Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για τις ετικέτες 'eurostat'.

  • Αναζήτηση με βάση τις ετικέτες

    Πληκτρολογήστε τις ετικέτες και χωρίστε τες με κόμμα.
  • Αναζήτηση με βάση τον συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Φόρουμ

  • Ειδήσεις
    • Ειδήσεις
    • Θέματα Ιδιωτών
  • Εργασίες Μηχανικών
    • Τοπογραφικά-Χωροταξικά
    • Αρχιτεκτονικά
    • Στατικά
    • Μηχανολογικά
    • Ηλεκτρολογικά
    • Περιβαλλοντικά
    • Διάφορα
  • Εργασιακά-Διαδικαστικά
    • Άδειες-Διαδικασίες
    • Αυθαίρετα
    • Οικονομικά-Αμοιβές
    • Εργασιακά
    • Ασφαλιστικά
    • Εκπαίδευση
    • Ειδικότητες-Συλλογικά Όργανα
  • Εργαλεία
    • Προγράμματα Η/Υ
    • Εξοπλισμός
    • Διαδίκτυο
    • Showroom
  • Γενικά
    • Αγγελίες
    • Κουβέντα
    • Δράσεις-Προτάσεις προς φορείς
    • Michanikos.gr
    • Θέματα Ιδιωτών
  • Δοκιμαστικό's Θεματολογία γενική

Κατηγορίες

  • 1. Τοπογραφικά-Πολεοδομικά
    • 1.1 Λογισμικό
    • 1.2 Νομοθεσία
    • 1.3 Έντυπα
    • 1.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 1.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 2. Συγκοινωνιακά - Οδοποιίας
    • 2.1 Λογισμικό
    • 2.2 Νομοθεσία
    • 2.3 Έντυπα
    • 2.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 2.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 3. Αρχιτεκτονικά - Σχεδιαστικά
    • 3.1 Λογισμικό
    • 3.2 Νομοθεσία
    • 3.3 Έντυπα
    • 3.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 3.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 4. Στατικά - Εδαφοτεχνικά
    • 4.1 Λογισμικό
    • 4.2 Νομοθεσία
    • 4.3 Έντυπα
    • 4.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 4.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 5. Μηχανολογικά
    • 5.1 Λογισμικό
    • 5.2 Νομοθεσία
    • 5.3 Έντυπα
    • 5.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 5.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 6. Ηλεκτρολογικά
    • 6.1 Λογισμικό
    • 6.2 Νομοθεσία
    • 6.3 Έντυπα
    • 6.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 6.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 7. ΑΠΕ - Φωτοβολταϊκά
    • 7.1 Λογισμικό
    • 7.2 Νομοθεσία
    • 7.3 Έντυπα
    • 7.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 7.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 8. Περιβαλλοντικά
    • 8.1 Λογισμικό
    • 8.2 Νομοθεσία
    • 8.3 Έντυπα
    • 8.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 8.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 9. Υδραυλικά - Λιμενικά
    • 9.1 Λογισμικό
    • 9.2 Νομοθεσία
    • 9.3 Έντυπα
    • 9.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 9.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 10. Διαχείριση Έργων - Εκτιμήσεις - Πραγματογνωμοσύνες
    • 10.1 Λογισμικό
    • 10.2 Νομοθεσία
    • 10.3 Έντυπα
    • 10.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 10.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 11. Δημόσια Έργα - Ασφάλεια και Υγιεινή
    • 11.1 Λογισμικό
    • 11.2 Νομοθεσία
    • 11.3 Έντυπα
    • 11.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 11.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 12. Αμοιβές - Φορολογικά - Άδειες
    • 12.1 Λογισμικό
    • 12.2 Νομοθεσία
    • 12.3 Έντυπα - Αιτήσεις
    • 12.4 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 13. Αυθαίρετα
    • 13.1 Λογισμικό
    • 13.2 Νομοθεσία
    • 13.3 Έντυπα
    • 13.4 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 14. Διάφορα

Categories

  • Ειδήσεις
    • Νομοθεσία
    • Εργασιακά
    • Ασφαλιστικά-Φορολογικά
    • Περιβάλλον
    • Ενέργεια-ΑΠΕ
    • Τεχνολογία
    • Χρηματοδοτήσεις
    • Έργα-Υποδομές
    • Επικαιρότητα
    • Αρθρογραφία
    • Michanikos.gr
    • webTV
    • Sponsored

Κατηγορίες

  • Εξοπλισμός
  • Λογισμικό
  • Βιβλία
  • Εργασία
  • Ακίνητα
  • Διάφορα

Βρείτε αποτελέσματα...

Βρείτε αποτελέσματα που...


Ημερομηνία δημιουργίας

  • Start

    End


Τελευταία ενημέρωση

  • Start

    End


Φιλτράρισμα με βάση τον αριθμό των...

