότι σε πολλά από αυτά τα πρώτα συγκροτήματα σήμερα υπάρχει φτώχεια και παραβατικότητα", εξηγεί ο Αρτούρ Ακολέν.
      Ωστόσο, η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Από τις περίπου 5 εκατομμύρια κοινωνικές κατοικίες που λειτουργούν στη Γαλλία, πολλές, περίπου 2 εκατομμύρια, προστέθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια. "Πρόκειται συνήθως για πιο μικρά συγκροτήματα 10, 20 ή 30 διαμερισμάτων, διάσπαρτα σε περιοχές των πόλεων, ακόμα και σε πιο ακριβές περιοχές στο κέντρο του Παρισιού. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια πλέον να πραγματοποιούνται μικρότερα έργα, πιο ενταγμένα στην κάθε περιοχή όπου αναπτύσσονται. Επιπλέον, και τα μεγαλύτερα καινούργια έργα διαθέτουν κατοικίες τόσο στην ελεύθερη αγορά όσο και στην κρατικά επιδοτούμενη", λέει ο Αρτούρ Ακολέν και αναφέρεται σε ένα έργο που βρίσκεται σε εξέλιξη, στη συνοικία Clichy-Batignolles στο Παρίσι.
      Στον χώρο ενός παλιού αμαξοστασίου, σε μια έκταση 540 στρεμμάτων στο 17ο διαμέρισμα του Παρισιού λειτουργούν ήδη τα νέα δικαστήρια, ένας ουρανοξύστης ύψους 160 μέτρων που σχεδίασε ο Ρέντσο Πιάνο. Απέναντι από τα δικαστήρια, γύρω από ένα μεγάλο πάρκο 100 στρεμμάτων όπου βρίσκονται τρία κρατικά θέατρα, γραφεία, σχολεία και καταστήματα, κατασκευάζονται 3.400 κατοικίες, με τις μισές από αυτές να ενοικιάζονται, ή να είναι προγραμματισμένο να ενοικιαστούν ως κοινωνικές κατοικίες. Οι δικαιούχοι επιλέγονται με πολλά, διαφορετικά κριτήρια ανά περιοχή και για ένα τέτοιο καινούργιο διαμέρισμα σε ελκυστική τοποθεσία η αναμονή μέχρι να μετακομίσουν στο νέο σπίτι τους μπορεί να ξεπεράσει τα πέντε χρόνια.
      Η συνοικία Clichy-Batignolles στο Παρίσι | Πηγή: https://www.parisetmetropole-amenagement.fr/sites/default/files/2022-05/plan_du_projet_version_web_101017.pdf Φυσικά, το να υπάρχουν κοινωνικές κατοικίες σε δημοφιλείς περιοχές δεν έχει μόνο θετικά. Έφερε και ένα περίεργο είδος παραβατικότητας: "Ο γαλλικός Τύπος έχει γράψει για περιπτώσεις δικαιούχων που νοίκιαζαν 'δεύτερο χέρι' κοινωνικές κατοικίες μέσω Airbnb και βεβαίως πλήρωσαν πρόστιμο. Μετά από αυτές τις περιπτώσεις οι δήμοι έθεσαν κάποιους επιπλέον περιορισμούς", λέει ο Αρτούρ Ακολέν.
      Ταυτόχρονα, με την ενοικίαση σπιτιών, το γαλλικό κράτος δίνει επίσης ένα αρκετά σημαντικό επίδομα ενοικίου, το οποίο δικαιούνται περίπου τα μισά νοικοκυριά που ζουν στο ενοίκιο, ακόμα και στις κοινωνικές κατοικίες. Το επίδομα αυτό κυμαίνεται από το ένα τρίτο έως το μισό του συνόλου του ενοικίου.
      Σε κάποιο βαθμό όλα αυτά τα μέτρα, μαζί με άλλους παράγοντες, είναι πιθανό να αποδίδουν: το ποσοστό των ενοικιαστών που πληρώνουν περισσότερο από το 40% του εισοδήματός τους στο ενοίκιο είναι σχετικά μικρό -8% στις πόλεις, 3% στην περιφέρεια.
      Ωστόσο, παρότι το γαλλικό σύστημα είναι σε κάποιο βαθμό αυτοχρηματοδοτούμενο -λόγω του "1% των μισθών για τη στέγη"- είναι επίσης ιδιαίτερα παρεμβατικό και πολυδάπανο. Θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; "Δεν υπάρχει μαγική λύση", εκτιμάει ο Αρτούρ Ακολέν. "Η στέγη είναι ακριβή και είναι επίσης ακριβό να συντηρηθεί. Αν θέλεις να είναι σε μια καλή τοποθεσία, η τιμή της γης είναι επίσης ακριβή. Επομένως πρέπει να βρεις τρόπους να βγαίνει αυτή η εξίσωση, πράγμα που σημαίνει τη δέσμευση σημαντικών πόρων. Στις ΗΠΑ, όπου ζω και εργάζομαι, κυκλοφορεί πολύ η ιδέα ότι αν κάνεις την αγορά να λειτουργήσει ή αν βρεις τα κατάλληλα κίνητρα δεν χρειάζεται να ξοδέψεις τόσα πολλά. Όμως, όταν σε κάθε περίπτωση το εισόδημα του νοικοκυριού δεν επαρκεί για να πληρώσει το κόστος της στέγης, πρέπει να βρεις κάποιον τρόπο να το επιδοτήσεις. Αυτός ο τρόπος μπορεί να είναι, λίγο ή πολύ, έμμεσος αλλά και αυτό ακόμα κοστίζει".
      Η διαφορετική περίπτωση της Ισπανίας
      Ησυζήτηση με την Ισπανίδα Κλάρα Μαρτίνεζ-Τολεδάνο, επίκουρη καθηγήτρια χρηματοοικονομικών στο Imperial College του Λονδίνου έφτασε κάποια στιγμή στα επιδόματα ενοικίου. "Έχω αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των επιδομάτων ενοικίου", λέει. "Οι ιδιοκτήτες, εφόσον γνωρίζουν ότι οι ενοικιαστές λαμβάνουν το επίδομα, έχουν την επιλογή να το ενσωματώσουν αργά ή γρήγορα στο ποσό του ενοικίου. Έτσι είναι πιθανό το επίδομα, ή ένα μέρος του, να καταλήγει τελικά στον ιδιοκτήτη και όχι στον ενοικιαστή που αντιμετωπίζει βασικά το πρόβλημα".
      Τα αντίστοιχα επιδόματα ενοικίου θεσπίστηκαν σχετικά πρόσφατα στην Ισπανία και, προς το παρόν, καλύπτουν μόνο κάποια χαμηλά εισοδήματα και ένα μικρό μέρος του ενοικίου, ειδικά στις πόλεις. "Τελικά, το μέτρο δεν επηρέασε πολλούς ανθρώπους επειδή υπάρχουν όλοι αυτοί οι περιορισμοί", λέει η Μαριόνα Σεγκού, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο CY Cergy στο Παρίσι, η οποία έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα της στέγασης. "Το μέτρο αυτό είχε μάλιστα και συγκεκριμένο προϋπολογισμό, οπότε πολλοί το ζήτησαν αλλά κάποια στιγμή τελείωσαν τα χρήματα και χρειάστηκε να βρεθούν νέοι πόροι".
      Η Ισπανία, όπως και η Ελλάδα, με τα μέτρα που θέσπισε διαχρονικά, ενθάρρυνε τους ανθρώπους να αποκτήσουν ή να χτίσουν σπίτι, και όχι να νοικιάσουν. "Η αγορά σπιτιού είναι κάπως σαν 'το ισπανικό όνειρο', κάθε Ισπανός ονειρευόταν να έχει ένα σπίτι", εξηγεί η Μαριόνα Σεγκού. "Υπάρχει μια παροιμία στα ισπανικά που λέει ότι 'τα τούβλα δεν πέφτουν ποτέ' εννοώντας ότι η επένδυση σε ένα σπίτι είναι πάντα καλή, επειδή είναι ασφαλής. Αλλά δεν είναι μόνο μια ασφαλής επένδυση, είναι και κερδοφόρα. Αυτή την κουλτούρα την ενθάρρυναν επίσης οι κυβερνήσεις. Αυτά φυσικά τα λέγαμε πριν από την κρίση. Η Ισπανία υπέφερε πολύ την προηγούμενη δεκαετία από μια φούσκα στην κατασκευή κατοικιών και στα στεγαστικά δάνεια, η οποία έσκασε με μαζικούς πλειστηριασμούς".
      Αφού οι Ισπανοί ήθελαν να γίνουν ιδιοκτήτες, οι κυβερνήσεις τούς βοηθούσαν. Η στεγαστική πολιτική του κράτους ήταν κι αυτή προσανατολισμένη στην ιδιοκτησία. Το κράτος κυρίως επιδοτούσε δάνεια και έχτιζε σπίτια τα οποία αργότερα παραχωρούσε σε δικαιούχους. Σήμερα, τρεις στους τέσσερις Ισπανούς έχουν ιδιόκτητο σπίτι, ποσοστό επίσης αντίστοιχο με το ελληνικό (73%) και αρκετά υψηλότερο από της Αυστρίας (54%) και της Γαλλίας (65%). Αντίστοιχα, οι ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες είναι σχετικά ανύπαρκτες (λιγότερο από 2% του συνόλου των κατοικιών).
      "Το γεγονός ότι μέχρι πολύ πρόσφατα οι κοινωνικές κατοικίες ήταν προς πώληση και όχι προς ενοικίαση δημιούργησε πρόβλημα", λέει η Μαριόνα Σεγκού. "Ουσιαστικά, αυτό έδωσε τη δυνατότητα σε κάποιους να αγοράσουν σπίτι σε χαμηλή τιμή ως δικαιούχοι, και μετά από 30 χρόνια οι ίδιοι ή τα παιδιά τους μπορούσαν να πουλήσουν το σπίτι στην τιμή της αγοράς και να έχουν μεγάλο κέρδος. Αυτό φυσικά συμφέρει τους δικαιούχους, αλλά με αυτό τον τρόπο το κράτος χάνει σταδιακά όλες τις μονάδες κοινωνικής κατοικίας και εξαναγκάζεται να χτίζει συνεχώς".
      Το 2021, η Ισπανία άλλαξε λίγο τη στρατηγική της και περιέλαβε στο σχέδιό της για το Ταμείο Ανάκαμψης ένα φιλόδοξο έργο ανάπτυξης 20.000 ενεργειακά αποδοτικών κοινωνικών κατοικιών που θα διατεθούν προς ενοικίαση ως κοινωνικές κατοικίες. Εν πολλοίς πρόκειται για ακίνητα της Sareb, της κρατικής τράπεζας ("bad bank") στην οποία κατέληξαν χιλιάδες ακίνητα που εκπλειστηριάστηκαν την προηγούμενη δεκαετία. Ωστόσο, η Μαριόνα Σεγκού διατηρεί τις αμφιβολίες της: "Είναι πολύ πιθανό τα σπίτια αυτά να βρίσκονται σε περιοχές όπου οι άνθρωποι δεν θέλουν να ζήσουν. Είναι ένα θέμα που επανέρχεται συνέχεια στον δημόσιο διάλογο, ότι υπάρχουν τρία εκατομμύρια άδεια σπίτια στην Ισπανία. Ναι, αυτό ισχύει αλλά αυτά τα σπίτια ίσως να μην είναι στις μεγάλες πόλεις ή στα περίχωρά τους. Υπάρχει αναντιστοιχία με τις ανάγκες. Θα εκπλαγώ αν από τις 20.000 κατοικίες της 'bad bank' οι μισές είναι σε περιοχές με κάποια ζήτηση. Ακόμα και αν είναι, οι 20.000 κατοικίες για τα δεδομένα της Ισπανίας είναι ένας πολύ μικρός αριθμός για να κάνει κάποια αισθητή διαφορά".