Εντάχθηκε

  • Start

    End


Ομάδα


Επάγγελμα


Ειδικότητα

  1. Ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης όπως και το κόστος ζωής διαφέρουν σε όλη την Ευρώπη, τόσο σε ονομαστικούς όρους όσο και σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης. Το Euronews με βάση τους υπολογισμούς της Eurostat για τον μέσο ακαθάριστο ετήσιο μισθό το 2023, παρουσιάζει σε πίνακες τις χώρες που προσφέρουν τις υψηλότερες μηνιαίες αμοιβές ενώ επιχειρεί μια σύγκριση των μισθών προσαρμοζόμενους στα πρότυπα της αγοραστικής δύναμης. Αναλυτικά, στον πίνακα που ακολουθεί για το 2023 βλέπουμε ότι ο μέσος προσαρμοσμένος μηνιαίος μισθός πλήρους απασχόλησης ανά εργαζόμενο κυμαινόταν στη Βουλγαρία από 1.125 ευρώ ενώ στο Λουξεμβούργο είναι 6.755 ευρώ, τη στιγμή που ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 3.155 ευρώ. Η Δανία είναι η μόνη χώρα της ΕΕ, εκτός από το Λουξεμβούργο, με μισθό άνω των 5.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ο μέσος μισθός στη χώρα είναι 5.634 ευρώ. Κοντά στο Λουξεμβούργο βρίσκονται η Ιρλανδία με μισθό 4.890 ευρώ και το Βέλγιο με 4.832 ευρώ. Η Αυστρία με 4.542 ευρώ, η Γερμανία με 4.250 ευρώ και η Φινλανδία με 4.033 ευρώ προσφέρουν επίσης μισθούς άνω των 4.000 ευρώ. Περίπου 10 από τις 26 χώρες της ΕΕ έχουν μισθούς κάτω από 2.000 ευρώ. Επίσης, μεταξύ των 26 χωρών της ΕΕ (εξαιρουμένης της Ολλανδίας λόγω έλλειψης στοιχείων της Eurostat), 10 ανέφεραν μέσο ακαθάριστο μισθό κάτω από 2.000 ευρώ. Σε τέσσερα κράτη μέλη, ο μέσος μισθός ήταν κάτω από 1.500 ευρώ. Η Πολωνία βρισκόταν ακριβώς πάνω από αυτό το επίπεδο, στα 1.505 ευρώ. Στη Ρουμανία, την Ελλάδα και την Ουγγαρία, οι μισθοί ήταν γύρω στα 1.400 ευρώ. Οι χώρες με τις υψηλότερες αμοιβές - Τελευταία με κάτω από 1.000 ευρώ η Τουρκία Η Γερμανία (4.250 €) προσφέρει τον υψηλότερο μέσο μισθό μεταξύ των τεσσάρων μεγαλύτερων οικονομιών της ΕΕ, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (3.555 €). Τόσο η Ιταλία (2.729 €) όσο και η Ισπανία (2.716 €) ήταν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ κατά περισσότερο από 400 €. Τα στοιχεία της Eurostat καλύπτουν 26 χώρες της ΕΕ. Αν και δεν είναι άμεσα συγκρίσιμα, οι μέσοι ετήσιοι μισθοί ανά εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης του ΟΟΣΑ περιλαμβάνουν περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο μέσος μισθός στην Ελβετία ήταν 8.104 ευρώ, γεγονός που την καθιστά την υψηλότερα αμειβόμενη χώρα στην Ευρώπη. Μια άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), η Νορβηγία, προσέφερε μέσο μισθό 5.027 ευρώ. Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε μέσο μισθό 4.220 ευρώ. Με 4.629 €, η Ολλανδία συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών της ΕΕ με τις υψηλότερες αμοιβές. Η Τουρκία, υποψήφια χώρα για ένταξη στην ΕΕ, κατέγραψε τον χαμηλότερο μέσο μισθό με 873 €, γεγονός που την καθιστά τη μόνη χώρα που βρίσκεται κάτω από το όριο των 1.000 €. Η γενική τάση δείχνει ότι οι χώρες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης προηγούνται στα επίπεδα μισθών, ενώ η Νότια και Ανατολική Ευρώπη τείνουν να προσφέρουν σημαντικά χαμηλότερους ονομαστικούς μισθούς. Υψηλότεροι μισθοί στην Ευρώπη με βάση την αγοραστική δύναμη Το χάσμα στους μέσους μισθούς μειώνεται όταν μετράται σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Standards, PPS), καθώς έτσι εξαλείφεται η επίδραση των διαφορών στο επίπεδο των τιμών. Τα PPS είναι μια τεχνητή νομισματική μονάδα, όπου μια μονάδα μπορεί θεωρητικά να αγοράσει την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε κάθε χώρα. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές σε ολόκληρη την ΕΕ. Σε ονομαστικούς όρους, ο υψηλότερος μέσος μισθός είναι έξι φορές μεγαλύτερος από τον χαμηλότερο. Όταν προσαρμόζεται για τα PPS, το χάσμα αυτό μειώνεται σε μια αναλογία 2,6. Στην ΕΕ, οι μέσοι μισθοί σε PPS κυμαίνονται από 1.710 ευρώ στην Ελλάδα έως 4.479 ευρώ στο Λουξεμβούργο, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ ανέρχεται σε 3.155 ευρώ. Το Βέλγιο (4.038 ευρώ σε PPS), η Δανία (3.904 ευρώ σε PPS), η Γερμανία (3.898 ευρώ σε PPS) και η Αυστρία (3.851 ευρώ σε PPS) βρίσκονται επίσης μεταξύ των πέντε πρώτων χωρών. Στο χαμηλό μέρος του διαγράμματος, η Σλοβακία, η Βουλγαρία και η Ουγγαρία ακολουθούν την Ελλάδα, η καθεμία με μέσους μισθούς κάτω από €2.100 σε PPS. Η Ρουμανία κατατάσσεται σημαντικά υψηλότερα σε PPS. Μεταξύ των στοιχείων του ΟΟΣΑ, η Ελβετία ξεχωρίζει με υψηλό μισθό σε αγοραστική δύναμη, στα 4.412 ευρώ σε PPS. Ακολουθούν η Ολλανδία και η Νορβηγία, οι οποίες προσφέρουν αμφότερες περίπου 3.800 ευρώ σε PPS. Ο μέσος μισθός του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν 3.357 ευρώ σε PPS. Όπως και η Ρουμανία, η Τουρκία (2.413 € σε PPS) κατέχει σημαντικά καλύτερη θέση σε αυτόν τον δείκτη. Σημασία της υψηλότερης παραγωγικότητας και της διαπραγματευτικής δύναμης Εξηγώντας τις μισθολογικές διαφορές σε επίπεδο χωρών, η Δρ Σωτηρία Θεοδωροπούλου, επικεφαλής της μονάδας ευρωπαϊκών, οικονομικών, εργασιακών και κοινωνικών πολιτικών στο Ευρωπαϊκό Συνδικαλιστικό Ινστιτούτο (ETUI), σημείωσε ότι η υψηλότερη παραγωγικότητα αποτελεί ουσιαστικό θεμέλιο για βιώσιμα υψηλότερους μισθούς/μισθούς. Επισήμανε ότι οι οικονομίες με μεγαλύτερη βιομηχανική ή χρηματοπιστωτική δραστηριότητα τείνουν να είναι πιο παραγωγικές. Οι βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας έχουν επίσης συνήθως υψηλότερη παραγωγικότητα. Τόνισε επίσης τον ρόλο των θεσμών της αγοράς εργασίας. «Γενικότερα, η υψηλότερη διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων - είτε προέρχεται από ισχυρούς θεσμούς συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε/και από πολιτικές που τους παρέχουν "εξωτερικές επιλογές" στην αγορά εργασίας - καθιστά πιο πιθανό τα κέρδη παραγωγικότητας να μεταφραστούν σε υψηλότερους μισθούς και κόστος εργασίας», δήλωσε στο euronews. Οι χώρες με τη μεγαλύτερη αύξηση μέσου μισθού Κατά την τελευταία πενταετία (2018-2023), ο μέσος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης αυξήθηκε σε ονομαστικούς όρους ευρώ και στις 26 χώρες της ΕΕ. Σε ολόκληρη την ΕΕ, ο μέσος μηνιαίος μισθός αυξήθηκε κατά 507 ευρώ, αθροίζοντας σε ετήσια αύξηση 6.708 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αύξηση 19%. Σε ποσοστιαίους όρους, η αύξηση κυμάνθηκε από μόλις 4% στη Σουηδία έως το αξιοσημείωτο 102% στη Λιθουανία. Η αύξηση ήταν ιδιαίτερα χαμηλότερη στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ: η Ισπανία σημείωσε αύξηση 19%, η Γερμανία 18%, η Γαλλία 14% και η Ιταλία μόλις 10%. Οι σκανδιναβικές χώρες της ΕΕ παρέμειναν επίσης κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, μαζί με την Κύπρο και την Ελλάδα. Σε ευρώ, η αύξηση των μέσων μισθών κυμάνθηκε από 91 ευρώ μηνιαίως στην Ελλάδα έως 1.291 ευρώ μηνιαίως στο Λουξεμβούργο. Η Λιθουανία κατέγραψε επίσης μια εντυπωσιακή αύξηση της τάξης των 1.141 ευρώ ανά μήνα. Η Eurostat θα δημοσιεύσει τα στοιχεία για τους μισθούς του 2024 στα τέλη του 2025.
  2. Ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης όπως και το κόστος ζωής διαφέρουν σε όλη την Ευρώπη, τόσο σε ονομαστικούς όρους όσο και σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης. Το Euronews με βάση τους υπολογισμούς της Eurostat για τον μέσο ακαθάριστο ετήσιο μισθό το 2023, παρουσιάζει σε πίνακες τις χώρες που προσφέρουν τις υψηλότερες μηνιαίες αμοιβές ενώ επιχειρεί μια σύγκριση των μισθών προσαρμοζόμενους στα πρότυπα της αγοραστικής δύναμης. Αναλυτικά, στον πίνακα που ακολουθεί για το 2023 βλέπουμε ότι ο μέσος προσαρμοσμένος μηνιαίος μισθός πλήρους απασχόλησης ανά εργαζόμενο κυμαινόταν στη Βουλγαρία από 1.125 ευρώ ενώ στο Λουξεμβούργο είναι 6.755 ευρώ, τη στιγμή που ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 3.155 ευρώ. Η Δανία είναι η μόνη χώρα της ΕΕ, εκτός από το Λουξεμβούργο, με μισθό άνω των 5.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ο μέσος μισθός στη χώρα είναι 5.634 ευρώ. Κοντά στο Λουξεμβούργο βρίσκονται η Ιρλανδία με μισθό 4.890 ευρώ και το Βέλγιο με 4.832 ευρώ. Η Αυστρία με 4.542 ευρώ, η Γερμανία με 4.250 ευρώ και η Φινλανδία με 4.033 ευρώ προσφέρουν επίσης μισθούς άνω των 4.000 ευρώ. Περίπου 10 από τις 26 χώρες της ΕΕ έχουν μισθούς κάτω από 2.000 ευρώ. Επίσης, μεταξύ των 26 χωρών της ΕΕ (εξαιρουμένης της Ολλανδίας λόγω έλλειψης στοιχείων της Eurostat), 10 ανέφεραν μέσο ακαθάριστο μισθό κάτω από 2.000 ευρώ. Σε τέσσερα κράτη μέλη, ο μέσος μισθός ήταν κάτω από 1.500 ευρώ. Η Πολωνία βρισκόταν ακριβώς πάνω από αυτό το επίπεδο, στα 1.505 ευρώ. Στη Ρουμανία, την Ελλάδα και την Ουγγαρία, οι μισθοί ήταν γύρω στα 1.400 ευρώ. Οι χώρες με τις υψηλότερες αμοιβές - Τελευταία με κάτω από 1.000 ευρώ η Τουρκία Η Γερμανία (4.250 €) προσφέρει τον υψηλότερο μέσο μισθό μεταξύ των τεσσάρων μεγαλύτερων οικονομιών της ΕΕ, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (3.555 €). Τόσο η Ιταλία (2.729 €) όσο και η Ισπανία (2.716 €) ήταν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ κατά περισσότερο από 400 €. Τα στοιχεία της Eurostat καλύπτουν 26 χώρες της ΕΕ. Αν και δεν είναι άμεσα συγκρίσιμα, οι μέσοι ετήσιοι μισθοί ανά εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης του ΟΟΣΑ περιλαμβάνουν περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο μέσος μισθός στην Ελβετία ήταν 8.104 ευρώ, γεγονός που την καθιστά την υψηλότερα αμειβόμενη χώρα στην Ευρώπη. Μια άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), η Νορβηγία, προσέφερε μέσο μισθό 5.027 ευρώ. Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε μέσο μισθό 4.220 ευρώ. Με 4.629 €, η Ολλανδία συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών της ΕΕ με τις υψηλότερες αμοιβές. Η Τουρκία, υποψήφια χώρα για ένταξη στην ΕΕ, κατέγραψε τον χαμηλότερο μέσο μισθό με 873 €, γεγονός που την καθιστά τη μόνη χώρα που βρίσκεται κάτω από το όριο των 1.000 €. Η γενική τάση δείχνει ότι οι χώρες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης προηγούνται στα επίπεδα μισθών, ενώ η Νότια και Ανατολική Ευρώπη τείνουν να προσφέρουν σημαντικά χαμηλότερους ονομαστικούς μισθούς. Υψηλότεροι μισθοί στην Ευρώπη με βάση την αγοραστική δύναμη Το χάσμα στους μέσους μισθούς μειώνεται όταν μετράται σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Standards, PPS), καθώς έτσι εξαλείφεται η επίδραση των διαφορών στο επίπεδο των τιμών. Τα PPS είναι μια τεχνητή νομισματική μονάδα, όπου μια μονάδα μπορεί θεωρητικά να αγοράσει την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε κάθε χώρα. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές σε ολόκληρη την ΕΕ. Σε ονομαστικούς όρους, ο υψηλότερος μέσος μισθός είναι έξι φορές μεγαλύτερος από τον χαμηλότερο. Όταν προσαρμόζεται για τα PPS, το χάσμα αυτό μειώνεται σε μια αναλογία 2,6. Στην ΕΕ, οι μέσοι μισθοί σε PPS κυμαίνονται από 1.710 ευρώ στην Ελλάδα έως 4.479 ευρώ στο Λουξεμβούργο, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ ανέρχεται σε 3.155 ευρώ. Το Βέλγιο (4.038 ευρώ σε PPS), η Δανία (3.904 ευρώ σε PPS), η Γερμανία (3.898 ευρώ σε PPS) και η Αυστρία (3.851 ευρώ σε PPS) βρίσκονται επίσης μεταξύ των πέντε πρώτων χωρών. Στο χαμηλό μέρος του διαγράμματος, η Σλοβακία, η Βουλγαρία και η Ουγγαρία ακολουθούν την Ελλάδα, η καθεμία με μέσους μισθούς κάτω από €2.100 σε PPS. Η Ρουμανία κατατάσσεται σημαντικά υψηλότερα σε PPS. Μεταξύ των στοιχείων του ΟΟΣΑ, η Ελβετία ξεχωρίζει με υψηλό μισθό σε αγοραστική δύναμη, στα 4.412 ευρώ σε PPS. Ακολουθούν η Ολλανδία και η Νορβηγία, οι οποίες προσφέρουν αμφότερες περίπου 3.800 ευρώ σε PPS. Ο μέσος μισθός του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν 3.357 ευρώ σε PPS. Όπως και η Ρουμανία, η Τουρκία (2.413 € σε PPS) κατέχει σημαντικά καλύτερη θέση σε αυτόν τον δείκτη. Σημασία της υψηλότερης παραγωγικότητας και της διαπραγματευτικής δύναμης Εξηγώντας τις μισθολογικές διαφορές σε επίπεδο χωρών, η Δρ Σωτηρία Θεοδωροπούλου, επικεφαλής της μονάδας ευρωπαϊκών, οικονομικών, εργασιακών και κοινωνικών πολιτικών στο Ευρωπαϊκό Συνδικαλιστικό Ινστιτούτο (ETUI), σημείωσε ότι η υψηλότερη παραγωγικότητα αποτελεί ουσιαστικό θεμέλιο για βιώσιμα υψηλότερους μισθούς/μισθούς. Επισήμανε ότι οι οικονομίες με μεγαλύτερη βιομηχανική ή χρηματοπιστωτική δραστηριότητα τείνουν να είναι πιο παραγωγικές. Οι βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας έχουν επίσης συνήθως υψηλότερη παραγωγικότητα. Τόνισε επίσης τον ρόλο των θεσμών της αγοράς εργασίας. «Γενικότερα, η υψηλότερη διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων - είτε προέρχεται από ισχυρούς θεσμούς συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε/και από πολιτικές που τους παρέχουν "εξωτερικές επιλογές" στην αγορά εργασίας - καθιστά πιο πιθανό τα κέρδη παραγωγικότητας να μεταφραστούν σε υψηλότερους μισθούς και κόστος εργασίας», δήλωσε στο euronews. Οι χώρες με τη μεγαλύτερη αύξηση μέσου μισθού Κατά την τελευταία πενταετία (2018-2023), ο μέσος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης αυξήθηκε σε ονομαστικούς όρους ευρώ και στις 26 χώρες της ΕΕ. Σε ολόκληρη την ΕΕ, ο μέσος μηνιαίος μισθός αυξήθηκε κατά 507 ευρώ, αθροίζοντας σε ετήσια αύξηση 6.708 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αύξηση 19%. Σε ποσοστιαίους όρους, η αύξηση κυμάνθηκε από μόλις 4% στη Σουηδία έως το αξιοσημείωτο 102% στη Λιθουανία. Η αύξηση ήταν ιδιαίτερα χαμηλότερη στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ: η Ισπανία σημείωσε αύξηση 19%, η Γερμανία 18%, η Γαλλία 14% και η Ιταλία μόλις 10%. Οι σκανδιναβικές χώρες της ΕΕ παρέμειναν επίσης κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, μαζί με την Κύπρο και την Ελλάδα. Σε ευρώ, η αύξηση των μέσων μισθών κυμάνθηκε από 91 ευρώ μηνιαίως στην Ελλάδα έως 1.291 ευρώ μηνιαίως στο Λουξεμβούργο. Η Λιθουανία κατέγραψε επίσης μια εντυπωσιακή αύξηση της τάξης των 1.141 ευρώ ανά μήνα. Η Eurostat θα δημοσιεύσει τα στοιχεία για τους μισθούς του 2024 στα τέλη του 2025. View full είδηση
  3. Ο κλάδος της ενέργειας πρωτοστάτησε στην ισχυρή άνοδο που κατέγραψαν τον Ιούλιο οι τιμές παραγωγού στην Ευρωζώνη, ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι τιμές στις πύλες των εργοστασίων αυξήθηκαν κατά 2,3% τον Ιούλιο από τον Ιούνιο, ενώ σε ετήσια βάση κατέγραψαν άλμα 12,1%. Η Ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία σημειώνει ακόμη, ότι οι μέσες εκτιμήσεις των αναλυτών σε δημοσκόπηση του Reuters έκαναν λόγο για άνοδο 1,1% σε μηνιαία βάση και ετήσια άνοδο 11,0%. Τα στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι οι τιμές ενέργειας αυξήθηκαν 5,7% τον Ιούλιο, με την ετήσια άνοδο να εκτοξεύεται στο 28,9%. Την ίδια στιγμή, το κόστος των ενδιάμεσων αγαθών αυξήθηκε κατά 1,9% σε μηνιαία βάση και κατά 12,6% σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα. Οι υψηλότερες τιμές παραγωγού συχνά μετακυλίονται στους καταναλωτές και σε αυτό το πλαίσιο αποτελούν μια πρώτη ένδειξη για την πορεία του πληθωρισμού. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει στόχο για πληθωρισμό στο 2% μεσοπρόθεσμα, με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat να δείχνουν εκτίναξη του ετήσιου πληθωρισμού στο 3% τον Αύγουστο. View full είδηση
  4. Το 2020, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντιπροσώπευαν το 23% της συνολικής ενέργειας που χρησιμοποιήθηκε για θέρμανση και ψύξη στην ΕΕ , σημειώνοντας σταθερή αύξηση από 12% το 2004 και 22% το 2019. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα από την Eurostat, η αύξηση αυτή είναι παρόμοια με αυτή που παρατηρούνται για το συνολικό μερίδιο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες αυξήθηκαν από 10% το 2004 σε 22% το 2020. Οι εξελίξεις στον βιομηχανικό τομέα, τις υπηρεσίες και τα νοικοκυριά (συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτροδότησης της θέρμανσης με αντλίες θερμότητας) συνέβαλαν στην ανάπτυξη της ανανεώσιμης ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη. Μεταξύ των κρατών μελών, η Σουηδία ξεχωρίζει με τα δύο τρίτα (66%) της ενέργειας που χρησιμοποιείται για θέρμανση και ψύξη το 2020 που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές (κυρίως βιομάζα και αντλίες θερμότητας). Ακολουθούν, η Εσθονία και η Φινλανδία (και οι δύο 58%), η Λετονία (57%), η Δανία (51%) και η Λιθουανία (50%), με περισσότερο από το ήμισυ της ενέργειας που χρησιμοποιείται για αυτούς τους σκοπούς να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στην Εσθονία και τη Λιθουανία, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη είναι, αντίστοιχα, 29 και 24 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το συνολικό τους μερίδιο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ. Η Ισλανδία ξεχωρίζει με το 80% των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που χρησιμοποιούνται για θέρμανση και ψύξη (κυρίως λόγω της γεωθερμικής ενέργειας). Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό, είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αν και παραμένει χαμηλό, καθώς διαμορφώνεται λίγο πάνω από το 30%. Αντίθετα, στην Ιρλανδία (6%), στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο (και οι δύο 8%) οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνέβαλαν λιγότερο στη θέρμανση και την ψύξη. Σε αυτές τις χώρες, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη είναι χαμηλότερο κατά 6 και 5 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα, από το συνολικό τους μερίδιο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ. View full είδηση