      ­
      Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Της Έρευνας (PDF)
      Το θέμα της στέγασης βρίσκεται σταθερά ψηλά στον ισπανικό δημόσιο διάλογο. Ωστόσο, ακόμη και μετά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών οι Ισπανοί, κατά μέσο όρο, δεν πληρώνουν τόσο πολλά, όσο π.χ. οι Έλληνες, για στέγαση: πληρώνουν 11% του εισοδήματός τους (έναντι 34%) στις πόλεις. Όμως, οι πιο νέοι και οι πιο φτωχοί, αντιμετωπίζουν δυσανάλογο πρόβλημα, ειδικά σε περιοχές που για διάφορους λόγους οι τιμές αυξάνονται με πολύ γρήγορο ρυθμό. Αυτή η συνθήκη δημιούργησε σημαντική πίεση για τη ρύθμιση των πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, αφού συνέπεσε χρονικά με την εξάπλωσή τους.
      Η Μαριόνα Σεγκού συμμετείχε σε μια ερευνητική ομάδα που επιχείρησε να μετρήσει τον αντίκτυπο της εισόδου του Airbnb στη Βαρκελώνη το 2015. Η μελέτη αυτή πράγματι διαπίστωσε (στατιστικά) σημαντική αύξηση των ενοικίων μετά την έλευση του Airbnb. Η αύξηση αυτή μάλιστα ήταν τριπλάσια στις πολύ τουριστικές περιοχές, δηλαδή εκείνες με πολλές καταχωρήσεις στην πλατφόρμα. "Φαίνεται ότι το Airbnb αύξησε τις τιμές, αλλά όχι εξωπραγματικά. Από ερευνητική σκοπιά μπορούμε να πούμε ότι σίγουρα παρατηρούμε μια αύξηση, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι το Airbnb προκάλεσε το σύνολο της αύξησης των ενοικίων την ίδια περίοδο. Κάποιοι χρησιμοποίησαν την έρευνά μας για να πουν 'είδατε η επίδραση δεν είναι τόσο μεγάλη, δεν πρέπει να ανησυχούμε τόσο'. Άλλοι είπαν 'βλέπετε κάτι υπάρχει εδώ, πρέπει να παρέμβουμε'", λέει η Μαριόνα Σεγκού.
      Ωστόσο, ο διάλογος για την επίδραση των πλατφορμών είναι ακόμη ζωηρός και οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει με κάποια βεβαιότητα σε ένα συμπέρασμα. Την ίδια στιγμή, πολλές πόλεις δεν έχουν τον χρόνο να περιμένουν το συμπέρασμα -η μεγάλη άνοδος των ενοικίων τις έχει οδηγήσει στο να επιβάλλουν περιορισμούς σε τουριστικές περιοχές. Μία από αυτές τις πόλεις είναι η Βαρκελώνη. Τον Σεπτέμβριο του 2020, η τοπική κυβέρνηση της Καταλονίας επέβαλε περιορισμούς στο ύψος του ενοικίου που μπορούν να ζητήσουν οι ιδιοκτήτες από τους ενοικιαστές τους σε κάποιες τουριστικές περιοχές της περιφέρειας, ανάμεσά τους και το κέντρο της Βαρκελώνης. Ο περιορισμός παρέμεινε σε ισχύ μόνο ενάμιση χρόνο, μέχρι τον περσινό Μάρτιο, καθώς έπειτα κατέπεσε στο ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο.
      Η σχετικά μικρή διάρκεια των περιορισμών, καθώς και το γεγονός ότι υπήρχαν αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με τα ποσά των ενοικίων και τις νέες ενοικιάσεις σπιτιών (πρέπει να δηλώνονται υποχρεωτικά σε ηλεκτρονική πλατφόρμα) πυροδότησαν έναν ακόμη κύκλο μελετών. Σε μία από αυτές συμμετείχε η Μαριόνα Σεγκού και εξηγεί τα συμπεράσματά της: "Βρήκαμε μια σημαντική μείωση στα ενοίκια στις περιοχές που επέβαλαν τον περιορισμό, της τάξης του 5-6%. Όμως, δεν βρήκαμε μείωση του αριθμού των νέων συμβολαίων μετά τη θέσπιση των μέτρων. Οπότε δεν υπήρχε αντίκτυπος στην προσφορά, οι ιδιοκτήτες φαίνεται ότι συνέχισαν να νοικιάζουν τα σπίτια τους με τον ίδιο ρυθμό, σε λίγο χαμηλότερες τιμές. Ωστόσο, αυτά που βρίσκουμε είναι πιθανόν μια βραχυπρόθεσμη επιρροή. Κάποιος μπορεί να υποθέσει π.χ. ότι ο αντίκτυπος στην προσφορά δεν φαίνεται στον πρώτο χρόνο αλλά θα γίνει αισθητός αργότερα".
      ------
      Όπως δείχνουν οι ιστορίες άλλων χωρών, πολλά από τα προβλήματα είναι κοινά, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Η συγκέντρωση επενδυτικού ενδιαφέροντος σε ακίνητα στα κέντρα των πόλεων, μια δεκαετία μείωσης, στασιμότητας ή αναιμικών αυξήσεων στα εισοδήματα μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 και η είσοδος νέων επιλογών εκμετάλλευσης των ακινήτων από τους ιδιοκτήτες τους, όπως το Airbnb, έφεραν νέα προβλήματα παντού. Ταυτόχρονα, δημιουργούνται ολοένα και πιο επιτακτικές ανάγκες ανακαινίσεων και ενεργειακής αναβάθμισης. Στην Ελλάδα, φαίνεται ότι οι ίδιες προκλήσεις είναι πιο έντονες από οπουδήποτε στην Ευρώπη.
      Πανοραμική άποψη της Αθήνας | Φωτογραφία: διαΝΕΟσις Οδύσσεια στην Αθήνα
      "Το συμπέρασμα που έβγαλα από την εμπειρία αναζήτησης σπιτιού στην Αθήνα είναι ότι αν θέλουμε σαν ζευγάρι κάποια στιγμή να μετακινηθούμε προς το κέντρο της πόλης χρειαζόμαστε και οι δύο μια δεύτερη δουλειά επειγόντως", λέει η Λίνα Γιάνναρου. Η δημοσιογράφος της "Καθημερινής" κατέγραψε πρόσφατα το σαφάρι της (ή "Οδύσσεια", όπως γράφει ο τίτλος του σχετικού άρθρου) για την εύρεση ενός διαμερίσματος στο κέντρο της Αθήνας. Περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια όσα είδε εκείνη την περίοδο: σπίτια με σοβαρές ελλείψεις, πλημμελώς συντηρημένα, ή και ακατάλληλα για κατοίκηση με τους ιδιοκτήτες να ζητούν δυσανάλογα υψηλά ενοίκια. Εντυπωσιάστηκε τόσο, που, όπως λέει σήμερα, αναρωτήθηκε "αν αξίζει να 'ματώσεις' οικονομικά για να βρίσκεσαι κοντά σε θέατρα, μπαρ και εστιατόρια που δεν θα έχεις χρόνο να επισκεφθείς".
      Δεν ήταν όμως μόνο τα σπίτια και οι τιμές που της έκαναν εντύπωση, αλλά ακόμη και η συμπεριφορά που αντιμετώπισε. "Οι μεσίτες κατέβαλαν πραγματικά ελάχιστη προσπάθεια να μου 'πουλήσουν' ένα σπίτι", θυμάται. "Έκανα δεκάδες ραντεβού, ούτε ένας δεν έκανε τηλεφώνημα follow up για να ρωτήσει εάν τελικά ενδιαφέρομαι, να συμπληρώσει κάποια πληροφορία, να προτείνει ίσως άλλο διαμέρισμα. Μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει εάν ήταν επειδή είναι τόσο πολλοί οι ενδιαφερόμενοι ή επειδή, αντίθετα, αντιλαμβάνονται ότι με αυτές τις τιμές είναι δύσκολο να υπάρξει συμφωνία".
      Μια άσχημη εικόνα
      Όλα μαρτυρούν ότι δεν πρόκειται απλώς για κακή τύχη της δημοσιογράφου. Τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας αποτυπώνουν με σαφήνεια την αύξηση: ο δείκτης των τιμών των διαμερισμάτων φαίνεται ότι θα κλείσει για το 2022 κατά περισσότερο από 10% αυξημένος, συγκριτικά με το 2021 (τα στοιχεία είναι προσωρινά και εκκρεμεί το τέταρτο τρίμηνο). Στα νέα διαμερίσματα, πενταετίας, στην Αθήνα, η αύξηση μπορεί να ξεπεράσει το 13%. Αλλά και το 2021, η αύξηση συγκριτικά με το 2020 ήταν μικρότερη, αλλά σημαντική: περίπου 7,5% στο σύνολο της χώρας.
      Η ιστοσελίδα "σπιτόγατος", όπου καταχωρίζονται μαζικά αγγελίες ακινήτων προς πώληση και ενοικίαση, δημοσιεύει αναλυτικά στοιχεία για τις τιμές ανά περιοχή. Δεν είναι επίσημα στοιχεία, αλλά είναι πολύ πιθανό να είναι ενδεικτικά. Σε 48 από τις 62 περιοχές για τις οποίες δημοσιεύονται δεδομένα (περίπου ταυτίζονται με τις Περιφερειακές Ενότητες) σημειώθηκε αύξηση των ενοικίων το τελευταίο τρίμηνο του 2022, συγκριτικά με την ίδια εποχή το 2021. Σε δεκατέσσερις από αυτές η αύξηση ξεπερνάει το 10%. Στην Αρκαδία, στο Κιλκίς, στο Λασίθι και στη Μεσσηνία η αύξηση των ενοικίων, στις αγγελίες του σπιτόγατου, ξεπερνάει το 20%. Από αυτές τις τέσσερις περιοχές μόνο το Κιλκίς "πέφτει" κάτω από τα 5 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο.
      Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε οποιαδήποτε χώρα, τα εισοδήματα και ειδικά οι μισθοί να ακολουθήσουν αντίστοιχους ρυθμούς αύξησης. Επιπλέον, η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας παραμένει αισθητή στα εισοδήματα των Ελλήνων. "Βγαίνοντας από την κρίση, η αγορά κατοικίας και ακινήτων έγινε αντικείμενο ενδιαφέροντος για ξένους επενδυτές. Αυτό οδήγησε τις τιμές της αγοράς και των ενοικίων προς τα πάνω", λέει ο Θωμάς Μαλούτας. "Τα εισοδήματα όμως δεν ακολούθησαν την ίδια πορεία, οπότε η ψαλίδα άνοιξε ακόμη περισσότερο. Αυτό έχει δημιουργήσει στεγαστικά ζητήματα με αρκετή οξύτητα".
      Ωστόσο, είναι σημαντικό, ερμηνεύοντας τα παραπάνω στοιχεία να έχει κάποιος κατά νου το υψηλό ποσοστό ιδιοκτησίας, περίπου 73% του πληθυσμού. Επίσης, τα ακίνητα αποτελούν, κατά μέσο όρο, το 70% της περιουσίας ενός νοικοκυριού. Επομένως, η μεγάλη πλειοψηφία, σχεδόν 3 στους 4 βλέπουν τα τελευταία χρόνια την αξία της περιουσίας τους να αυξάνει, χωρίς συνήθως να αντιμετωπίζουν το ψυχολογικό βάρος της "Οδύσσειας" αναζήτησης σπιτιού. Το 63% μένει στην ιδιόκτητη κατοικία του.
      Τι συμβαίνει όμως με τους υπόλοιπους, με το 27% που δεν είναι ιδιοκτήτες και με όσους δεν μένουν στο σπίτι τους; Τα πράγματα εκεί είναι πραγματικά δύσκολα. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν πληρώνουν για στέγαση το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους μεταξύ των χωρών της ΕΕ, περίπου 37%. Περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόμη πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για στέγαση -επίσης το πιο μεγάλο ποσοστό στην Ευρώπη. Το πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο για τα πιο φτωχά νοικοκυριά. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το φτωχότερο 20% των ελληνικών νοικοκυριών πληρώνει 43% (διάμεση τιμή) του εισοδήματός του στο ενοίκιο. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου Eteron, 3 στους 4 ενοικιαστές ηλικίας 18 έως 44 ετών δηλώνουν ότι το ενοίκιο που πληρώνουν τους προκαλεί άγχος.
      Πέρα από το άμεσο πρόβλημα της στέγασης για ένα αξιοσημείωτο μέρος του πληθυσμού, η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει και άλλα, λιγότερο προφανή προβλήματα. Ένα από αυτά είναι η ανισότητα: οι ιδιοκτήτες βλέπουν την περιουσία τους να αποκτά μεγαλύτερη αξία, ενώ την ίδια ώρα οι ενοικιαστές δυσκολεύονται και αγχώνονται ολοένα και περισσότερο. Είναι επίσης πιθανό η αύξηση των ενοικίων να αφορά δυσανάλογα τους νέους και, με αυτό τον τρόπο να επιδεινώνει το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Οι Έλληνες εγκαταλείπουν το πατρικό τους κατά μέσο όρο μετά τα 29, δηλαδή αργότερα από τον μέσο Ευρωπαίο (στα 26,5). Το ποσοστό των νέων 25 έως 34 ετών που ιδιοκατοικούν έμεινε περίπου μισό μέσα σε 13 χρόνια, από το 2005 μέχρι το 2018. Στη δημοσκόπηση του Eteron, 1 στους 10 ενοικιαστές απάντησε ότι το ζήτημα των ενοικίων τον αναγκάζει να αναβάλει τη δημιουργία οικογένειας ή την απόκτηση παιδιών.
      Διαμερίσματα στο κέντρο της Αθήνας | Φωτογραφία: διαΝΕΟσις Οι πιθανές λύσεις
      Ηκρίση φαίνεται ότι είναι αρκετά βαθιά και ότι δεν θα λυθεί εύκολα. Υπάρχουν όμως λύσεις; Υπάρχουν μέτρα που μπορούν να κάνουν κάποια διαφορά; Με το τέλος του ΟΕΚ το 2012, και με την κατάργηση των εισφορών που τον συντηρούσαν, η στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα έπεσε στο κενό. Η απουσία της είναι πιθανό να συνέβαλε στη σημερινή δύσκολη κατάσταση. Πώς μπορεί όμως να μοιάζει μια σύγχρονη στεγαστική πολιτική; Πού χρειάζεται να έχουν το βλέμμα τους όσοι θα τη σχεδιάσουν;
      Μια προφανής κατεύθυνση είναι τα άδεια κτήρια. Σύμφωνα με την προηγούμενη απογραφή, του 2011, το 35% του συνόλου των κατοικιών στην Ελλάδα, 2,2 εκατομμύρια κατοικίες, ήταν κενές -οι 600.000 από αυτές στην Αττική. Αν εξαιρέσει κάποιος εξοχικά ή δεύτερες κατοικίες, μένουν 900.000 κατοικίες και 314.000 στην Αττική. Πιο πρόσφατα στοιχεία, που προέρχονται από την ΑΑΔΕ και έχει δημοσιοποιήσει η κυβέρνηση, συνηγορούν σε μια παρόμοια τάξη μεγέθους: 770.000 κενές κατοικίες (όπως δηλώνονται στο Ε2) σε όλη την Ελλάδα. Μια καλύτερη και πιο συστηματική καταγραφή αυτών των εκατοντάδων χιλιάδων σπιτιών μπορεί να δείξει περισσότερα για τις προοπτικές αξιοποίησής τους: Σε ποια κατάσταση βρίσκονται; Πού ακριβώς βρίσκονται; Τι ζήτηση υπάρχει για τις περιοχές στις οποίες βρίσκονται;
      "Η αξιοποίηση των κενών κατοικιών είναι ένα κομβικό σημείο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στέγασης", λέει ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης. "Αλλά είναι και η βέλτιστη πρακτική, δεδομένων των περιορισμών που εκ των πραγμάτων θα θέσει η κλιματική μετάβαση στο συνολικό κτηριακό απόθεμα. Η Ελλάδα έχει, άλλωστε, τον υψηλότερο αριθμό κατοικιών ανά κάτοικο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Η συγκράτηση των τιμών θα έρθει και από την ενεργοποίηση της προσφοράς".
      Ένα ακόμη βασικό σημείο σχετίζεται με την εισαγόμενη ζήτηση και τις πλατφόρμες σαν το Airbnb. Το 2019, το Airbnb είχε ξεπεράσει τα 125.000 καταχωρισμένα καταλύματα σε όλη την Ελλάδα. Παρότι ισχύει από το 2017 η υποχρέωση δήλωσης των εισοδημάτων από πλατφόρμες και, σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχει όριο ημερών που μπορεί κάποιος να διαθέσει το ακίνητό του στην πλατφόρμα, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι μπορούν να γίνουν περισσότερα. "Η βραχυχρόνια μίσθωση έχει μπει πάρα πολύ έντονα στην ελληνική πραγματικότητα", λέει ο Θωμάς Μαλούτας. "Έχει μειώσει την προσφορά στην ενοικιαζόμενη κατοικία και, μειώνοντας την προσφορά, συμβάλλει στην αύξηση των ενοικίων. Υπάρχει ένα μεγάλο πεδίο παρέμβασης, όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία. Βεβαίως, έχει παίξει και έναν θετικό ρόλο -για παράδειγμα, έχουν αναβαθμιστεί πολλά κτήρια με αυτό τον τρόπο". Αντίστοιχοι περιορισμοί στις "χρυσές βίζες", όπως ο πρόσφατος διπλασιασμός του ορίου από 250.000 σε 500.000 ευρώ για κάποιες περιοχές, πιθανόν να μετριάσουν κάπως τη ζήτηση από το εξωτερικό και, έτσι, να έχουν κάποια επίδραση στις τιμές. Όμως κι εδώ άλλες χώρες λαμβάνουν πολύ πιο δραστικά μέτρα: η Πορτογαλία πρόσφατα κατάργησε εντελώς τη χρυσή βίζα.
      Τον προηγούμενο Σεπτέμβριο η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πακέτο μέτρων για τη στέγαση ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, που ισχυρίζεται ότι θα ωφελήσουν 137.000 δικαιούχους. Αυτό περιλαμβάνει την επιδότηση επιτοκίου για στεγαστικά δάνεια σε νέους, προγράμματα επιδότησης ανακαινίσεων και ενεργειακών αναβαθμίσεων για κενά σπίτια και για νέους, αύξηση φοιτητικών επιδομάτων στέγασης, ακόμα και ένα σύστημα "κοινωνικής αντιπαροχής", όπου το Δημόσιο θα διαμορφώσει κενά κτήρια σε κατοικίες και θα τα νοικιάσει με χαμηλό ενοίκιο σε δικαιούχους. Πολλά, ίσως τα περισσότερα από αυτά τα προγράμματα και τα μέτρα ξεπερνούν τον εκλογικό κύκλο που διανύουμε και, επομένως, οι λεπτομέρειες της εφαρμογής τους και ο αντίκτυπός τους θα φανούν στο μέλλον. Τα υπόλοιπα κόμματα έχουν καταθέσει κι αυτά τις προτάσεις τους για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος, εστιάζοντας τόσο στους περιορισμούς στις πλατφόρμες όσο και στην επανεκκίνηση του θεσμού της κοινωνικής κατοικίας.
      Ο διάλογος για τη στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα έχει ανοίξει ξανά. Η εμπειρία του παρελθόντος αλλά και η εμπειρία των άλλων χωρών έχουν φυσικά πολύτιμα μαθήματα να δώσουν. Πώς μπορεί να δημιουργηθεί από το μηδέν ένα νέο μοντέλο στεγαστικής πολιτικής που θα είναι αυτοχρηματοδοτούμενο και βιώσιμο, ώστε να μην εξαρτάται από τη διάθεση αναπτυξιακών πόρων ή από τον δημοσιονομικό χώρο κάθε χρονιάς; Πώς θα ενσωματώσει τις νέες προκλήσεις που έφεραν πιο σύγχρονοι τρόποι εκμετάλλευσης των ακινήτων; Πώς θα αμβλύνει τελικά τις ανισότητες πριν "ξεφύγουν", χωρίς να ανακόψει την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων; Οι ερωτήσεις αυτές θα μας απασχολούν συχνά στο άμεσο μέλλον.
      Η Αθήνα από ψηλά | Φωτογραφία: Θωμάς Μαλούτας
    20. Αρθρογραφία