  5. Αυξήθηκαν κατά 52 εκατ. τμ η επιφάνεια των κτιρίων για τα οποία εκδόθηκε οικοδομική άδεια το 2021 στην ΕΕ περισσότερα κατά 15% σε σχέση με το 2020 σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat Είχε προηγηθεί πτώση 8% το 2020, χρονιά έξαρσης της πανδημίας. Στην δεύτερη θέση με την μεγαλύτερη αύξηση βρίσκεται η Ελλάδα με +54% ακολουθώντας την Ισπανία με +62% Οι οικοδομικές άδειες μετρώνται επίσης και σε αριθμό κατοικιών ανεξάρτητα από το μέγεθος του κτιρίου, που αυξήθηκαν κατά 16% (+269.000 κατοικίες) στην ΕΕ, έπειτα από πτώση 5% το 2020. Μεταξύ 2015 και 2019, ο αριθμός των αδειών αυξανόταν σταθερά κατά μέσο όρο 6% ετησίως. Η πανδημία της COVID-19 διέκοψε αυτή την πορεία, αλλά με την αύξηση το 2021, οι απώλειες του 2020 αντισταθμίστηκαν. Το 2021, οι οικοδομικές άδειες (όσον αφορά την ωφέλιμη επιφάνεια) αυξήθηκαν σε όλες τις χώρες της ΕΕ με εξαίρεση την Εσθονία (-5%). Ωστόσο, υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις αυξήσεις μεταξύ των κρατών μελών. Στη δεύτερη θέση η Ελλάδα Η Ισπανία (+62%), η Ελλάδα (+54%) και η Μάλτα (+42%) κατέγραψαν τις υψηλότερες αυξήσεις στον αριθμό των οικοδομικών αδειών που εκδόθηκαν ως προς την ωφέλιμη επιφάνεια. Από την άλλη πλευρά, χαμηλές αυξήσεις καταγράφηκαν στη Δανία (+1%), στη Γερμανία (+2%) και στην Αυστρία (+3%).
  6. Ορόσημο χαρακτηρίζει τη συμφωνία που υπέγραψε με την Airbnb, την Booking, την Expedia Group και την Tripadvisor σχετικά με την κοινή χρήση δεδομένων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα με ανακοίνωση της Κομισιόν, χάρη στη συμφωνία, η Eurostat, η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα μπορεί να δημοσιεύει δεδομένα σχετικά με τα καταλύματα, τα οποία τίθενται σε βραχυχρόνια μίσθωση μέσω των εν λόγω πλατφορμών σε ολόκληρη την ΕΕ. Η συμφωνία, που υπεγράφη μεταξύ κάθε πλατφόρμας και της Eurostat, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προβλέπει: Τακτικά και αξιόπιστα δεδομένα από τις τέσσερις πλατφόρμες: Τα κοινά δεδομένα θα περιλαμβάνουν τον αριθμό των διανυκτερεύσεων και τον αριθμό των επισκεπτών. Τα δεδομένα θα συγκεντρωθούν σε επίπεδο δήμων. Οι πλατφόρμες συμφώνησαν να μοιράζονται δεδομένα συνεχώς. Απόρρητο: Η προστασία της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των επισκεπτών και των φιλοξενουμένων, προστατεύεται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ. Τα δεδομένα δεν επιτρέπουν την αναγνώριση των πολιτών ή των ιδιοκτητών. Δημοσίευση δεδομένων: Τα δεδομένα που παρέχονται από τις πλατφόρμες θα υποβληθούν σε στατιστική επικύρωση και θα συγκεντρωθούν από την Eurostat. Η Eurostat θα δημοσιεύσει δεδομένα για όλα τα κράτη μέλη, καθώς και για πολλές μεμονωμένες περιφέρειες και πόλεις, συνδυάζοντας τις πληροφορίες που έχουν αποκτηθεί από τις πλατφόρμες. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε η Eurostat το 2019 το 21% των πολιτών της ΕΕ χρησιμοποίησε έναν ιστότοπο ή μια εφαρμογή για υπηρεσίες διαμονής και το 8% έκανε το ίδιο για τις υπηρεσίες μεταφορών. Στον τομέα του τουρισμού, η συνεργατική οικονομία προσφέρει πολλές ευκαιρίες για τους πολίτες, τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους μικροεπιχειρηματίες και τις ΜΜΕ. Ταυτόχρονα, όμως η ταχεία ανάπτυξή της οδήγησε σε προκλήσεις, ιδιαίτερα σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς. Η σημερινή συμφωνία θα επιτρέψει στην Eurostat να αποκτήσει βασικά δεδομένα από τις τέσσερις πλατφόρμες συνεργασίας και θα δημοσιεύσει βασικά στατιστικά στοιχεία για τις βραχυπρόθεσμες μισθώσεις καταλυμάτων που έχουν συναφθεί μέσω αυτών των πλατφορμών στην ιστοσελίδα της. Ο ρόλος της Eurostat είναι να παρέχει αξιόπιστες και συγκρίσιμες στατιστικές για την Ευρώπη, ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις. Τα πρώτα στατιστικά στοιχεία αναμένεται ότι θα κυκλοφορήσουν το δεύτερο εξάμηνο του 2020.
  7. Την δεύτερη μεγαλύτερη άνοδο στον ρυθμό αύξησης της απασχόλησης στον κατασκευαστικό τομέα το 2020 σημείωσε η Ελλάδα (+15,2%) σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Στην ΕΕ το 2020, ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης στον κατασκευαστικό τομέα ήταν τουλάχιστον 10 % με την μεγαλύτερη αύξηση να σημειώνεται στο Βέλγιο (+19,5 %), και ακολουθούν η Ελλάδα, και η Ουγγαρία (+12,1) Η ανοδική πορεία αναμένεται να συνεχιστεί και στα επόμενα χρόνια καθώς θα ξεκινήσουν μια σειρά από μεγάλα έργα (ΣΔΙΤ, συμβάσεις παραχωρήσεις, και υποδομές που κατασκευάζονται ως δημόσια έργα), με στόχο ολοκλήρωσης ως το 2025. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών σχεδιάζει να προκηρύξει άμεσα έργα ύψους περίπου 2,5 δισ. ενώ στα 3,5 χρόνια έχουν δημοπρατηθεί έργα αξίας πάνω από 10 δισ. Μερίδιο στην κατασκευαστική δραστηριότητα αποκτούν και οι επενδύσεις στη στέγαση οι οποίες αυξήθηκαν στην Ελλάδα το 2021 στο 1,3%, μετά από μεγάλη πτώση την περίοδο 2010 2021 η οποία έφτασε το -45% την δεύτερη μεγαλύτερη πτώση ανάμεσα στα 21 μέλη κράτη.
  8. Ο κλάδος της ενέργειας πρωτοστάτησε στην ισχυρή άνοδο που κατέγραψαν τον Ιούλιο οι τιμές παραγωγού στην Ευρωζώνη, ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι τιμές στις πύλες των εργοστασίων αυξήθηκαν κατά 2,3% τον Ιούλιο από τον Ιούνιο, ενώ σε ετήσια βάση κατέγραψαν άλμα 12,1%. Η Ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία σημειώνει ακόμη, ότι οι μέσες εκτιμήσεις των αναλυτών σε δημοσκόπηση του Reuters έκαναν λόγο για άνοδο 1,1% σε μηνιαία βάση και ετήσια άνοδο 11,0%. Τα στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι οι τιμές ενέργειας αυξήθηκαν 5,7% τον Ιούλιο, με την ετήσια άνοδο να εκτοξεύεται στο 28,9%. Την ίδια στιγμή, το κόστος των ενδιάμεσων αγαθών αυξήθηκε κατά 1,9% σε μηνιαία βάση και κατά 12,6% σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα. Οι υψηλότερες τιμές παραγωγού συχνά μετακυλίονται στους καταναλωτές και σε αυτό το πλαίσιο αποτελούν μια πρώτη ένδειξη για την πορεία του πληθωρισμού. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει στόχο για πληθωρισμό στο 2% μεσοπρόθεσμα, με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat να δείχνουν εκτίναξη του ετήσιου πληθωρισμού στο 3% τον Αύγουστο.