      Engineer

      αθώς ο πληθυσμός του πλανήτη μεγαλώνει και οι κοινωνίες αναπτύσσονται, εμφανίζεται ολοένα και πιο έντονο το πρόβλημα της διαχείρισης των διαθέσιμων πόρων. Πλέον οι παραγωγικές δραστηριότητες και η κατανάλωση χρησιμοποιούν πολύ μεγάλες ποσότητες υλικών πόρων που, εξ ορισμού, είναι πεπερασμένοι, ενώ το περιβάλλον επίσης επιβαρύνεται από απόβλητα και τα κατάλοιπα διαδικασιών. Έχει εμφανιστεί ως επιτακτική ανάγκη παγκοσμίως, λοιπόν, η εφαρμογή μετατροπών στην αλυσίδα παραγωγής προϊόντων αλλά και στην κατανάλωση, για να γίνει συνολικά ολόκληρη η οικονομική δραστηριότητα πιο βιώσιμη και λιγότερο σπάταλη. Η μετατροπή, ουσιαστικά, της οικονομίας από γραμμική σε "κυκλική".
      Κυκλική Οικονομία: Ευκαιρίες, Προκλήσεις Και Επιδράσεις Στην Ελληνική Οικονομία (PDF)
      Είναι μια ανάγκη επιτακτική και για τη χώρα μας που έχει, άλλωστε, αναλάβει και τις αντίστοιχες δεσμεύσεις μαζί με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι είναι, όμως, μια "κυκλική οικονομία"; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της, ποια τα οφέλη που φέρνει και πώς μπορεί να γίνει πράξη και εδώ; Μια ερευνητική ομάδα του ΙΟΒΕ υπό τον συντονισμό του γενικού διευθυντή Νίκου Βέττα ανέλαβε για λογαριασμό της διαΝΕΟσις τη σύνταξη μιας πλήρους και αναλυτικής μελέτης για τις απαραίτητες αλλαγές που πρέπει να συμβούν και στην ελληνική οικονομία προς αυτή την κατεύθυνση. Στην πολυσέλιδη έκθεσή τους, την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ (PDF) αναλύουν τα βασικά δεδομένα, τις θεσμικές αλλαγές που έχουν υλοποιηθεί ή δρομολογηθεί, τους στόχους της χώρας για το μέλλον και τις σημαντικότερες προκλήσεις που προκύπτουν. Κάνουν, δε, και μια εκτίμηση για το όφελος μιας στροφής σε μια κυκλική οικονομία με όρους επίδρασης στο ΑΕΠ και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
      Παρακάτω θα αναφερθούμε στα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την έρευνα.
      1. Τι είναι "κυκλική οικονομία";
      ­Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Των Αποτελεσμάτων (PDF)
      Όλα τα προϊόντα που αγοράζουμε και καταναλώνουμε παράγονται μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία που πάντα ξεκινά με την εξαγωγή/εξόρυξη κάποιων πρώτων υλών από το περιβάλλον. Οι πόροι αυτοί πωλούνται, μεταφέρονται, και μετατρέπονται σε άλλες μορφές μέσα από τις διαδικασίες της βιομηχανικής παραγωγής. Μετά από διάφορα στάδια, φτάνουν στη διαμόρφωση του τελικού προϊόντος, το οποίο καταναλώνεται και, όταν ο κύκλος ζωής του ολοκληρωθεί, πετιέται στα σκουπίδια, καταστρέφεται ή ανακυκλώνεται. Κάθε αντικείμενο που υπάρχει μπροστά σας αυτή τη στιγμή, από την οθόνη που κοιτάζετε και την καρέκλα στην οποία κάθεστε μέχρι το κυπελάκι του καφέ (και τον ίδιο τον καφέ), περνάει από αυτή τη διαδικασία.
      Όπως γνωρίζουμε όλες και όλοι, σήμερα αυτή είναι κατά κανόνα μια διαδικασία σπάταλη, όχι πάντα ορθολογικά σχεδιασμένη, που σε πολλές περιπτώσεις δημιουργεί πιέσεις και προβλήματα στο φυσικό περιβάλλον. Γι’ αυτό η συζήτηση εδώ και μερικές δεκαετίες είναι έντονη για τη μετάβαση από το παραπάνω μοντέλο σε έναν πιο βιώσιμο, πιο "κυκλικό" τρόπο λειτουργίας της οικονομίας.
      Τι είναι, όμως, "κυκλική οικονομία"; Ο όρος ουσιαστικά περιγράφει ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στη δραστική μείωση των αποβλήτων που παράγει η οικονομική δραστηριότητα, με την ανακύκλωση/επαναχρησιμοποίηση μεγάλου μέρους των πόρων που χρησιμοποιεί. Έρχεται να αντικαταστήσει το "γραμμικό" μοντέλο που χρησιμοποιείται ακόμα σε μεγάλο βαθμό στο οποίο, όπως το περιγράψαμε και παραπάνω, οι πόροι και οι πρώτες ύλες μετατρέπονται σε προϊόντα τα οποία διανέμονται, καταναλώνονται και, όταν φτάνουν στο τέλος του κύκλου ζωής τους, απορρίπτονται.

      Η "κυκλική οικονομία", ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνει μόνο την ανακύκλωση των απορριμμάτων στο τελευταίο στάδιο, αλλά και παρεμβάσεις σε όλα τα προηγούμενα στάδια, για πιο αποτελεσματική χρήση των πρώτων υλών και για την επιμήκυνση του χρόνου ζωής του προϊόντος, με τελικό στόχο την ελαχιστοποίηση της σπατάλης φυσικών πόρων.
      Για παράδειγμα, τα προϊόντα μιας κυκλικής οικονομίας πρέπει να είναι σχεδιασμένα εξαρχής έτσι ώστε να επισκευάζονται ευκολότερα και να μην χρειάζεται να αντικαθίστανται (και να πετιούνται) όποτε χαλάνε. Η ίδια η διαδικασία της παραγωγής, εξάλλου, πρέπει να είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να περιορίζει τα απόβλητα και να επαναχρησιμοποιεί διαθέσιμους πόρους. Δεν είναι καθόλου απλό πράγμα.

      Ποια είναι τα οφέλη; Πρώτα απ’ όλα, ο περιορισμός της σπατάλης (για οικονομικούς αλλά και για ηθικούς λόγους). Είναι γνωστό ότι περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως -1,3 δισ. τόνοι, αξίας 1 τρισ. δολαρίων- καταλήγει ως απόβλητα ή αλλοιώνεται λόγω κακών πρακτικών μεταφοράς και συγκομιδής. Παράλληλα, η μείωση των αποβλήτων μειώνει τις πιέσεις στο φυσικό περιβάλλον, και όλες τις επάλληλες δραματικές συνέπειες (οικολογικές, κοινωνικές, οικονομικές) που προκύπτουν από αυτές. Υπάρχουν, όμως, και άλλα οφέλη. Μια κυκλική οικονομία μπορεί να προστατεύει τις επιχειρήσεις από απρόοπτα, όπως προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, αιφνίδιες αλλαγές στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών, ή άλλους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την οικονομική δραστηριότητα. Η υιοθέτηση της κυκλικής οικονομίας από τις χώρες του πλανήτη, δε, σχετίζεται με τουλάχιστον 7 από τους 17 στόχους του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη. 

      2. Πόσο κυκλική είναι η ελληνική οικονομία;
      Στην Ελλάδα, ως γνωστόν, κατά κανόνα εισάγουμε πολλά πράγματα και εξάγουμε λιγότερα. Αυτό ισχύει για τα περισσότερα πράγματα, αλλά ισχύει και για τα υλικά που χρησιμοποιεί η βιομηχανία και η μεταποίηση. Οι περισσότεροι υλικοί πόροι που μπαίνουν στην ελληνική οικονομία εισάγονται από το εξωτερικό. Και στις τέσσερις κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται τα διάφορα υλικά, η Ελλάδα εμφανίζεται πιο εξαρτημένη από τις εισαγωγές από ό,τι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.

      Εκτός από τις εισαγωγές, όμως, διαφέρουμε σε σχέση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη και στην κατανάλωση. Στην Ελλάδα καταναλώνουμε λιγότερα υλικά κατά κεφαλήν από ό,τι οι περισσότερες χώρες της ΕΕ: 9,8 τόνους ο καθένας και η καθεμιά μας κατά μέσο όρο το 2021, έναντι 35 τόνων για κάθε Φινλανδό την ίδια χρονιά. Μάλιστα, η ποσότητα των υλικών που καταναλώνουμε έχει μειωθεί κατά 34% την τελευταία 20ετία, κυρίως χάρη στη δραματική μείωση (σχεδόν 60%) της κατανάλωσης ορυκτών ενεργειακών υλικών στη χώρα σε αυτό το διάστημα, με τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που έχει υλοποιηθεί σε αξιοσημείωτο βαθμό.
      Τα απόβλητα που παράγονται σήμερα στην Ελλάδα προέρχονται από διάφορες πηγές, κάποιες εκ των οποίων πολλοί και πολλές δεν γνωρίζουν. Για παράδειγμα, το 2018 το μεγαλύτερο μέρος των 45,6 εκατ. τόνων στερεών αποβλήτων που δημιουργήθηκαν στη χώρα -σχεδόν τα μισά- προέρχονταν από τα ορυχεία και τα λατομεία. Άλλες κατηγορίες αποβλήτων περιλαμβάνουν τις ηλεκτρικές μπαταρίες, ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, αυτοκίνητα και άλλα προϊόντα, ενώ πολλά απόβλητα παράγει και ο πρωτογενής τομέας (εκτιμώνται περί τους 12,5 εκατ. τόνους το 2018 -εκ των οποίων το 80% από την κτηνοτροφία). Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2015, παράγουμε, δε, 142 κιλά απόβλητα τροφίμων ανά κάτοικο κάθε χρόνο -τα περισσότερα στην ΕΕ- την ώρα που ως χώρα είμαστε πέμπτοι ως προς το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε επισιτιστική ανασφάλεια.

      Μια πολύ σημαντική υποκατηγορία των στερεών αποβλήτων είναι τα αστικά στέρεα απόβλητα (ΑΣΑ) που περιλαμβάνουν τα σκουπίδια των νοικοκυριών, αλλά και σκουπίδια από γραφεία, καταστήματα και δημόσιους οργανισμούς. Κάθε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα κατά μέσο όρο παράγουμε πάνω από μισό τόνο τέτοια απόβλητα κάθε χρόνο. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, το πόσα ΑΣΑ παράγουμε εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της οικονομίας μας -πάντως κατά κεφαλήν παράγουμε περισσότερα από ό,τι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.

      Τι τα κάνουμε αυτά τα απόβλητα; Τα θάβουμε σε χωματερές, σχεδόν όλα. Το 77,6% των ΑΣΑ οδηγούνται σε ταφή, το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Μόνο το 19,9% πάνε για ανακύκλωση ή κομποστοποίηση (έναντι 48,5% στη Γερμανία και 32,5% στη Σουηδία), ενώ μόνο το 1,3% χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας.
      Η Ελλάδα ανακυκλώνει περίπου το 60% των αποβλήτων συσκευασιών (που πάνε στους γνωστούς μπλε κάδους), ένα ποσοστό κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ. Ανακυκλώνουμε σχεδόν όλες τις χάρτινες και μεταλλικές συσκευασίες που πετιούνται, αλλά μόνο το 1/3 των πλαστικών συσκευασιών και ένα μικρότερο ποσοστό συσκευασιών από γυαλί και ξύλο. 
      Η όποια ανακύκλωση, δε, γίνεται κυρίως στο εξωτερικό. Το 55,6% των χάρτινων συσκευασιών που πετιούνται στην Ελλάδα, εξάγονται σε τρίτες χώρες για να ανακυκλωθούν. Όλες οι γυάλινες συσκευασίες που πετιούνται, εξάλλου, ανακυκλώνονται στη Βουλγαρία, από εργοστάσιο ελληνικών συμφερόντων.
      Υπάρχουν και άλλες δομές που ανακυκλώνουν ή επαναχρησιμοποιούν υλικά. Στην Ελλάδα έχουμε 143 εγκεκριμένα διαλυτήρια αυτοκινήτων. Ένα μεγάλο ποσοστό των αποβλήτων από εκσκαφές, κατασκευές και κατεδαφίσεις (περίπου 44%) επαναχρησιμοποιούνται σε άλλες χρήσεις (επιχώσεις, επιστρώσεις αγροτικών δρόμων κλπ.). Ένα επίσης μεγάλο ποσοστό, όμως, (άγνωστο πόσα ακριβώς) απορρίπτονται ανεξέλεγκτα στα φυσικά οικοσυστήματα.
      Όλα αυτά οδηγούν στο αποτέλεσμα ότι η ελληνική οικονομία απέχει πάρα πολύ από το να μπορεί να χαρακτηριστεί "κυκλική". Το 2020 μόλις το 5,4% των υλικών πόρων που χρησιμοποιούνται από την οικονομία προέρχονταν από ανακυκλωμένα απόβλητα -έναντι 12,8% στην ΕΕ, 21,6% στην Ιταλία και 30,9% στην Ολλανδία. Πώς μπορεί να αλλάξει αυτή η κατάσταση; Χρειάζονται τα συνήθη συστατικά μεγάλων μεταβολών: ένα στιβαρό θεσμικό πλαίσιο και ένας πλούτος από εργαλεία, χρηματοδοτικά και άλλα.

      3. Τα εργαλεία και το πλαίσιο
      Το τρέχον Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία, που παρουσιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2020, καθώς και μια σειρά από οδηγίες, προτάσεις και αποφάσεις που περιγράφουν το πώς πρέπει να διαχειρίζονται διάφορες κατηγορίες αποβλήτων τα κράτη-μέλη, αποτελούν το βασικό θεσμικό πλαίσιο πάνω στο οποίο τα κράτη-μέλη αναπτύσσουν τις επιμέρους σχετικές στρατηγικές. Η ΕΕ σε αυτά τα κείμενα θέτει φιλόδοξους στόχους σε διάφορους τομείς, όπως για την οριζόντια ανακύκλωση των αστικών στέρεων αποβλήτων για το 2025 (55%) και το 2030 (60%) και για τον περιορισμό της ταφής στο 10% των διαχειριζόμενων αποβλήτων έως το 2035.
      Στην Ελλάδα, που βεβαίως απέχει πάρα πολύ από αυτούς τους στόχους, το θεσμικό πλαίσιο περιλαμβάνει κείμενα όπως το νέο Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία (2021), τον Εθνικό Σχεδιασμό για τη Διαχείριση Αποβλήτων (2020), το Εθνικό Πρόγραμμα Πρόληψης Δημιουργίας Αποβλήτων (2021), αλλά και τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο (2022). Όλα αυτά τα κείμενα πολιτικής ουσιαστικά περιγράφουν τη συμμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και κρίνονται επαρκή και πλήρη.
      Σήμερα υπάρχει, δε, και μια μεγάλη ποικιλία από εργαλεία (τεχνολογικά και άλλα) σε κάθε στάδιο της διαδικασίας παραγωγής, από τη συλλογή-διαλογή των αποβλήτων και τη μηχανική ή βιολογική επεξεργασία με διάφορες τεχνικές και μεθόδους σε ειδικές εγκαταστάσεις, μέχρι οικονομικά κίνητρα για τον περιορισμό της σπατάλης και την αποτελεσματικότερη διαχείριση των αποβλήτων. Πολλά από αυτά περιγράφονται αναλυτικά στο κεφάλαιο 4 της μελέτης.
      Αλλά μόνο τα στρατηγικά σχέδια και οι τεχνικές και μέθοδοι δεν αρκούν: χρειάζονται και χρήματα. Ο Εθνικός Σχεδιασμός Διαχείρισης Αποβλήτων που αναφέρθηκε παραπάνω περιγράφει την ανάγκη για επενδύσεις ύψους μεταξύ €3 και €3,5 δισ., που περιλαμβάνουν την κατασκευή ειδικών Μονάδων Επεξεργασίας Αποβλήτων (με κόστος €1,1 δισ. περίπου), μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης υπολειμμάτων (άλλο €1 δισ. περίπου) και άλλες δαπάνες για μελέτες, χώρους υγειονομικής ταφής, μονάδες επεξεργασίας βιοαποβλήτων κλπ.
      Κάποια πρώτα έργα έχουν ήδη δρομολογηθεί, όπως η Μονάδα Επεξεργασίας Αποβλήτων του Κεντρικού Πάρκου Κυκλικής Οικονομίας Αττικής, το αντίστοιχο "Πάρκο" στον Πειραιά, δύο Μονάδες Επεξεργασίας Αποβλήτων σε Χίο και Κεφαλονιά, αλλά και ιδιωτικά έργα για παραγωγή πλαστικών συσκευασιών, για τη διαχείριση των αποβλήτων της Τήλου κλπ. Χρειάζονται, όμως, πολύ περισσότερες επενδύσεις. Ευτυχώς, από ό,τι φαίνεται, κεφάλαια για τη χρηματοδότησή τους υπάρχουν. Στο κεφάλαιο 5 η έρευνα περιγράφει τις διαθέσιμες πιθανές πηγές χρηματοδότησης αυτών των έργων, όπως το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027 (με συνολικό προϋπολογισμό €3,61 δισ. στον αντίστοιχο άξονα), οι πόροι που έχουν προβλεφθεί για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (γνωστό ως "Ελλάδα 2.0"), από τον εθνικό προϋπολογισμό και (κυρίως) από το Ταμείο Ανάκαμψης, το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης της πενταετίας 2021-2025, το Πράσινο Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και διάφορα τομεακά ευρωπαϊκά προγράμματα.
      Αν όμως υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο, τα τεχνικά εργαλεία και οι πηγές χρηματοδότησης, γιατί δεν έχουμε ήδη μια "κυκλική οικονομία"; Τι πρέπει να γίνει για να προχωρήσει η μετάβαση;
      4. Το πρόβλημα και οι λύσεις
      Όπως αναφέρεται στην έρευνα, ως προς τη μετάβασή μας σε μια κυκλική οικονομία "τα βασικά προβλήματα στη χώρα είναι τα διοικητικά εμπόδια και η καταναλωτική συμπεριφορά". Υπάρχουν οικονομικά και νομοθετικά εμπόδια για τις σχετικές επενδύσεις, παρουσιάζονται δυσκολίες και καθυστερήσεις στη χωροθέτηση των υποδομών, αλλά εμφανίζονται και αντικειμενικά γεωγραφικά ή τεχνολογικά εμπόδια.
      Εξάλλου, εμφανίζονται αρκετά μεγάλα προβλήματα και ελλείψεις στην καταγραφή και τη συλλογή στοιχείων -κι αν δεν γνωρίζουμε πόσα και τι είδους απόβλητα έχουμε, δεν υπάρχει περίπτωση να υλοποιηθεί σχεδιασμός για τη συλλογή και την ανακύκλωσή τους. Όπως αναφέρεται στην έρευνα, σήμερα η καταγραφή είναι πολύ προβληματική, κυρίως για κάποια είδη αποβλήτων -στοιχεία για τα απόβλητα τροφίμων, ας πούμε, αναμένονται στο τέλος του 2022 ενώ σε άλλες κατηγορίες τα στοιχεία είναι ένα ή δύο χρόνια πίσω.
      Στη σελίδα 190 της έκθεσης (και στον παρακάτω πίνακα) μπορείτε να δείτε συνοπτικά καταγεγραμμένες όλες τις προτάσεις πολιτικής στις οποίες καταλήγουν οι ερευνητές. Περιλαμβάνουν μια σειρά από κρίσιμες και απαραίτητες παρεμβάσεις, από την εφαρμογή πιο αποτελεσματικής μεθοδολογίας για την καταγραφή των αποβλήτων και την αξιοποίηση του ηλεκτρονικού μητρώου αποβλήτων, μέχρι την υλοποίηση παρεμβάσεων για την καλύτερη παρακολούθηση της μετάβασης, που σήμερα είναι ελλιπής και εξαιτίας της απουσίας δεδομένων.
      Γίνεται εκτενής αναφορά, επιπλέον, και στην εφαρμογή οικονομικών κινήτρων και την υιοθέτηση (ακριβότερων) τεχνολογικών λύσεων για τη διαχείριση στερεών αποβλήτων από τις επιχειρήσεις και την υιοθέτηση του τέλους ταφής για τα απόβλητα, το οποίο πρέπει να αντικατοπτρίζει το πραγματικό περιβαλλοντικό κόστος της ταφής των αποβλήτων. "Ο σκοπός", γράφουν οι ερευνητές, "είναι η ταφή να μετατραπεί σε 'ακριβή' λύση για τη διαχείριση των αποβλήτων, αναγκάζοντας τους φορείς που τα διαχειρίζονται να αναζητήσουν άλλες λύσεις".
      Επιπλέον, οι ερευνητές δίνουν μεγάλη έμφαση σε δράσεις ενημέρωσης και εκπαίδευσης για καταναλωτές, σε σχολεία και εταιρείες, -για το ότι "κυκλική οικονομία" δεν είναι μόνο τα σκουπίδια. Είναι η διαχείριση τροφίμων, το πώς αγοράζουμε, νοικιάζουμε και χρησιμοποιούμε προϊόντα. Τέτοιες δράσεις είναι κρίσιμες, μεταξύ άλλων, και για την κάμψη των αντιδράσεων που εμφανίζονται συχνά σε τοπικές κοινωνίες που εμποδίζουν ή καθυστερούν επενδύσεις. Ο Εθνικός Σχεδιασμός Διαχείρισης Αποβλήτων, θυμίζει η μελέτη, προβλέπει την αύξηση του αριθμού Μονάδων Επεξεργασίας Αποβλήτων στην Ελλάδα σε 38 μέχρι το τέλος του 2023, αλλά πολλές τοπικές κοινωνίες αντιδρούν. Χωρίς αυτές τις υποδομές, δεν μπορεί να υπάρξει κυκλική οικονομία στην Ελλάδα.