  9. Νέοι αυστηρότεροι κανόνες επιδιώκουν να ενισχύσουν τον ρόλο των ιδιωτών επενδυτών και να περιορίσουν τη συμμετοχή του Δημοσίου. Σοβαρότερες αλλαγές αναμένεται να προκαλέσει ο νέος κανόνας Eurostat για το πλαφόν ανώτερης ή κατώτερης απόδοσης. «Τορπίλη» Eurostat στα μεγάλα έργα - Η αλλαγή κανονισμού και το χρέος Σε ανατροπές του κυβερνητικού σχεδιασμού για τα νέα έργα με συμβάσεις παραχώρησης, με πρώτο τον διαγωνισμό για το νέο αεροδρόμιο στο Καστέλι Ηρακλείου που βγαίνει στον αέρα τον Μάιο, οδηγεί η αλλαγή των κανόνων της Eurostat σε σχέση με τον συνυπολογισμό των σχετικών κονδυλίων στο δημόσιο χρέος. Η ενημέρωση για τις αλλαγές αναμένεται να φτάσει, αν δεν έχει ήδη φτάσει, στην Αθήνα από τις Βρυξέλλες, όπου τους τελευταίους μήνες βρίσκεται σε εξέλιξη η συζήτηση για ενιαία αντιμετώπιση των συμβάσεων παραχώρησης από τη Eurostat, καθώς σήμερα ισχύουν διαφορετικοί κανόνες σε αρκετά κράτη-μέλη. Μέχρι σήμερα σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, η κρατική δαπάνη (και τα δάνεια που λαμβάνουν οι ιδιώτες ενίοτε με κρατική εγγύηση) για τα έργα με συμβάσεις παραχώρησης και τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) δεν συνυπολογίζεται στο δημόσιο χρέος. Υπάρχουν, βέβαια, και χώρες όπως η Γαλλία όπου περιλαμβάνουν τις σχετικές δαπάνες στο δημόσιο χρέος, αλλά ταυτόχρονα το δημόσιο εγγυάται μέχρι και το 90% των δανείων που χορηγούν οι εμπορικές τράπεζες σε τέτοια έργα. Τώρα η Eurostat έρχεται να εφαρμόσει νέους, αυστηρότερους κανόνες, οι οποίοι στην ουσία επιδιώκουν να ενισχύσουν τον ρόλο των ιδιωτών επενδυτών και να περιορίσουν τη συμμετοχή του δημοσίου στις εταιρείες ειδικού σκοπού που διαχειρίζονται συμβάσεις παραχώρησης ή ΣΔΙΤ. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του διαγωνισμού για το νέο αεροδρόμιο στο Καστέλι Ηρακλείου, η κυβέρνηση υποστηρίζει πως το Δημόσιο θα διατηρήσει σημαντικό ποσοστό (από 45% έως 55%) της εταιρείας διαχείρισης, κατά το πρότυπο του "Ελευθέριος Βενιζέλος" στην Αθήνα. Ομως, με βάση τους νέους κανόνες της Eurostat για να μη συνυπολογιστεί στο δημόσιο χρέος η κρατική συμμετοχή και τα δάνεια για το έργο στο Καστέλι, το Δημόσιο πρέπει να μειώσει το ποσοστό του στην εταιρεία διαχείρισης σε επίπεδα κάτω του 33%. Μάλιστα, οι Κοινοτικοί έρχονται να επιβάλουν πρόσθετους κανόνες προς όφελος των ιδιωτών επενδυτών καθώς προβλέπεται πως το Δημόσιο όχι μόνο δεν θα μπορεί να αποκτήσει ποσοστό άνω του 33% (αν δεν θέλει να περιλαμβάνεται στο χρέος η δαπάνη για ένα έργο), αλλά θα αδυνατεί να επιβάλλει και ειδικά δικαιώματα για τον μέτοχο μειοψηφίας. Π.χ. δεν θα μπορεί το Δημόσιο να έχει δικαίωμα βέτο σε αποφάσεις της διοίκησης κ.λπ. Οι νέοι κανόνες έχουν ήδη οδηγήσει σε ανατροπή του σχεδιασμού της βρετανικής κυβέρνησης, η οποία προωθούσε σειρά έργων (και ΣΔΙΤ) με αυξημένη συμμετοχή του δημοσίου στις εταιρείες διαχείρισης. Ακόμα σοβαρότερες ανατροπές αναμένεται να προκαλέσει ο νέος κανόνας της Eurostat, με βάση τον οποίο το δημόσιο δεν θα μπορεί να επιβάλλει πλαφόν ανώτερης ή κατώτερης απόδοσης για τον ιδιώτη επενδυτή, όπως συμβαίνει σήμερα με σχεδόν όλα τα έργα παραχώρησης στην Ελλάδα. Προβλέπεται π.χ. πως αν η κοινοπραξία που διαχειρίζεται την Αττική Οδό φτάσει ένα επίπεδο απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, τότε το έργο επιστρέφει στο Δημόσιο ανεξάρτητα από το αν έχει λήξει η περίοδος παραχώρησης. Με τους νέους κανόνες το Δημόσιο δεν θα μπορεί να επιβάλλει ανώτερο πλαφόν απόδοσης στον ιδιώτη επενδυτή. Ταυτόχρονα, όμως, ο ιδιώτης επενδυτής δεν θα έχει και "μαξιλάρι" κατώτερης απόδοσης. Δεν θα μπορεί, δηλαδή, να λάβει πρόσθετη κρατική επιδότηση, αν η απόδοση του έργου είναι χαμηλότερη σε σχέση με τις αρχικές προσδοκίες. «Η βασική αρχή είναι πως ο ιδιώτης παίρνει ολόκληρα τα οφέλη, αν το έργο πάει καλύτερα από το αναμενόμενο, αλλά και ολόκληρο τον κίνδυνο, αν η επένδυση δεν πάει όσο θετικά υπολόγιζε στην αρχή», επισημαίνουν στελέχη του υπουργείου Υποδομών που παρακολουθούν την ευρωπαϊκή συζήτηση για το θέμα. Οι ίδιοι εξηγούν πως οι νέοι κανόνες, ευτυχώς, δεν θα ισχύουν σε έργα για τα οποία έχουν υπογραφεί οι συμβάσεις, καθώς θα υπήρχαν σοβαρά προβλήματα ακόμα και στη σύμβαση με τη Fraport για τα περιφερειακά αεροδρόμια. Η συγκεκριμένη σύμβαση έχει τόσο ανώτερο πλαφόν απόδοσης για τον ιδιώτη επενδυτή, αλλά και «μαξιλάρι ασφαλείας», δηλαδή πρόσθετη επιχορήγηση από το δημόσιο, αν η απόδοση δεν φτάσει στο προσυμφωνημένο κατώτερο επίπεδο. Η εφαρμογή και του νέου κανόνα κατάργησης του πλαφόν απόδοσης ιδίων κεφαλαίων του επενδυτή έχει ήδη αποτυπωθεί στην ανατροπή του σχεδιασμού ενός μεγάλου οδικού έργου που προωθούσε η Σκωτία στην Aberdeen. Αρχικά είχε προχωρήσει με πλαφόν το οποίο τώρα καταργείται ενόψει των νέων κανονισμών, ώστε να μην επιβαρυνθεί το δημόσιο χρέος από το κόστος του έργου. Πηγή: http://www.euro2day.gr/news/economy/article/1404306/torpilh-eurostat-sta-megala-erga.html
  10. Το μέσο ωρομίσθιο στις χώρες μέλη της ΕΕ ανήλθε σε 22,9 ευρώ, ενώ στις χώρες της ευρωζώνης στα 25,5 ευρώ Το μέσο ωρομίσθιο στις χώρες μέλη της ΕΕ ανήλθε σε 22,9 ευρώ, ενώ στις χώρες της ευρωζώνης ήταν κατά 2,6 ευρώ πιο πάνω, στα 25,5 ευρώ, το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ, Eurostat. Σε σύγκριση με το 2021, οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 4,4% στην ΕΕ και κατά 4,0% στη ζώνη του ευρώ. Εντός της ευρωζώνης, το ωρομίσθιο και οι μισθοί αυξήθηκαν σε όλα τα κράτη μέλη. Τη χαμηλότερη αύξηση σημείωσε η Ιταλία, η Μάλτα και η Φινλανδία (+2,3% η καθεμία) και τη μεγαλύτερη η Λιθουανία (+13,4%), η Εσθονία (+8,8%) και η Κροατία (+8,7%). Η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ με αύξηση περίπου 4,2% και συνολικά στην 18η θέση στην συνολικά κατάταξη των ευρωπαϊκών κρατών. Όσον αφορά στις χώρες εκτός ευρωζώνης, το ωρομίσθιο και οι μισθοί εκφρασμένοι σε εθνικό νόμισμα αυξήθηκαν επίσης σε όλες τις χώρες. Αυξήθηκαν λιγότερο στη Δανία (+2,2%) και τη Σουηδία (+3,0%) και περισσότερο στην Ουγγαρία (+16,4%), τη Βουλγαρία (+15,5%), τη Ρουμανία (+12,3%) και την Πολωνία (+11,7%). Κατανομή ανά οικονομική δραστηριότητα Το 2022, σε σύγκριση με το 2021, οι μισθοί στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκαν κατά 2,9% στην (κυρίως) μη επιχειρηματική οικονομία και κατά 4,4% στην επιχειρηματική οικονομία: +3,9% στη βιομηχανία, +4,9% στις κατασκευές και + 4,5% στις υπηρεσίες. Στην ΕΕ, οι ωρομίσθιοι αυξήθηκαν κατά 3,2% στην (κυρίως) μη επιχειρηματική οικονομία και κατά 4,9% στην επιχειρηματική οικονομία: +4,6% στη βιομηχανία, +5,2% στις κατασκευές και +5,0% στις υπηρεσίες. Στην ΕΕ, οι οικονομικές δραστηριότητες που κατέγραψαν τις υψηλότερες ετήσιες αυξήσεις σε μισθούς το 2022 ήταν: Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες» κατά 6,4%, «Προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, αερίου, ατμού και κλιματισμού» και «Χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες», αμφότερες κατά 5,6%.
  11. Στην ΕΕ η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αυξήθηκε σχεδόν κατά 5%, σε απόλυτους αριθμούς, από το 2020 έως το 2021, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Το 2021, η αιολική και η υδροηλεκτρική ενέργεια αντιπροσώπευαν πάνω από τα δύο τρίτα της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές (37% και 32%, αντίστοιχα). Το υπόλοιπο ένα τρίτο της ηλεκτρικής ενέργειας προερχόταν από ηλιακή ενέργεια (15%), στερεά βιοκαύσιμα (7%) και άλλες ανανεώσιμες πηγές (8%). Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η ηλιακή ενέργεια είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πηγή ενέργειας, καθώς το 2008 αντιπροσώπευε μόνο το 1% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε στην ΕΕ. Το 2021, τα κράτη-μέλη με τα υψηλότερα ποσοστά ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγονται από ανανεώσιμες πηγές ήταν η Αυστρία (76,2%, βασιζόμενη κυρίως σε υδροηλεκτρική ενέργεια) και η Σουηδία (75,7%, κυρίως υδροηλεκτρική και αιολική). Ακολουθούν η Δανία (62,6%, κυρίως αιολική), η Πορτογαλία (58,4%, αιολική και υδροηλεκτρική) και η Κροατία (53,5%, κυρίως υδροηλεκτρική). Στην άλλη άκρη της κλίμακας, τα χαμηλότερα μερίδια ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σημειώθηκαν στη Μάλτα (9,7%), στην Ουγγαρία (13,7%), στο Λουξεμβούργο (14,2%), στην Τσεχία (14,5%) και στην Κύπρο (14,8%). Στην Ελλάδα το μερίδιο ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές το 2021 ήταν λίγο χαμηλότερο από το μέσο όρο στην ΕΕ, δηλαδή περίπου στο 36%. View full είδηση