      5. Ένας υπολογισμός για το όφελος μιας κυκλικής οικονομίας
      Στην Ελλάδα το 2019 οι κλάδοι που συνδέονται με την κυκλική οικονομία δημιούργησαν €735 εκατ. προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία, ένα ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 0,4% του ΑΕΠ το ίδιο έτος, ενώ απασχολούσαν περίπου 68 χιλιάδες εργαζόμενους. Κι αυτό, χωρίς να υπολογίζεται ο ρόλος των ΟΤΑ σε ένα μεγάλο κομμάτι της σχετικής δραστηριότητας (τη συλλογή απορριμμάτων). Αυτά είναι τα μεγέθη σε μια οικονομία που είναι ελάχιστα "κυκλική". Τι θα γινόταν αν υλοποιούνταν τα σχέδια που περιέχουν τα στρατηγικά σχέδια; Στο κεφάλαιο 6 οι ερευνητές διατυπώνουν μια σειρά από διαφορετικά σενάρια, και αποτιμούν την επίπτωση του καθενός στην οικονομία της χώρας.
      Για παράδειγμα, υπολόγισαν πως αν όντως υλοποιηθούν επενδύσεις ύψους €2,4 δισ. για την κατασκευή νέων μονάδων ανακύκλωσης και επεξεργασίας υλικών στη χώρα, όπως περιγράφονται στον Εθνικό Σχεδιασμό Διαχείρισης Αποβλήτων, σε ορίζοντα δεκαετίας η επίπτωση στο ΑΕΠ θα φτάνει το €1,1 δισ., ενώ σε όρους εργασίας, η αναμενόμενη επίδραση υπολογίζεται σε περίπου 4,6 χιλ. θέσεις εργασίας ανά έτος, σταθερές σε ορίζοντα οκταετίας. Στο ίδιο διάστημα, τα επιπλέον έσοδα του Δημοσίου από φόρους και εισφορές θα φτάνουν τα 390 εκατομμύρια.
      Οι επιπτώσεις όμως μιας μετάβασης σε μια κυκλική οικονομία μπορεί να είναι θετικές μόνο υπό κάποιες προϋποθέσεις. Αν οι ανάγκες μιας ελληνικής κυκλικής οικονομίας για δευτερογενείς πρώτες ύλες καλύπτονται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά από εγχώρια ανακύκλωση, τότε η επίπτωση μπορεί να είναι θετική στο ΑΕΠ (κατά €70 εκατ. τον χρόνο μέχρι το 2030, σύμφωνα με το βέλτιστο σενάριο), δημιουργώντας και δεκάδες χιλιάδες θέσεις απασχόλησης (44.000 στο ίδιο σενάριο). Αυτό όμως δεν είναι το μόνο ρεαλιστικό σενάριο. Οι ελληνικές επιχειρήσεις στον κλάδο της μεταποίησης οφείλουν κι αυτές να συμμορφώνονται με ευρωπαϊκούς στόχους και θα είναι αναγκασμένες στο μέλλον να χρησιμοποιούν ανακυκλωμένους δευτερογενείς υλικούς πόρους. Αν δεν γίνουν οι απαραίτητες επενδύσεις στη χώρα και αυτές οι ανάγκες της οικονομίας καλύπτονται μόνο ή κυρίως από εισαγωγές, τότε η μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ερευνητών, σε αυτό το σενάριο θα έχουμε απώλεια θέσεων εργασίας (19.000 σύμφωνα με το χειρότερο σενάριο) αλλά και συρρίκνωση του ΑΕΠ της τάξης των €220 εκατ. τον χρόνο.

      Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη μελέτη εδώ:
      ΚΥΚΛΙKH ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΕΥΚΑΙΡIΕΣ, ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡAΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜIΑ (PDF)
      ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ (PDF)
    21. Αρθρογραφία

      Engineer

      Οευρωπαϊκός Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), το λεγόμενο "Ταμείο Ανάκαμψης", πρόκειται να χρηματοδοτήσει με εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ χιλιάδες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ελλάδα μέχρι στιγμής1 έχει αποφασιστεί η ένταξη περισσότερων από 300 έργων στο πλαίσιο 105 ευρύτερων δράσεων, με συνολικό προϋπολογισμό περίπου €22 δισ. Τα έργα αυτά είναι προγραμματισμένο να ολοκληρωθούν μέχρι το 2026 και συνοδεύονται από περισσότερους από 550 επιμέρους στόχους ή ορόσημα για την πρόοδό τους.
      Όμως, ακολουθούν και πολλά άλλα. Το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP), γνωστό ως "Ελλάδα 2.0", προβλέπει συνολικά 184 δράσεις με επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις ύψους €31 δισ.
      Οι αριθμοί είναι ιλιγγιώδεις και, όπως φάνηκε στην πρόσφατη έρευνα για τον σχεδιασμό και τη φιλοσοφία του Ταμείου Ανάκαμψης, ο χρόνος είναι σχετικά λίγος, συνεπώς είναι αρκετά δύσκολο κάποιος να διατηρήσει μια εικόνα για το πώς έχει σχεδιαστεί να αξιοποιηθούν αυτά τα χρήματα, αλλά και για το πώς προχωράει η αξιοποίησή τους.
      Όμως οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης είναι μια σημαντική υπόθεση για την Ελλάδα. Η χώρα, που είναι η πιο ωφελημένη στην ΕΕ, χρειάζεται αυτούς τους πόρους για να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η οικονομία της και για να προσαρμοστεί στις μεγάλες προκλήσεις ενός αρκετά αβέβαιου μέλλοντος, όπως η κλιματική αλλαγή και οι δημογραφικές εξελίξεις.
      Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε μια καταγραφή μερικών βασικών μεγεθών του ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και της προόδου του, όπως προκύπτουν μέσα από δημόσια στοιχεία, τα οποία, όμως, δεν είναι πάντοτε διαθέσιμα σε μηχαναγνώσιμη ή εύκολα επεξεργάσιμη μορφή.
      Πώς λειτουργεί το RRF
      Πριν, όμως, δει κάποιος αυτά τα μεγέθη είναι σκόπιμο να γνωρίσει λίγο καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το Ταμείο Ανάκαμψης, ο οποίος είναι αρκετά διαφορετικός από τον τρόπο λειτουργίας των "τακτικών" ευρωπαϊκών πόρων, δηλαδή του ΕΣΠΑ ή της ΚΑΠ. Οι περισσότερες χώρες κατέθεσαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα σχέδιά τους για την αξιοποίηση των πόρων του RRF μέχρι τα μέσα του 2021.
      Τα σχέδια αυτά ήταν ιδιαίτερα λεπτομερή -το ελληνικό ήταν περίπου 750 σελίδες- και πρότειναν επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο τεσσάρων πυλώνων: της πράσινης μετάβασης (πυλώνας 1), της ψηφιακής μετάβασης (2), του πυλώνα απασχόλησης, δεξιοτήτων και κοινωνικής συνοχής (3) και του πυλώνα ιδιωτικών επενδύσεων και μετασχηματισμού της οικονομίας (4). Οι πυλώνες αυτοί χωρίζονται σε 18 επιμέρους άξονες και ο κάθε άξονας περιλαμβάνει μια σειρά από σχετικές δράσεις. Στο πλαίσιο αυτών των δράσεων, οι οποίες ορίζονται από τον πυλώνα και τον άξονα στους οποίους ανήκουν, εντάσσονται τα επιμέρους έργα που τελικά πραγματοποιούνται.
      Η παραπάνω δομή δίνει μεγάλη -και ασυνήθιστη, συγκριτικά με το ΕΣΠΑ- βαρύτητα στον προσανατολισμό και στον χαρακτήρα των έργων. Άλλωστε, μεταξύ των έργων που έχουν ενταχθεί μέχρι σήμερα υπάρχουν και 13 μεταρρυθμίσεις με μηδενικό προϋπολογισμό· πρόκειται κυρίως για ρυθμιστικά θέματα, όπως η δημιουργία νομοθετικού πλαισίου για τους φορτιστές των ηλεκτρικών οχημάτων, ή η νομοθεσία για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών.