  12. Την πρώτη θέση στην υπερεργασία καταλαμβάνει η Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η στατιστική υπηρεσία της Eurostat. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση της σχετικής λίστας των χωρών – μελών της ΕΕ με το 12,6 των εργαζομένων να δηλώνουν ότι εργάζονται για πάνω από 49 ώρες την εβδομάδα, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (10,2%) και την Κύπρο (9,7%). Πρώτη θέση η Ελλάδα στην υπερεργασία σύμφωνα με την Eurostat Η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση της σχετικής λίστας των χωρών – μελών της ΕΕ με το 12,6% των εργαζομένων να δηλώνουν ότι εργάζονται για πάνω από 49 ώρες την εβδομάδα, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (10,2%) και την Κύπρο (9,7%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά υπερεργασίας καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (0,7%), τη Λιθουανία (0,8%) και τη Λετονία (1,3%). Πρώτη στην πανευρωπαϊκή κατάταξη είναι η Ισλανδία με 13,5%. Υψηλότερο είναι το σχετικό ποσοστό στους αυτοαπασχολούμενους, καθώς πολλές ώρες εργάστηκε το 30% του συνόλου των αυτοαπασχολούμενων σε σύγκριση με τους μισθωτούς (4% του συνόλου των εργαζομένων). Eurostat: Ποιοι δουλεύουν τις περισσότερες ώρες Επιπλέον, οι πολλές ώρες εργασίας σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική ομάδα ήταν πιο συχνές μεταξύ των ειδικευμένων: Εργαζομένων στη γεωργία (28%) Εργαζομένων στη δασοκομία (28%) Εργαζομένων στην αλιεία (28%) Διευθυντές (24%) View full είδηση
  13. Το 9% των πολιτών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δήλωσε πως δεν μπορεί να διαθέσει τα απαιτούμενα χρήματα προκειμένου να εξασφαλίσει κατάλληλη θέρμανση για την κατοικία του, σύμφωνα με έρευνα της Eurostat. Mπορεί το μέγιστο ποσοστό -11%- να είχε καταγραφεί σε αντίστοιχη έρευνα του 2012, αλλά παραμένει υψηλό για μια ΕΕ που θέλει να πρεσβεύει μια κοινωνία ευημερίας και διασφάλισης των στοιχειωδών δικαιωμάτων για τους πολίτες της. Η εν λόγω έρευνα έχει προεκτάσεις και για τη χώρα μας. Η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη χειρότερη θέση καθώς περίπου ένας στους τρεις πολίτες αδυνατεί να έχει επαρκή θέρμανση. Το μεγαλύτερο ποσοστό πολιτών που βιώνουν την παγωνιά είναι στη Βουλγαρία με 39%, και ακολουθούν η Ελλάδα και η Λιθουανία με 29%, η Κύπρος 24% και η Πορτογαλία 22%. Αντίθετα, Λουξεμβούργο και Φινλανδία είναι τα δύο κράτη με το μικρότερο πρόβλημα, καθώς μόλις το 2% αντιμετωπίζει τέτοιο θέμα. Χρ.Κούσιου Πηγή: athina984.gr Click here to view the είδηση
  14. Η δεύτερη πιο φτωχή χώρα στην Ευρωζώνη ήταν η Ελλάδα το 2012, όπως προκύπτει από τα συγκεντρωτικά στοιχεία που παρουσίασε χθες η Eurostat για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Ειδικότερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα διαμορφώθηκε πέρυσι στο 75% του κοινοτικού μέσου όρου από 80% το 2011 και 88% το 2010. Πρόκειται για πρωτοφανή καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς ανάλογη περίπτωση οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Ετσι, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας, πάντοτε εκπεφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ήταν υψηλότερο, το 2010, από κρατών όπως η Μάλτα, η Πορτογαλία, η Σλοβακία και η Σλοβενία, από τις χώρες της Ευρωζώνης πέρυσι μόνο η Εσθονία είχε μικρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα (71% του κοινοτικού μέσου όρου). Στην κορυφή της σχετικής κατάταξης βρίσκεται το Λουξεμβούργο (263%), ενώ ακολουθούν η Αυστρία (130%), η Ιρλανδία (129%), η Ολλανδία (128%), η Γερμανία (123%) και το Βέλγιο (120%). Αξίζει να σημειωθεί ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Εσθονίας αυξάνεται κάθε χρόνο με ικανοποιητικούς ρυθμούς, την ώρα που το ελληνικό συνεχίζει και φέτος να συρρικνώνεται, όπερ σημαίνει ότι στα στοιχεία για το 2013 που θα δημοσιεύσει του χρόνου η Eurostat, η χώρα μας θα υπολείπεται και του βαλτικού εταίρου της. Λίγο πιο ικανοποιητική είναι η εικόνα στην καταμέτρηση της Πραγματικής Κατά Κεφαλήν Ατομικής Κατανάλωσης (ΠΑΚ), δείκτης ο οποίος, σύμφωνα με τη Eurostat, απεικονίζει καλύτερη την ευημερία των νοικοκυριών, αφού καταγράφει την κατανάλωση κάθε μορφής αγαθού και υπηρεσίας από τα νοικοκυριά, αλλά και τις υπηρεσίες και τα αγαθά που παρέχονται από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και από το κράτος. Σύμφωνα με αυτόν τον δείκτη λοιπόν, η ΠΑΚ της Ελλάδας βρίσκεται στο 85% του κοινοτικού μέσου όρου, πολύ υψηλότερα δηλαδή από την Εσθονία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Παρ’ όλα αυτά, και η ΠΑΚ της χώρας μας μειώθηκε δραματικά από το 98% του μ.ο της Ε.Ε. που ήταν το 2010, και 92% το 2011. Σημειώνεται, τέλος, ότι οι φτωχότερες χώρες της Ε.Ε. τόσο σε ΠΑΚ όσο και σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένουν η Βουλγαρία και η Ρουμανία, αν και η ΠΑΚ δείχνει ότι το χάσμα μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων κρατών δεν είναι τόσο ευρύ όσο φαίνεται από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Πηγή: http://iekemtee.gr/e... Click here to view the είδηση
  15. Το υψηλότερο κόστος στέγασης στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης εμφανίζει η Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat που δημοσιεύθηκαν χθες, το 2021 οι δαπάνες στέγασης στην Ελλάδα ανέρχονταν στο 34,2% του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, έναντι 18,9% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Στη δεύτερη υψηλότερη θέση βρίσκεται η Δανία, όπου το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 26,3% του διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ ακολουθεί η Ολλανδία με 23,9%. Αναλύοντας ακόμη περισσότερο τα σχετικά στοιχεία, προκύπτει ότι τα πιο αδύναμα οικονομικά νοικοκυριά επιβαρύνονται και περισσότερο από τις δαπάνες στέγασης. Στην Ελλάδα, ειδικότερα, το κόστος αγγίζει το 60% των εισοδημάτων, στα νοικοκυριά των οποίων το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο από το 60% του εθνικού μέσου όρου (τα οποία θεωρούνται και στο όριο της φτώχειας). Αντιθέτως, το κόστος στέγασης αγγίζει το 28,3% για τα νοικοκυριά με εισόδημα μεγαλύτερο του 60% του εθνικού μέσου όρου. Οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί μέσοι όροι διαμορφώνονται σε 37,7% για τα νοικοκυριά με εισοδήματα κάτω του 60% του πανευρωπαϊκού μέσου όρου και σε 15,2% για τα νοικοκυριά με εισοδήματα άνω του 60% του μέσου όρου. Είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε., όπου ο μέσος όρος διαμορφώνεται στο 18,9%. Σε σχετική ανάλυση στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, η Alpha Bank ανέφερε ότι η άνοδος των τιμών της ενέργειας, των ενοικίων, καθώς και των επιτοκίων επιδρά αυξητικά στο κόστος στέγασης. Παρ’ όλα αυτά, τονίζεται ότι «αν και υψηλό, το κόστος στέγασης στην Ελλάδα, ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία της οικονομικής κρίσης». Για παράδειγμα, το 2014 βρισκόταν στο 42,5%, από 34,2% το 2021. Επιπροσθέτως, το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριά για τα οποία το κόστος στέγασης υπερβαίνει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους (overburden rate), ήταν το 2021 υψηλότερο για όσους ενοικιάζουν (74,6%), έναντι των ιδιοκτητών που αποπληρώνουν στεγαστικό ή άλλο δάνειο (18,5%), αλλά και για τους κατοίκους των πόλεων (32,4%) σε σύγκριση με όσους διαμένουν σε αγροτικές περιοχές (22%). Ασφαλώς, η οικονομική δυσπραγία για πολλά νοικοκυριά μεταφράζεται και σε αντίστοιχες καθυστερήσεις στην αποπληρωμή οφειλών. Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2021 το 36,4% του πληθυσμού στην Ελλάδα εμφάνιζε καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση των οφειλών του είτε για το ενοίκιο είτε για τους λογαριασμούς ΔΕΚΟ είτε για τη δόση του στεγαστικού του δανείου. Στη δεύτερη θέση της Ε.Ε. με 20,4% ακολουθεί η Βουλγαρία και έπονται χώρες, όπως η Κύπρος με 17,3%, η Κροατία με 16,6% και η Ιρλανδία με 13,6%. Με δεδομένο ότι το 2022 προστέθηκε και ο παράγοντας της ενεργειακής κρίσης, που εκτόξευσε το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης, αναμένεται σημαντική αύξηση των παραπάνω ποσοστών στην επόμενη έρευνα της Eurostat.
  16. Στην ΕΕ η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αυξήθηκε σχεδόν κατά 5%, σε απόλυτους αριθμούς, από το 2020 έως το 2021, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Το 2021, η αιολική και η υδροηλεκτρική ενέργεια αντιπροσώπευαν πάνω από τα δύο τρίτα της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές (37% και 32%, αντίστοιχα). Το υπόλοιπο ένα τρίτο της ηλεκτρικής ενέργειας προερχόταν από ηλιακή ενέργεια (15%), στερεά βιοκαύσιμα (7%) και άλλες ανανεώσιμες πηγές (8%). Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η ηλιακή ενέργεια είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πηγή ενέργειας, καθώς το 2008 αντιπροσώπευε μόνο το 1% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε στην ΕΕ. Το 2021, τα κράτη-μέλη με τα υψηλότερα ποσοστά ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγονται από ανανεώσιμες πηγές ήταν η Αυστρία (76,2%, βασιζόμενη κυρίως σε υδροηλεκτρική ενέργεια) και η Σουηδία (75,7%, κυρίως υδροηλεκτρική και αιολική). Ακολουθούν η Δανία (62,6%, κυρίως αιολική), η Πορτογαλία (58,4%, αιολική και υδροηλεκτρική) και η Κροατία (53,5%, κυρίως υδροηλεκτρική). Στην άλλη άκρη της κλίμακας, τα χαμηλότερα μερίδια ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σημειώθηκαν στη Μάλτα (9,7%), στην Ουγγαρία (13,7%), στο Λουξεμβούργο (14,2%), στην Τσεχία (14,5%) και στην Κύπρο (14,8%). Στην Ελλάδα το μερίδιο ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές το 2021 ήταν λίγο χαμηλότερο από το μέσο όρο στην ΕΕ, δηλαδή περίπου στο 36%.
  17. Απογοητευτικά είναι τα δεδομένα για τη συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών στις μεταφορές. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μάλιστα το μεριδιό τους μειώθηκε, αντί να αυξηθεί, το 2021. Όπως προκύπτει από στοιχεία της Eurostat υποχώρησε στο 9,1% από 10,3% το 2020. Αυτό σημαίνει ότι κινείται 4,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον στόχο του 14% που είχε τεθεί για το 2030. Παρά την αύξηση στη χρήση ανανεώσιμων πηγών στις μεταφορές σε απόλυτους όρους, το μεριδιό τους υποχώρησε καθώς αυξήθηκαν δραστικά οι μεταφορικές δραστηριότητες μετά την άρση των περιορισμών για την πανδημίας της Covid-19. Μόνο δύο κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν ήδη υπερβεί τον στόχο του 14%. Πρόκειται για τη Σουηδία, που είναι στην κορυφή με διαφορά, με το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στις μεταφορές να ανέρχεται στο 30,4% και τη Φινλανδία που ακολουθεί με 20,5%. Στον αντίποδα πολύ χαμηλά ποσοστά εμφανίζουν Ελλάδα και Ιρλανδία (4,3%), η Πολωνία (5,7%), Λετονία (6,4%) και Λιθουανία (6,5%). Οι μεγαλύτερες μειώσεις από το 2020 στο 2020 κατεγράφησαν στην Ιρλανδία (-5,9 μονάδες), την Ουγγαρία (-5,4 μονάδες) και το Λουξεμβούργο (-4,6 μονάδες).
  18. Το 2020, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντιπροσώπευαν το 23% της συνολικής ενέργειας που χρησιμοποιήθηκε για θέρμανση και ψύξη στην ΕΕ , σημειώνοντας σταθερή αύξηση από 12% το 2004 και 22% το 2019. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα από την Eurostat, η αύξηση αυτή είναι παρόμοια με αυτή που παρατηρούνται για το συνολικό μερίδιο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες αυξήθηκαν από 10% το 2004 σε 22% το 2020. Οι εξελίξεις στον βιομηχανικό τομέα, τις υπηρεσίες και τα νοικοκυριά (συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτροδότησης της θέρμανσης με αντλίες θερμότητας) συνέβαλαν στην ανάπτυξη της ανανεώσιμης ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη. Μεταξύ των κρατών μελών, η Σουηδία ξεχωρίζει με τα δύο τρίτα (66%) της ενέργειας που χρησιμοποιείται για θέρμανση και ψύξη το 2020 που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές (κυρίως βιομάζα και αντλίες θερμότητας). Ακολουθούν, η Εσθονία και η Φινλανδία (και οι δύο 58%), η Λετονία (57%), η Δανία (51%) και η Λιθουανία (50%), με περισσότερο από το ήμισυ της ενέργειας που χρησιμοποιείται για αυτούς τους σκοπούς να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στην Εσθονία και τη Λιθουανία, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη είναι, αντίστοιχα, 29 και 24 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το συνολικό τους μερίδιο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ. Η Ισλανδία ξεχωρίζει με το 80% των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που χρησιμοποιούνται για θέρμανση και ψύξη (κυρίως λόγω της γεωθερμικής ενέργειας). Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό, είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αν και παραμένει χαμηλό, καθώς διαμορφώνεται λίγο πάνω από το 30%. Αντίθετα, στην Ιρλανδία (6%), στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο (και οι δύο 8%) οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνέβαλαν λιγότερο στη θέρμανση και την ψύξη. Σε αυτές τις χώρες, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη είναι χαμηλότερο κατά 6 και 5 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα, από το συνολικό τους μερίδιο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ.
  19. Στον μέσο όρο της ΕΕ έφτασε το 2019 το ποσοστό της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Το ποσοστό της κατανάλωσης ενέργειας από ΑΠΕ αυξήθηκε από 7,2% το 2004 στο 19,7% το 2019, όσο ήταν και το ποσοστό της ΕΕ. Το 2018, το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα ήταν 18,1% και για την ΕΕ 18,9%. Τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ το 2019 είχαν η Σουηδία (56,4%), η Φινλανδία (43,1%), η Λετονία (41%) και η Δανία (37,2%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά είχαν το Λουξεμβούργο (7%), η Μάλτα (8,5%), η Ολλανδία (8,8%) και το Βέλγιο (9,9%). Κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ ανήλθε το 2019 στην Ελλάδα το ποσοστό της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ, το οποίο από 7,8% το 2004 έφτασε στο 31,3%. Το αντίστοιχο ποσοστό για την ΕΕ ήταν 34,1% το 2019 έναντι 15,9% το 2004. Τα υψηλότερα ποσοστά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στην ΕΕ είχαν η Αυστρία (75%), η Σουηδία (71%) και η Δανία (65%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στη Μάλτα (8%), την Κύπρο, το Λουξεμβούργο και την Ουγγαρία (10%).
  20. Το 9% των πολιτών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δήλωσε πως δεν μπορεί να διαθέσει τα απαιτούμενα χρήματα προκειμένου να εξασφαλίσει κατάλληλη θέρμανση για την κατοικία του, σύμφωνα με έρευνα της Eurostat. Mπορεί το μέγιστο ποσοστό -11%- να είχε καταγραφεί σε αντίστοιχη έρευνα του 2012, αλλά παραμένει υψηλό για μια ΕΕ που θέλει να πρεσβεύει μια κοινωνία ευημερίας και διασφάλισης των στοιχειωδών δικαιωμάτων για τους πολίτες της. Η εν λόγω έρευνα έχει προεκτάσεις και για τη χώρα μας. Η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη χειρότερη θέση καθώς περίπου ένας στους τρεις πολίτες αδυνατεί να έχει επαρκή θέρμανση. Το μεγαλύτερο ποσοστό πολιτών που βιώνουν την παγωνιά είναι στη Βουλγαρία με 39%, και ακολουθούν η Ελλάδα και η Λιθουανία με 29%, η Κύπρος 24% και η Πορτογαλία 22%. Αντίθετα, Λουξεμβούργο και Φινλανδία είναι τα δύο κράτη με το μικρότερο πρόβλημα, καθώς μόλις το 2% αντιμετωπίζει τέτοιο θέμα. Χρ.Κούσιου Πηγή: athina984.gr
  21. Η δεύτερη πιο φτωχή χώρα στην Ευρωζώνη ήταν η Ελλάδα το 2012, όπως προκύπτει από τα συγκεντρωτικά στοιχεία που παρουσίασε χθες η Eurostat για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Ειδικότερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα διαμορφώθηκε πέρυσι στο 75% του κοινοτικού μέσου όρου από 80% το 2011 και 88% το 2010. Πρόκειται για πρωτοφανή καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς ανάλογη περίπτωση οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Ετσι, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας, πάντοτε εκπεφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ήταν υψηλότερο, το 2010, από κρατών όπως η Μάλτα, η Πορτογαλία, η Σλοβακία και η Σλοβενία, από τις χώρες της Ευρωζώνης πέρυσι μόνο η Εσθονία είχε μικρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα (71% του κοινοτικού μέσου όρου). Στην κορυφή της σχετικής κατάταξης βρίσκεται το Λουξεμβούργο (263%), ενώ ακολουθούν η Αυστρία (130%), η Ιρλανδία (129%), η Ολλανδία (128%), η Γερμανία (123%) και το Βέλγιο (120%). Αξίζει να σημειωθεί ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Εσθονίας αυξάνεται κάθε χρόνο με ικανοποιητικούς ρυθμούς, την ώρα που το ελληνικό συνεχίζει και φέτος να συρρικνώνεται, όπερ σημαίνει ότι στα στοιχεία για το 2013 που θα δημοσιεύσει του χρόνου η Eurostat, η χώρα μας θα υπολείπεται και του βαλτικού εταίρου της. Λίγο πιο ικανοποιητική είναι η εικόνα στην καταμέτρηση της Πραγματικής Κατά Κεφαλήν Ατομικής Κατανάλωσης (ΠΑΚ), δείκτης ο οποίος, σύμφωνα με τη Eurostat, απεικονίζει καλύτερη την ευημερία των νοικοκυριών, αφού καταγράφει την κατανάλωση κάθε μορφής αγαθού και υπηρεσίας από τα νοικοκυριά, αλλά και τις υπηρεσίες και τα αγαθά που παρέχονται από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και από το κράτος. Σύμφωνα με αυτόν τον δείκτη λοιπόν, η ΠΑΚ της Ελλάδας βρίσκεται στο 85% του κοινοτικού μέσου όρου, πολύ υψηλότερα δηλαδή από την Εσθονία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Παρ’ όλα αυτά, και η ΠΑΚ της χώρας μας μειώθηκε δραματικά από το 98% του μ.