      Τα περισσότερα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης συνοδεύονται, επίσης, από ορόσημα σχετικά με την πρόοδό τους: συγκεκριμένα τρίμηνα των επόμενων τεσσάρων ετών, μέσα στα οποία θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί συγκεκριμένα μέρη του έργου. Τα περισσότερα από αυτά τα ορόσημα, τα οποία αφορούν συνολικά 17 τρίμηνα (μαζί με όσα έχουν παρέλθει), συνδέονται επίσης με τις πληρωμές του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ τα υπόλοιπα είναι απλώς επιχειρησιακά.
      Όλα τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν ένα ή δύο υπουργεία ως "υπουργεία ευθύνης", τα οποία παρακολουθούν την πρόοδό τους. Εκτός από τα υπουργεία, η ΑΑΔΕ εμφανίζεται επίσης ως "υπουργείο ευθύνης" σε 17 έργα, τα οποία, ασφαλώς, αφορούν τη λειτουργία της ανεξάρτητης αρχής. Αντίστοιχα, το κάθε έργο έχει και τους δικούς του φορείς υλοποίησης -τα έργα που έχουν ενταχθεί μέχρι στιγμής έχουν από έναν έως οκτώ φορείς υλοποίησης. Συνήθως οι φορείς υλοποίησης είναι γενικές γραμματείες των αντίστοιχων υπουργείων, εποπτευόμενοι φορείς ή και δημόσιες επιχειρήσεις: από το ΤΑΙΠΕΔ και την Κοινωνία της Πληροφορίας μέχρι την Εθνική Σχολή Δικαστών και δημοτικά λιμενικά ταμεία ή εφορίες αρχαιοτήτων σε όλη την Ελλάδα. 
      Τα "μεγάλα" έργα
      ­
      Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Των Ευρημάτων Της Έρευνας (PDF)
      Παρατηρώντας τα έργα του RRF, τα οποία έχουν ενταχθεί μέχρι τώρα στον Μηχανισμό, πριν καν δούμε τις ομαδοποιήσεις ανά πυλώνα, δράση, κλπ., γίνεται σαφές ότι το έργο με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό απέχει κατά πολύ -κατά περισσότερο από €10 δισ.-, από τα επόμενα. Πρόκειται για τη "Δανειακή Στήριξη Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας", που έχει προϋπολογισμό €11,7 δισ. (το σύνολο του προϋπολογισμού της σχετικής δράσης ανέρχεται σε €12,7 δισ.). Είναι ένα ποσό μεγαλύτερο από το ένα τρίτο ολόκληρου του προϋπολογισμού του Ταμείου Ανάκαμψης και περίπου το μισό του προϋπολογισμού των έργων που έχουν ήδη ενταχθεί.
      Περί τίνος πρόκειται; Το "έργο" είναι κατά βάση τα χαμηλότοκα δάνεια με επιδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα οποία δίνονται μέσω των τραπεζών. Ο στόχος είναι μέχρι το τέλος του 2022 να έχει απορροφηθεί περισσότερο από μισό δισ. ευρώ και, αντίστοιχα, €3,5 δισ. μέχρι το τέλος του 2023. Τα κεφάλαια αυτά δίνονται με τραπεζικά κριτήρια, συνήθως από κοινού με τραπεζικό δανεισμό και κεφάλαια του ιδιώτη, για επενδύσεις που στην πλειοψηφία τους σχετίζονται είτε με την πράσινη είτε με την ψηφιακή μετάβαση.
      Το δεύτερο μεγαλύτερο έργο είναι και το μεγαλύτερο "κανονικό" έργο: το γνωστό "Εξοικονομώ", που επιδοτεί την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών, για το οποίο έχει προβλεφθεί προϋπολογισμός περίπου €1,3 δισ.
      Κάποιος μπορεί να πάρει μια πολύ καλύτερη εικόνα για τις προτεραιότητες του Ταμείου Ανάκαμψης αν δει τους προϋπολογισμούς ανά δράση, και όχι ανά έργο. Κάθε δράση, μέχρι στιγμής, περιλαμβάνει από ένα έως 31 έργα. Ακόμα και με αυτή την κατάταξη, η ίδια εικόνα διατηρείται για τα πιο "ακριβά" έργα: συνεχίζουν να είναι στην κορυφή ο μηχανισμός των δανείων και το "Εξοικονομώ". Είναι κάπως αναμενόμενο, επίσης, το ότι η ενεργειακή και "πράσινη" μετάβαση, μέσω του ανασχεδιασμού των κτηρίων και των πόλεων, υπερ-εκπροσωπείται στις είκοσι δράσεις με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό. Εκτός από το "Εξοικονομώ", υπάρχει η δράση για μια σειρά "πράσινων" αναπλάσεων (π.χ. στον Ελαιώνα) και έργα ενεργειακής απόδοσης ιδιωτικών κτιρίων (€475 εκατ. συνολικός προϋπολογισμός -έχουν ενταχθεί έργα που καλύπτουν περίπου το μισό). Ακόμη υπάρχει μία δράση για τις τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας με προϋπολογισμό €450 εκατ., η οποία όμως προς το παρόν δεν περιλαμβάνει κάποιο έργο, παρά μόνο τεχνική βοήθεια. Τέλος, τα έργα που αφορούν τη μεταρρύθμιση του πολεοδομικού σχεδιασμού, και κυρίως τα τοπικά και ειδικά πολεοδομικά σχέδια σε όλη την Ελλάδα, έχουν ξεπεράσει τον προβλεπόμενο προϋπολογισμό της αντίστοιχης δράσης (€400 έναντι €250 εκατ.), αντλώντας επιπλέον πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

      Η δράση με τον τρίτο μεγαλύτερο προϋπολογισμό, που υπερβαίνει το €1 δισ., προβλέπει τον εκσυγχρονισμό του συστήματος διά βίου μάθησης ("Νέα στρατηγική για τη διά βίου μάθηση και το εθνικό σύστημα αναβάθμισης δεξιοτήτων"). Ωστόσο, τα έργα που έχουν, προς το παρόν, ενταχθεί στη συγκεκριμένη δράση αντιστοιχούν μόνο σε περίπου 10% αυτού του προϋπολογισμού. Μεταξύ των 20 δράσεων με τον πιο μεγάλο προϋπολογισμό υπάρχει μια ακόμη δράση που σχετίζεται με τις δεξιότητες του πληθυσμού, οι "ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης" -σε αυτή την περίπτωση τα έργα που έχουν ενταχθεί (ύψους €496 εκατ.) πλησιάζουν τον συνολικό προϋπολογισμό (€541 εκατ., πέμπτος κατά σειρά).
      Στις είκοσι πρώτες δράσεις με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό κάποιος συναντάει συνολικά τέσσερις δράσεις οι οποίες έχουν σχέση με τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους. Είναι η "ψηφιοποίηση των αρχείων" (αφορά την ψηφιοποίηση αρχείων της πολεοδομίας, των υποθηκοφυλακείων και της μετανάστευσης, με προϋπολογισμό €600 εκατ.), ο ψηφιακός μετασχηματισμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (επιδοτεί σχετικές δαπάνες - €465 εκατ.), ο ψηφιακός μετασχηματισμός της εκπαίδευσης (με έργα για την προμήθεια διαδραστικών συστημάτων και εξοπλισμού ρομποτικής, αλλά και τη γνωστή "ψηφιακή μέριμνα" που επιδοτεί ηλεκτρονικό εξοπλισμό μαθητών και φοιτητών - €377 εκατ.) και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της υγείας (ηλεκτρονικός φάκελος, τηλεϊατρική, ψηφιοποίηση ΕΟΠΥΥ, κ.ά., - €344 εκατ.).
      Αρκετές από τις "μεγαλύτερες 20" δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης αφορούν στην υγεία. Εκτός από την ψηφιοποίηση, προβλέπονται πόροι για την ανακαίνιση νοσοκομείων (€317 εκατ., με έργα ύψους €315 εκατ.), για τη μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας υγείας (€271 και €247 εκατ. αντίστοιχα), για την εφαρμογή Εθνικού Σχεδίου για την Πρόληψη (€253 εκατ., αλλά μόνο €50 εκατ. σε έργα μέχρι στιγμής) καθώς και για τον συμψηφισμό του clawback με δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης (€250 εκατ.). Αντίστοιχα, εκτός από την ψηφιοποίηση, ανάμεσα στις "20 πρώτες" υπάρχει και μια ακόμη δράση που σχετίζεται με την εκπαίδευση, η "προώθηση της ποιότητας, της καινοτομίας και της εξωστρέφειας στα πανεπιστήμια" με συνολικό προϋπολογισμό €471 εκατ. αλλά με μόλις ένα, σχετικά μικρό, έργο για την ψηφιοποίηση των βιβλιοθηκών (€9,5 εκατ.) να έχει ενταχθεί σε αυτή μέχρι στιγμής.
      Τέλος, είναι ενδιαφέρον ότι μεταξύ των 20 μεγαλύτερων σε προϋπολογισμό έργων υπάρχουν μόλις δύο "παραδοσιακά" μεγάλα έργα οδικού δικτύου: το τμήμα Τρίκαλα-Εγνατία του αυτοκινητόδρομου Ε-65 (με έργα €480 εκατ.) και ο Βόρειος Οδικός Άξονας Κρήτης με προϋπολογισμό €427 εκατ. και ενταγμένα έργα ύψους €290 εκατ. Την εικοσάδα ολοκληρώνουν μια δράση για τον μετασχηματισμό του αγροτικού τομέα (κυρίως επιδοτεί επενδύσεις στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, κλπ.) με προϋπολογισμό €519 εκατ. και ένα πρόγραμμα επενδύσεων στον τουρισμό, με έργα €326 εκατ.
      Μεταξύ των 20 δράσεων με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό, τα 13 είναι επενδύσεις και τα υπόλοιπα μεταρρυθμίσεις. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι η ίδια περίπου αναλογία διατηρείται και για το σύνολο των δράσεων: 116 επενδύσεις και 68 μεταρρυθμίσεις. 
      Όπως φαίνεται και από πολλές από τις παραπάνω περιπτώσεις, το ύψος του προϋπολογισμού των έργων που έχει ενταχθεί στην κάθε δράση μπορεί είτε να είναι είτε μικρότερο του προϋπολογισμού του Σχεδίου Ανάκαμψης, αν δεν έχουν ακόμη ενταχθεί όλα τα προβλεπόμενα έργα, είτε μεγαλύτερο, αν για την ίδια δράση προβλέπονται πόροι από άλλες χρηματοδοτικές πηγές, όπως στην περίπτωση των τοπικών πολεοδομικών σχεδίων. Επομένως, αν κάποιος αλλάξει τα κριτήρια της κατάταξης με βάση τον συνολικό προϋπολογισμό των ενταγμένων έργων, βλέπει μια ελαφρώς διαφορετική λίστα. Απουσιάζουν οι δράσεις για τη διά βίου μάθηση, για τα πανεπιστήμια, για την αποθήκευση ενέργειας και για το Εθνικό Σχέδιο Πρόληψης, οι οποίες βρίσκονται σε αρχικό ακόμη στάδιο. Αντίθετα, προστίθενται στη λίστα τέσσερις άλλες δράσεις: η προμήθεια μικροδορυφόρων (€200 εκατ.), η διασύνδεση της Νάξου, της Θήρας, της Μήλου, της Φολεγάνδρου και της Σερίφου στο ηλεκτρικό δίκτυο (€194 εκατ.), τα κίνητρα για την προσέλκυση επενδύσεων "εξαιρετικής σημασίας" (€173 εκατ.) και η αναβάθμιση των υπηρεσιών cloud του Δημοσίου (€118 εκατ. -τα €95 εκατ. στον προϋπολογισμό του Ταμείου Ανάκαμψης).
      Τέλος, οι δύο δράσεις με τον μεγαλύτερο αριθμό έργων είναι, με διαφορά, αυτές που αφορούν τον πολιτισμό: "ο πολιτισμός ως μοχλός ανάπτυξης" και οι "πολιτιστικές διαδρομές", με συνολικά 61 έργα σχετικά μικρού προϋπολογισμού. Με τα έργα αυτά επισκευάζονται ή συντηρούνται δεκάδες αρχαιολογικοί χώροι, εκκλησίες και άλλα μνημεία. Επιπλέον, έχουν ήδη ενταχθεί και επτά έργα προϋπολογισμού €46 εκατ. για την ανάπτυξη του πρώην βασιλικού κτήματος στο Τατόι.
      Οι τομείς που προχωρούν πιο γρήγορα
      Ηανάλυση των δράσεων δίνει, ασφαλώς, μια εικόνα για τη γενικότερη φύση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης. Όμως η κατάταξη των έργων ανά πυλώνα, παρότι οι ενταγμένοι προϋπολογισμοί δεν ταυτίζονται πάντοτε με τη συμμετοχή του Ταμείου Ανάκαμψης, δίνει μια ενδεικτική εικόνα για το ποια μέρη του "Ελλάδα 2.0" προχωρούν πιο γρήγορα και ποια λιγότερο.