ο της Ε.Ε. που ήταν το 2010, και 92% το 2011. Σημειώνεται, τέλος, ότι οι φτωχότερες χώρες της Ε.Ε. τόσο σε ΠΑΚ όσο και σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένουν η Βουλγαρία και η Ρουμανία, αν και η ΠΑΚ δείχνει ότι το χάσμα μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων κρατών δεν είναι τόσο ευρύ όσο φαίνεται από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Πηγή: http://iekemtee.gr/el/%CE%B3%CE%BD%CF%8E%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%AC%CE%B8%CE%B7%CF%83%CE%B7/%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%85%CE%BD%CE%B5%CF%82/7891-%CE%B4%CE%B5%CF%8D%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7-%CF%86%CF%84%CF%89%CF%87%CF%8C%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7-%CF%87%CF%8E%CF%81%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%89%CE%B6%CF%8E%CE%BD%CE%B7-%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CF%84%CE%BF-2012
  22. Σε 24.423.000 υπολογίζει η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία τους άνεργους στην Ευρωζώνη, τον Νοέμβριο του 2014, με την Ελλάδα να διατηρεί την αρνητική πρωτιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη τον Νοέμβριο παρέμεινε σταθερό στο 11,5%. Η Ελλάδα, με στοιχεία Σεπτεμβρίου, βρίσκεται και πάλι στην πρώτη θέση με ποσοστό 25,7%, αν και παρουσίασε τη μεγαλύτερη μείωση σε επίπεδο έτους (από 28% τον Οκτώβριο του 2013). Παράλληλα, η υψηλή ανεργία των νέων της Ισπανίας (53,5%) κράτησε στη δεύτερη θέση την Ελλάδα, με 49,8%. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία, Eurostat, το ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε. μειώθηκε ελαφρά κατά 0,1% σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2014 και άγγιξε το 10%. Αναλυτικά, η ανεργία στην Ελλάδα διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο στο 25,7% μειωμένη σε σχέση με τον Αύγουστο (26%) αλλά και σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα, ένα χρόνο πριν (28%). Σταθερή στο 11,5% παρέμεινε η ανεργία στην Ευρωζώνη τον Νοέμβριο του 2014 σε σχέση με τον Οκτώβριο, ενώ ένα χρόνο πριν, τον Νοέμβριο του 2013, η ανεργία ήταν 11,9%. Στην «Ε.Ε. των 28» η ανεργία διαμορφώθηκε στο 10% τον Νοέμβριο, σημειώνοντας ελαφριά πτώση σε σχέση με τον Οκτώβριο (10,1%). Ενα χρόνο πριν, τον Νοέμβριο του 2013, η ανεργία στην Ε.Ε. ήταν 10,7%. Συνολικά τον Νοέμβριο καταγράφονται 24,4 εκατομμύρια άνεργοι στην Ε.Ε. και 18,4 εκατομμύρια άνεργοι στην Ευρωζώνη. Η ανεργία των νέων διαμορφώθηκε στο 23,7% (έναντι 23,9% τον Νοέμβριο του 2013) και στην Ε.Ε. στο 21,9% (έναντι 23,2% τον Νοέμβριο του 2013). Τα υψηλότερα επίπεδα ανεργίας στην Ε.Ε. καταγράφονται στην Ελλάδα (25,7% τον Σεπτέμβριο), την Ισπανία (23,9%) και την Κύπρο (16,8%). Τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας σημειώθηκαν στην Αυστρία (4,9%), στη Γερμανία (5%), στη Μάλτα και στην Τσεχία (5,8%). Ειδικότερα στην Ελλάδα, ο αριθμός των ανέργων τον Σεπτέμβριο μειώθηκε στα 1,241 εκατομμύρια. Το ποσοστό ανεργίας στους άνδρες διαμορφώθηκε στο 22,8% και στις γυναίκες στο 29,5%. Αν και πρωταθλήτρια ανεργίας των νέων αναδεικνύεται σύμφωνα με τη Eurostat η Ισπανία (53,5%), τα στοιχεία για την Ελλάδα παραμένουν δυσοίωνα, καθώς τον Σεπτέμβριο, το ποσοστό ανεργίας των νέων αυξήθηκε σε 49,8% από 49,2% τον Αύγουστο του 2014. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων της Ισπανίας και της Ελλάδας ακολουθεί η Ιταλία (43,9%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται σε Γερμανία (7,4%), Αυστρία (9,4%) και Ολλανδία (9,7%). Πηγή: http://www.kathimerini.gr/798525/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/eurostat-arnhtikh-prwtia-ths-elladas-sthn-anergia
  23. Την πρώτη θέση στην υπερεργασία καταλαμβάνει η Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η στατιστική υπηρεσία της Eurostat. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση της σχετικής λίστας των χωρών – μελών της ΕΕ με το 12,6 των εργαζομένων να δηλώνουν ότι εργάζονται για πάνω από 49 ώρες την εβδομάδα, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (10,2%) και την Κύπρο (9,7%). Πρώτη θέση η Ελλάδα στην υπερεργασία σύμφωνα με την Eurostat Η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση της σχετικής λίστας των χωρών – μελών της ΕΕ με το 12,6% των εργαζομένων να δηλώνουν ότι εργάζονται για πάνω από 49 ώρες την εβδομάδα, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (10,2%) και την Κύπρο (9,7%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά υπερεργασίας καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (0,7%), τη Λιθουανία (0,8%) και τη Λετονία (1,3%). Πρώτη στην πανευρωπαϊκή κατάταξη είναι η Ισλανδία με 13,5%. Υψηλότερο είναι το σχετικό ποσοστό στους αυτοαπασχολούμενους, καθώς πολλές ώρες εργάστηκε το 30% του συνόλου των αυτοαπασχολούμενων σε σύγκριση με τους μισθωτούς (4% του συνόλου των εργαζομένων). Eurostat: Ποιοι δουλεύουν τις περισσότερες ώρες Επιπλέον, οι πολλές ώρες εργασίας σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική ομάδα ήταν πιο συχνές μεταξύ των ειδικευμένων: Εργαζομένων στη γεωργία (28%) Εργαζομένων στη δασοκομία (28%) Εργαζομένων στην αλιεία (28%) Διευθυντές (24%)
  24. Στον μέσο όρο της ΕΕ έφτασε το 2019 το ποσοστό της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Το ποσοστό της κατανάλωσης ενέργειας από ΑΠΕ αυξήθηκε από 7,2% το 2004 στο 19,7% το 2019, όσο ήταν και το ποσοστό της ΕΕ. Το 2018, το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα ήταν 18,1% και για την ΕΕ 18,9%. Τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ το 2019 είχαν η Σουηδία (56,4%), η Φινλανδία (43,1%), η Λετονία (41%) και η Δανία (37,2%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά είχαν το Λουξεμβούργο (7%), η Μάλτα (8,5%), η Ολλανδία (8,8%) και το Βέλγιο (9,9%). Κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ ανήλθε το 2019 στην Ελλάδα το ποσοστό της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ, το οποίο από 7,8% το 2004 έφτασε στο 31,3%. Το αντίστοιχο ποσοστό για την ΕΕ ήταν 34,1% το 2019 έναντι 15,9% το 2004. Τα υψηλότερα ποσοστά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στην ΕΕ είχαν η Αυστρία (75%), η Σουηδία (71%) και η Δανία (65%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στη Μάλτα (8%), την Κύπρο, το Λουξεμβούργο και την Ουγγαρία (10%). View full είδηση
  25. Απογοητευτικά είναι τα δεδομένα για τη συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών στις μεταφορές. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μάλιστα το μεριδιό τους μειώθηκε, αντί να αυξηθεί, το 2021. Όπως προκύπτει από στοιχεία της Eurostat υποχώρησε στο 9,1% από 10,3% το 2020. Αυτό σημαίνει ότι κινείται 4,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον στόχο του 14% που είχε τεθεί για το 2030. Παρά την αύξηση στη χρήση ανανεώσιμων πηγών στις μεταφορές σε απόλυτους όρους, το μεριδιό τους υποχώρησε καθώς αυξήθηκαν δραστικά οι μεταφορικές δραστηριότητες μετά την άρση των περιορισμών για την πανδημίας της Covid-19. Μόνο δύο κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν ήδη υπερβεί τον στόχο του 14%. Πρόκειται για τη Σουηδία, που είναι στην κορυφή με διαφορά, με το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στις μεταφορές να ανέρχεται στο 30,4% και τη Φινλανδία που ακολουθεί με 20,5%. Στον αντίποδα πολύ χαμηλά ποσοστά εμφανίζουν Ελλάδα και Ιρλανδία (4,3%), η Πολωνία (5,7%), Λετονία (6,4%) και Λιθουανία (6,5%). Οι μεγαλύτερες μειώσεις από το 2020 στο 2020 κατεγράφησαν στην Ιρλανδία (-5,9 μονάδες), την Ουγγαρία (-5,4 μονάδες) και το Λουξεμβούργο (-4,6 μονάδες). View full είδηση
×
×
  • Create New...

Σημαντικό

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώνουμε το περιεχόμενο του website μας. Μπορείτε να τροποποιήσετε τις ρυθμίσεις των cookie, ή να δώσετε τη συγκατάθεσή σας για την χρήση τους.