      Ο πυλώνας με "ενταγμένο" το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του μέχρι στιγμής είναι ο πυλώνας 4, που αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις και τον μετασχηματισμό της οικονομίας. Εκεί τα 166 έργα που έχουν ενταχθεί αντιστοιχούν σε περίπου 85% των πόρων, δηλαδή €15 από τα €17,6 δισ. Ωστόσο, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον δανειακό μηχανισμό, που "καταλαμβάνει" περισσότερα από €12 δισ. Μέχρι στιγμής, τα έργα σε τρεις από τους επτά άξονες του συγκεκριμένου πυλώνα, η "βελτίωση της φορολογικής διοίκησης" (4.1), η "ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα" (4.4) και η "προώθηση της "έρευνας και καινοτομίας" (4.5) αντιστοιχούν σε λιγότερο από 20% του προϋπολογισμού του Σχεδίου.
      Ακολουθεί στην κατάταξη ο πυλώνας 2, που αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό, με δεσμευμένα €1,6 από τα €2,2 δισ. -δηλαδή περίπου το 72%- σε 25 έργα. Η εικόνα είναι περισσότερο ομοιόμορφη εκεί, αφού τα έργα σε καθέναν από τους τρεις άξονες του πυλώνα αντιστοιχούν σε τουλάχιστον 40% του συνολικού προϋπολογισμού. Ο πυλώνας 3 για την απασχόληση, τις δεξιότητες και την κοινωνική συνοχή ακολουθεί με τον προϋπολογισμό των 88 ενταγμένων έργων στο 53% του προϋπολογισμού (€2,8 από τα €5,2 δισ.). Δύο άξονες, η "επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση" (3.2) και η "πρόσβαση σε χωρίς αποκλεισμούς πολιτικές" (3.4) φαίνεται να μένουν συγκριτικά πιο πίσω, με έργα που αντιστοιχούν σε λιγότερο από 33% του προϋπολογισμού.
      Τελευταίος έρχεται ο πυλώνας 1, του πράσινου μετασχηματισμού, με 38 έργα που αντιστοιχούν στο 42% του συνολικού προϋπολογισμού των €6,2 δισ. Μάλιστα, η "υστέρηση" αυτή φαίνεται να "οδηγείται" από τους άξονες 1.1, 1.3 και 1.4, που αφορούν την ενεργειακή μετάβαση (ενταγμένα έργα στο 16% της πρόβλεψης του "Ελλάδα 2.0"), τις "πράσινες" μεταφορές (8%) και την "αειφόρο χρήση των πόρων, ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή και διατήρηση της βιοποικιλότητας" (5%) αντίστοιχα. Αντίθετα, ο άξονας 1.2, που αφορά την ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων έχει ενταγμένα έργα €2,3 δισ. από τα €2,7 δισ., στο 84% του προϋπολογισμού του Σχεδίου Ανάκαμψης. Το μεγαλύτερο από αυτά τα έργα είναι το "Εξοικονομώ".
      Τα ορόσημα και ο χρόνος
      Όμως, πώς και πότε είναι σχεδιασμένο να ολοκληρωθούν όλα αυτά τα έργα; Τα 317 έργα που περιλαμβάνονται σε αυτή τη συνοπτική καταγραφή "κουβαλούν" μαζί τους 567 ορόσημα, δηλαδή μέρη του έργου που πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί σε συγκεκριμένο χρόνο -από μηδέν έως επτά το κάθε έργο. Τα ορόσημα αυτά, που τις περισσότερες φορές συνδέονται και με την εκταμίευση των δόσεων του Ταμείου (άρα έχουν ευρύτερη σημασία, αφού η μη εκπλήρωση κάποιων θεωρητικά μπορεί να "μπλοκάρει" τις πληρωμές) αντιστοιχούν το καθένα σε ένα τρίμηνο, μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2026.

      Όπως φαίνεται, η χρονιά με τα περισσότερα ορόσημα είναι το 2025 και ειδικά το τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς, που θα είναι και το πιο "φορτωμένο" τρίμηνο από όλα, καθώς τότε πρέπει να ολοκληρωθεί περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των οροσήμων: 190 από τα 567. Όμως και η χρονιά που διανύουμε, το 2022, έχει αρκετά ορόσημα: 145 στο σύνολο με τα 96 από αυτά να αφορούν το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου.
      Συμπέρασμα
      Το Ταμείο Ανάκαμψης, λόγω του μεγέθους του και της φύσης του, ως ένα ταμείο με συγκεκριμένα έργα και στόχους, έχει μεγάλη σημασία για την Ελλάδα. Η χώρα μπορεί με αυτούς τους πόρους να πραγματοποιήσει με σχετική άνεση αναγκαίους, και "ακριβούς" μετασχηματισμούς που θα τη βοηθήσουν, εν μέσω αβεβαιότητας και κρίσεων, να προσαρμοστεί σε προκλήσεις του μέλλοντος. Πλέον, περισσότερα από 300 έργα έχουν ενταχθεί για χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και "τρέχουν", επομένως υπάρχει μια "πρώτη εικόνα" για το πώς προχωράει η αξιοποίηση αυτών των πόρων. Ξεχωρίζει η "δανειακή στήριξη μέσω του RRF", όπου προβλέπεται να απορροφηθεί περισσότερο από το ένα τρίτο του συνολικού προϋπολογισμού· η επιτυχία της δράσης αυτής θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και την επιτυχία ολόκληρου του "Ελλάδα 2.0". Όμως δεν είναι μόνο τα δάνεια: οι πόροι που προβλέπονται για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του πληθυσμού είναι επίσης μαζικής κλίμακας. Όπως και η χρηματοδότηση δράσεων ψηφιοποίησης, εκπαίδευσης, υγείας αλλά και κάποιων έργων υποδομών. Πώς θα προχωρήσουν όλα αυτά τα έργα;
      Τα επόμενα τέσσερα χρόνια η χώρα θα πρέπει να εκπληρώσει εκατοντάδες ορόσημα και στόχους που σχετίζονται με επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις του RRF και συνδέονται επίσης με τις πληρωμές. Ταυτόχρονα θα αξιοποιεί και τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς πόρους, του ΕΣΠΑ και της ΚΑΠ. Το ελληνικό κράτος δεν έχει διαχειριστεί ποτέ στο παρελθόν τόσους πολλούς πόρους σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Είναι μια πρωτόγνωρη συνθήκη, που ίσως τελικά να κρίνει και το αποτέλεσμα.
×
×
  • Create New...

Σημαντικό

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώνουμε το περιεχόμενο του website μας. Μπορείτε να τροποποιήσετε τις ρυθμίσεις των cookie, ή να δώσετε τη συγκατάθεσή σας για την χρήση τους.